“I can’t breathe”, του Γιάννη Σκαρπέλου

“I can’t breathe”, του Γιάννη Σκαρπέλου

Η οπτική και η δεοντολογία των εικόνων μιας δολοφονίας και μιας εξέγερσης

Οι φωτογραφίες και τα βίντεο από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από τους αστυνοµικούς στη Μινεάπολη συγκλόνισαν τους ανθρώπους σε όλες τις ηπείρους. Το «I can’t breathe» έγινε παγκόσµια ιαχή απέναντι σε κάθε καταπάτηση όχι µόνο των δικαιωµάτων αλλά και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ενωσε κάτω από την έκφραση της ασφυξίας την ασφυξία όλων όσοι επιστρέφουν ύστερα από µια µακρά περίοδο εγκλεισµού λόγω της πανδηµίας σε µια κανονικότητα κολοβή, κουτσουρεµένη, που προοιωνίζεται αυξηµένες δυσκολίες για µεγάλη µερίδα του πληθυσµού, ιδίως των τάξεων που έχουν να αντιµετωπίσουν την ανεργία, την επισφαλή εργασία, τις πενιχρές αµοιβές κάτω από τον ελάχιστο µισθό, την καταπάτηση της αξιοπρέπειας και των δικαιωµάτων τους.

Οι εικόνες αυτές λίγο διαφέρουν από εκείνες που είδαµε (και από τις περιγραφές που διαβάσαµε) για τη δράση της Ελληνικής Αστυνοµίας και των ειδικών οµάδων της στα Εξάρχεια το περασµένο φθινόπωρο: εκεί δεν είχαµε νεκρούς. Στην περίπτωση του Φλόιντ δεν είναι τόσο το καινοφανές της εικόνας που την έκανε συγκλονιστική όσο η στάση του σώµατος του Ντέρεκ Σόβιν, το χέρι στην τσέπη, τα γυαλιά ηλίου ακουµπισµένα στο κεφάλι, η αίσθηση πως τίποτε το εξαιρετικό δεν συµβαίνει.

Τις επόµενες ηµέρες οι εικόνες πολλαπλασιάστηκαν: πλήθη στις διαδηλώσεις, focus σε παιδιά ή σε µοντέλα, στη Μαντόνα µε πατερίτσα, στον Γιάννη Αντετοκούνµπο, σε άλλους αστέρες. Φλεγόµενα κτίρια, λεηλασίες καταστηµάτων, συγκρούσεις µε την αστυνοµία. Και ο πρόεδρος Τραµπ µε τη Βίβλο έξω από µια εκκλησία. Πώς µπορεί να δώσει κανείς νόηµα σε αυτές τις εικόνες χωρίς λόγια, εικόνες χωρίς λόγο, που µπορεί να λένε τα πάντα – να διατρανώνουν την αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή να υπονοούν πως όλα αυτά είναι υποκινούµενα από σκοτεινούς κύκλους, να αγωνίζονται για την αλήθεια ή να καταγγέλλονται ως fake news.

Οµοίως πολλαπλασιάστηκαν και οι οπτικές γωνίες από τις οποίες λαµβάνονται οι φωτογραφίες: ελεύθεροι φωτορεπόρτερ, ενσωµατωµένοι στην αστυνοµία φωτορεπόρτερ, διαδηλωτές, περαστικοί… Ολοι φάνηκαν να έχουν φωνή, επαγγελµατίες και απλοί πολίτες. Τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν το κανάλι για τη διάδοση των εικόνων όσων προηγουµένως δεν είχαν τον τρόπο να µιλήσουν δηµόσια, να δείξουν όχι µόνο τις εικόνες τους αλλά κυρίως την οπτική τους.

Αυτή η σύνθετη οπτική πραγµατικότητα φέρνει στο προσκήνιο πολλά ζητήµατα που απασχολούν εδώ και δεκαετίες τους θεωρητικούς της εικόνας, µε κυριότερα τα ζητήµατα των χρήσεων αυτών των εικόνων και της δεοντολογίας. ∆ύο ζητήµατα που συνδέονται στενότατα: µπορεί να γνωρίζουµε ποιος είναι ο κατ’ όνοµα δηµιουργός των εικόνων ή ο διακινητής τους, ωστόσο η πρώτη χρήση τους (η δηµοσίευση σε ένα έντυπο, ηλεκτρονικό ή ψηφιακό µέσο ενηµέρωσης, η ανάρτηση σε ένα µπλογκ ή στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης) δεν είναι η αποκλειστική ή η µόνη. Οπως έχουµε δει να συµβαίνει στο παρελθόν, οι εικόνες που παράγονται ως µέσο απάντησης στην αυθαιρεσία της εξουσίας συχνά µετατρέπονται σε δεύτερο χρόνο σε εργαλείο άσκησής της. Η προσπάθεια να δείξουν τη µεγάλη συµµετοχή του κόσµου στις διαδηλώσεις και τις υπόλοιπες πράξεις διαµαρτυρίας µπορεί να γίνει λίγο αργότερα πειστήριο συµµετοχής σε τροµοκρατικές πράξεις, αν κανείς κρατούσε πλακάτ µε την υπογραφή Antifa, αν βρισκόταν πλάι σε εκείνους που εµφανίζονται να λεηλατούν καταστήµατα, αν εµφανίζεται να αντιστέκεται στις αρχές.

Η δεοντολογία µάς καλεί να σκεφτούµε πώς θα προστατέψουµε τους ανθρώπους που αντιστέκονται στην αστυνοµική αυθαιρεσία και τη βία των αρχών και του κράτους. Πώς θα διαχωρίσουµε τους αδύναµους, αυτούς που πραγµατικά αντιπαρατίθενται στην ιδέα ότι το κράτος µπορεί να ασκεί τη νόµιµη βία κατά βούληση –όπως περίπου διατεινόταν Ελληνας υπουργός πριν από µερικούς µήνες–, από τους πλιατσικολόγους. Πώς το λεύκωµα των πολυήµερων διαδηλώσεων θα αναδεικνύει την αναδυόµενη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, την επιδίωξη να ακουστούν όσοι δεν µπορούν να ανασάνουν όταν σε µερικούς µήνες θα αποφασίσουν και πάλι να απέχουν από τις προεδρικές εκλογές και να αναθέσουν έτσι σε άλλους να επιλέξουν τον πρόεδρο, τις αρχές, τις εξουσίες και τις δυνάµεις κατ’ εικόνα και καθ’ οµοίωσίν τους.

Σύντοµα η αιτία των διαδηλώσεων θα ξεχαστεί. Ο Φλόιντ δεν ήταν παρά η θρυαλλίδα για την εκδήλωση συσσωρευµένης βίας στην καρδιά της αµερικανικής κοινωνίας, στην καρδιά των δυτικών κοινωνιών. Πίσω από το προκάλυµµα της φυλής αναγνωρίζουµε µια νέα αφετηρία ταξικών αγώνων και συγκρούσεων. Και πλάι τους φυσικά όλα εκείνα τα λούµπεν στοιχεία και τους προβοκάτορες που επωφελούνται για τους δικούς τους σκοπούς. Ας σκεφτούµε πως δεν δικαιούνται πλέον µόνο οι κυβερνήσεις, οι πολιτικοί να δηλώνουν ότι «η κρίση είναι ευκαιρία» (για τους ίδιους και για το µεγάλο κεφάλαιο). Στις εικόνες που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο βλέπουµε εκείνους για τους οποίους η κρίση δεν υπήρξε ποτέ ευκαιρία να ανταποδίδουν µε την ίδια βεβαιότητα πως «η κρίση είναι ευκαιρία» για µια διαφορετική κοινωνία.

Σύντοµα οι ίδιες οι διαδηλώσεις θα λησµονηθούν, θα µείνουν µια ανάµνηση αποτυπωµένη σε εκατοµµύρια ενσταντανέ. Αυτό που πρέπει να µείνει ως οπτική παρακαταθήκη είναι το χέρι στην τσέπη του Σόβιν, τα γυαλιά ανασηκωµένα και ακουµπισµένα στο κεφάλι, ως εάν το γόνατο στον λαιµό ενός ανθρώπου πεσµένου στο έδαφος να ήταν µέρος της κανονικότητας.

Γιάννης Σκαρπέλος

Καθηγητής Σπουδών Οπτικού Πολιτισμούστο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Documento Newsletter