Ηρωες και αντιήρωες στον Τσέχωφ του Δημήτρη Καραντζά | Συνεντεύξεις στο Docville

Ηρωες και αντιήρωες στον Τσέχωφ του Δημήτρη Καραντζά | Συνεντεύξεις στο Docville
Ο Μανώλης Μαυροματάκης, ο Χρήστος Λούλης, ο Δημήτρης Καραντζάς, η Θεοδώρα Τζήμου και η Ηρώ Μπέζου (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Μια βραδιά σε τσεχωφικό περιβάλλον, αναζητώντας απαντήσεις για τον «Θείο Βάνια».

O Αγγλος ποιητής Ο.Χ. Οντεν είχε διατυπώσει την άποψη ότι «όλα τα µεγάλα έργα τέχνης εµφανίζουν δύο αντιφατικές ιδιότητες: την ποιότητα του πάντα και την ποιότητα του τώρα». Και είναι ακριβώς αυτό που χαρακτηρίζει τα έργα του Αντον Τσέχωφ: µιλούν στο τώρα της εποχής του για το πάντα της ανθρωπότητας. Ο ∆ηµήτρης Καραντζάς επιστρέφει στον Ρώσο συγγραφέα και µετά τις «Τρεις αδερφές» βάζει κυριολεκτικά στο τραπέζι ίσως το πιο πολυπαιγµένο έργο του, τον «Θείο Βάνια».

Σε αυτό το ογκώδες και εν αφθονία τραπέζι βρέθηκα µε τον σκηνοθέτη και τους Χρήστο Λούλη, Μανώλη Μαυροµατάκη, Θεοδώρα Τζήµου και Ηρώ Μπέζου, που ερµηνεύουν τον Θείο Βάνια, τον καθηγητή Σερεµπριακόφ, την Ελένα και τη Σόνια αντίστοιχα. Μια συνάντηση που ξεκίνησε σαν παραδοσιακή συνέντευξη ερωταπαντήσεων για να εξελιχθεί σε µια από καρδιάς αυθόρµητη συζήτηση για το έργο και τους ήρωες, όπου οι προετοιµασµένες ερωτήσεις ακυρώθηκαν µέσα από την ίδια τη ροή της.

Δημήτρης Καραντζάς (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Να περιµένουµε µια ανατρεπτική παράσταση;

∆ηµήτρης Καραντζάς: Ανατρεπτική; ∆εν ξέρω, δεν το έχω σκεφτεί. Η πρόθεση –όπως και στους «Πέρσες»– δεν είναι να κάνω µια ανατρεπτική παράσταση αλλά να φέρω στο φως τη δική µου ανάγνωση για το έργο και τους ρόλους, να φέρω στην επιφάνεια το κοινό σύµπτωµα στο οποίο βρίσκονται βουτηγµένα όλα τα πρόσωπα – πώς µπορούν να «δοκιµάσουν» τη ζωή και όχι να δούµε απλώς την άσχηµη Σόνια, την όµορφη Ελένα κ.λπ. Μετατόπιση του έργου δεν έχει γίνει· έχει γίνει όµως ερµηνεία, ίσως επειδή θεωρώ ότι η σκηνοθεσία είναι ερµηνεία – πώς αλλιώς; Υπάρχει µια ανάγνωση των χαρακτήρων που όµως δεν αλλοιώνει τη γραφή, ωστόσο αυτή η γραφή µε οδηγεί στη συγκεκριµένη ανάγνωσή τους. Υπάρχουν και πράγµατα που άπτονται της συλλογικής µνήµης και κάποια «θεατρικά στερεότυπα» που δεν έχουν αναφορά στη συγγραφική γραµµή. Για παράδειγµα η Ελένα παρουσιάζεται παραδοσιακά ναρκισσευόµενη ή ο Αστροφ επιβάλλεται να είναι «κούκλος», αλλά αυτά δεν προκύπτουν πουθενά από το κείµενο, το οποίο τον προσδιορίζει ως ένα κουρασµένο άτοµο. Πίνει, µιλά χυδαία, απέχει πολύ από το πρότυπο του «καυλιάρη».

Βοηθάει σε αυτό το γεµάτο όγκο τραπέζι που καταλαµβάνει το σκηνικό;

∆.Κ.: Αν στις «Τρεις αδερφές» µου ο χώρος και τα αντικείµενα στοίχειωναν τους ήρωες, εδώ όλο το περιβάλλον τούς εξοβελίζει στο να παρατηρούν όλες τις πιθανότητες, αδύναµοι αρχικά να αντιδράσουν, αποπειρώµενοι σταδιακά να δοκιµάσουν να κινηθούν στον χώρο που τους αποµένει και τελικά να αποδεχτούν τον ζωτικό τους χώρο. Ετσι γεννήθηκε η ιδέα του τραπεζιού, που ενώ φαντάζει µες στον όγκο και την αφθονία του σαν τεράστιο σύµβολο, τελικά αποτελεί ένα απλό τραπέζι. Οταν έχεις περάσει τόσες µαταιώσεις και διαψεύσεις όπως αυτοί οι ήρωες καταλήγεις ότι αυτή είναι η ζωή, τόσο απλή. Και βέβαια αυτή η συνειδητοποίηση έχει το κόστος της.

Xρήστος Λούλης (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Είναι µόνοι τους οι ήρωες του Τσέχωφ; Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι χαρακτήρες του είναι πιο µόνοι από ποτέ όταν βρίσκονται µαζί.

∆.Κ.: Αισθάνοµαι ότι στον Τσέχωφ τα πρόσωπα δεν µένουν ποτέ µόνα τους.

Ηρώ Μπέζου: Αυτό ακριβώς συµβαίνει και µε τη ζωή. Είναι δύσκολο να συνδεθεί κανείς µε τον άλλο επί της ουσίας. Η κεκτηµένη ταχύτητα της καθηµερινότητας, το προσωπείο που όλοι αναγκαζόµαστε να φορέσουµε, η ενεργοποίηση µιας άµυνας στο όνοµα της συνύπαρξης είναι στοιχεία της ζωής µας. Βέβαια όταν η ουσιαστική συνύπαρξη συµβαίνει και επιβεβαιώνεται είναι µια µαγική στιγµή. Η αλήθεια είναι ότι στο έργο είναι µετρηµένες οι στιγµές που οι ήρωες δεν είναι µόνοι στη σκηνή αλλά σε ντουέτα και η επαφή σηµειώνεται όταν υποχωρούν οι αντιστάσεις.

Θεοδώρα Τζήµου: Πάντα µέσα από τον άλλο συνειδητοποιείς τη δική σου ανεπάρκεια, συνθήκη που δεν σε φέρνει στην πιο βολική θέση.

Θεοδώρα Τζήμου (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Ποια αρνητικά θα µπορούσατε να εντοπίσετε στους ήρωές σας;

Θ.Τζ.: ∆εν µπορώ αντιµετωπίζοντας ένα ρόλο να µιλήσω για θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά.

Μανώλης Μαυροµατάκης: Το κάθε θετικό που µπορεί εσύ να εντοπίζεις είναι την ίδια στιγµή αρνητικό για κάποιους άλλους. Γι’ αυτό υπάρχει αυτή η ασάφεια στους ήρωες του Τσέχωφ. ∆εν είναι τόσο σχηµατοποιηµένα τα πράγµατα και το καλό και το κακό δεν είναι ούτε ευδιάκριτα ούτε ξεχωριστά. Ανετα όµως µπορείς να µιλήσεις για τα κακά των άλλων, όπως κάνουµε και στη ζωή. Είναι πολύ πιο εύκολο, γιατί τα βλέπουµε, γιατί σε αυτά καθρεφτίζουµε τα δικά µας κακά.

Η.Μπ.: Για παράδειγµα, το πόσο άσχηµη-άσχηµη-άσχηµη είναι η Σόνια σε σχέση µε το πόσο όµορφη-όµορφη-όµορφη είναι η Ελένα µάς έχει τυραννήσει στην παράσταση (γελώντας). Η Σόνια έχει µια σκληρότητα, µια ακαµψία, µια και οι επιλογές της είναι ελάχιστες. Σε ένα πλαίσιο που δεν µε χωρά τόσο πολύ νοµίζω ότι έτσι ακριβώς θα λειτουργούσα κι εγώ στη ζωή µου.

∆.Κ.: Το «άσχηµη» εµπεριέχει και την έννοια της ασχηµάτιστης. Η Σόνια είναι σχετικά αδιαµόρφωτη σε σχέση µε την έντονη προσωπικότητα της Ελένα.

Θ.Τζ.: Η Ελένα αποκαλείται όµορφη επειδή λειτουργεί στο έργο σαν ξωτικό. Είναι πλάσµα άγνωστο γι’ αυτή την περιοχή, γι’ αυτό το σπιτικό. Ετσι η οµορφιά και η ασχήµια στον Τσέχωφ έχουν να κάνουν µε άλλης ποιότητας χαρακτηριστικά, πιο εσωτερικά.

Μανώλης Μαυροματάκης (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Είναι τελικά δυσλειτουργικός ο Βάνιας σε σχέση µε το περιβάλλον του; Και ο Σερεµπριακόφ από την άλλη δικαιώνει τη θεοποίησή του από τη Μαρία Βασίλιεβνα;

Χρήστος Λούλης: Ο Βάνιας είναι τόσο δυσλειτουργικός όσο είµαστε όλοι µας σε σχέση µε το περιβάλλον µας. Εγώ λειτουργώ πολύ µε το αίσθηµα του καθήκοντος και για να µη νιώθω µόνος µπορώ να βουτήξω σε ένα καθήκον µια συγκεκριµένη στιγµή. Και µέσα από αυτό το καθήκον αδράχνω την αξία του για να σταµατήσω να σκέφτοµαι όσα µου λείπουν, όπως και τα κακώς κείµενα. ∆εν είναι δυσλειτουργικός όταν έρχεται σε επαφή µε το καθήκον. Το θέµα είναι σε ποιο βαθµό το καθήκον και η αξία σου είναι ικανά να σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι έχει νόηµα που ζεις. Οταν αρχίζεις να αντιλαµβάνεσαι ότι ανοίγει αυτή η τρύπα, ότι δεν υπάρχει νόηµα που ζεις και όταν σε σχέση µε το καθήκον η αξία σου δεν σε πληροί, τότε παραλύεις, µουδιάζεις και καταλήγεις στη συνθήκη του µη λειτουργικού. Ολοι οι χαρακτήρες στο έργο εκτός από την Ελένα έχουν ένα ρόλο στη ζωή πάνω σε αυτό εδώ το τραπέζι: ο Bάνιας και η Σόνια είναι αυτοί που δουλεύουν πολύ, η Μαρίνα κανονίζει τα του οίκου, ο Σερεµπριακόφ είναι ο θεός που µας επισκέπτεται πού και πού και για τον οποίο γίνονται όλα, η Ελένα είναι το βραβείο και το τρόπαιο. Στις πρόβες δεν βλέπω µόνο τον ρόλο, βλέπω και τον εαυτό µου – εδώ ανακάλυψα πόσο είµαι αγαπητός όταν είµαι χρήσιµος και το αντίθετο.

Μ.Μ.: Ο Σερεµπριακόφ κάνει πάντα αυτό που θέλει. Αυτοσυστήνεται ως νικητής της ζωής, χωρίς όµως επί της ουσίας να είναι. Είναι βέβαια σαφώς πιο στοχευµένος από τους άλλους ήρωες που στριφογυρίζουν, έχει κι αυτός τη δική του αυτοκαθήλωση. Κι ενώ οι άλλοι ήρωες διοχετεύουν τον συναισθηµατισµό τους, αυτός παρουσιάζεται γυµνός από αυτόν, φανερώνοντας έτσι τη δική του παθογένεια. Λέγοντας πως δεν ασχολείται µε το παρελθόν, στην ουσία δηλώνει την αποσύνδεση µε όλους τους ήρωες του έργου· ακόµη και µε τη γυναίκα του δεν τον συνδέει τίποτε. Η σχέση του µε τους ανθρώπους είναι απόλυτα χειριστική. Το ωραίο στον Τσέχωφ είναι ότι δεν δικαιώνει ούτε απορρίπτει κανέναν από τους ήρωές του. Αυτό που λέει ο Σερεµπριακόφ είναι ένα κίνηµα πολύ διαδεδοµένο στην εποχή µας. Αυτό το «κοιτάτε µπροστά, όχι πίσω» ή το «µη δίνετε βαρύτητα στα συναισθήµατά σας» ώστε «να είστε δυνατοί και αποτελεσµατικοί» είναι µια σύγχρονη προπαγάνδα από την οποία υποφέρουµε όλοι. Και µου κάνει εντύπωση που όλοι µας νοµίζουµε ότι ζούµε σε µια εποχή γεµάτη από κακά, πως όλοι µας ζούµε στη χειρότερη δυνατή εποχή, ενώ δεν ισχύει. Πάντα όλες οι εποχές είχαν τα δικά τους.

∆.Κ.: Και αυτός όµως βιώνει µια µαταίωση. Η ζωή έχει περάσει. Κοιτάει πώς να ζήσει µέσα από τους άλλους. Μιλάει για τους άλλους, εκπέµπει ζήλια, βρίσκεται πιο κοντά στον θάνατο από τους άλλους.

Ολοι οι ήρωες βουτάνε στην τραπεζαρία σε µια κοινή ψευδαίσθηση: όλα µπορούν να αλλάξουν.

Μ.Μ.: Καµωνόµαστε τους συµφιλιωµένους µε τη ζωή. Αλλά δεν µπορείς να συµφιλιωθείς µε τη ζωή αν δεν πονέσεις, αν δεν αποκτήσεις τραύµατα, αν δεν ξύσεις την πληγή.

Χρ.Λ.: Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι του µόχθου και της εργασίας που έχουν την αγωνία του αύριο και της επιβίωσης, που µάχονται για τη ζωή, είναι πιο συµφιλιωµένοι µε αυτή, µε τα πάνω της και τα κάτω της, απ’ όσους έχουν την πολυτέλεια απλώς να µιλάνε γι’ αυτή.

Ηρώ Μπέζου (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

∆εν θα έπρεπε ωστόσο να υπάρχει και η προοπτική για µια καλύτερη ζωή;

∆.Κ.: Μα σε όλους υπάρχει η προοπτική για µια καλύτερη ζωή. Στη Σόνια υπάρχει και η προοπτική της µετά θάνατον ζωής.

Η.Μπ.: Το «θα ζήσουµε» που λέει στο τέλος είναι προτροπή, δεν είναι πικρή συνειδητοποίηση. Και µάλιστα προτροπή που εµπεριέχει κόστος. ∆εν νοµίζω ότι είναι παραίτηση ή υποταγή στη µοίρα. Αυτή ίσως είναι η ερµηνεία του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου που έχει Instagram. Εµείς τα βλέπουµε και κάπως γραφικά. Το «θα ζήσουµε» για τη Σόνια είναι διέξοδος. Και ο θεός που επικαλείται είναι η προσδοκία της απονοµής δικαιοσύνης.

Χρ.Λ.: Για µένα είναι εξαιρετικά σοφό ότι ο Τσέχωφ έβαλε µια νεαρή, άπειρη ύπαρξη να έχει στο έργο τον ρόλο του Σίσυφου, να κουβαλάει κάθε µέρα την πέτρα της, να πέφτει και να σηκώνεται ξανά και ξανά. Και όπως οι απλοί άνθρωποι, έτσι και η µικρή Σόνια έχει καταλάβει από ψυχής ότι αυτός ο κόσµος έχει µια ισορροπία.

∆.Κ.: Στο τέλος ενώ µιλάει στον Θείο Βάνια απευθύνεται ουσιαστικά στον εαυτό της, µη δεχόµενη ότι µπορεί να υπάρχει µόνο αυτή η ζωή, σε µια ανθρώπινη ανάγκη για τη συνέχεια της ζωής.

Χρ.Λ.: Και µέσα από όλα αυτά αναδύεται αυτό που συµβαίνει εν γένει µε όλους τους ανθρώπους: να πιστεύουν ότι έχουν έναν εαυτό ανώτερο από αυτόν που ζουν. Η τραγωδία –ή, αν θέλετε, και η κωµωδία– ξεκινά από αυτή την προσπάθεια, να φτάσουν αυτό τον εαυτό και να βρουν σε αυτόν την αναγνώριση και την αποδοχή. Συνήθως –και αυτό συµβαίνει στον Τσέχωφ– ο άνθρωπος δεν φτάνει αυτό τον ανώτερο εαυτό και η ζωή τον ρίχνει κάτω.

Χρήστος Λούλης, Θεοδώρα Τζήμου, Ηρώ Μπέζου (© Κωνσταντίνος Τζούμας/Eurokinissi)

Ο «Θείος Τσέχωφ» είναι δράµα, κωµωδία ή και τα δύο; Το ερώτηµα αυτό κατατρώει τον θεατρικό κόσµο.

Χρ.Λ.: ∆εν νοµίζω ότι ο Τσέχωφ λέγοντας ότι τα έργα του είναι κωµωδίες είχε στο µυαλό του τη σηµερινή εκδοχή του όρου. Μιλώντας για τόσο βαριά –πυρηνικά, θα έλεγε κάποιος– πράγµατα δεν µπορεί να µη συµπεριλάβεις και τη βλακεία και τη γελοιότητα και σε αυτά αναφερόταν µε τον όρο κωµωδία.

Η.Μ.: Ανθρώπινες συµπεριφορές που παρακολουθώντας τες απέξω φαίνονται αστείες, ζώντας τες όµως τις βιώνεις στην τραγικότητά τους.

Μ.Μ.: Οι ήρωες του Τσέχωφ, όπως και οι ήρωες των µεγάλων κλασικών έργων, δεν λένε ποτέ ψέµατα. Ζουν πολύ βαθιά το δράµα τους και δεν µπλοφάρουν.

Θ.Τζ.: Οσο πιο βαθιά ζεις το δράµα σου τόσο πιο αστείος είσαι.

∆.Κ.: Για παράδειγµα, για µένα η πρώτη πράξη είναι ένα σύστηµα από αλλεπάλληλες γκάφες. Ολοι είναι τόσο γεµάτοι και απασχοληµένοι –µε µονοµανία, θα έλεγα– µε τον δικό τους στόχο που δεν συµπίπτουν πουθενά και αυτό είναι από µόνο του αστείο. Βεβαίως, όλα αυτά εξελίσσονται σε ξέσπασµα τροµερής βίας του ενός για τον άλλο. Και γι’ αυτό δεν παίζεται τίποτε κωµικά, αλλά προκύπτει ως γελοιότητα της ίδιας της ζωής.

Υπάρχει κάποιο αποτύπωμα που θέλετε να αφήσετε στον «Θείο Βάνια»;

Χρ.Λ.: Δεν ξέρω τι αποτύπωμα θα αφήσω στον ρόλο και για να είμαι ειλικρινής δεν αποζητώ να αφήσω κανένα αποτύπωμα. Το ζήτημα για μένα είναι να αφήσει ο Βάνιας αποτύπωμα σ’ εμένα και αυτή είναι η μεγάλη περιέργειά μου. Η αλήθεια είναι ότι ο ρόλος έχει παιχτεί από πολλούς σπουδαίους και μη ηθοποιούς και πάντα παραμονεύει η «ψείρα» του ανταγωνισμού, αλλά πραγματικά θέλω να μείνω έξω από αυτήν τη λογική.

Μ.Μ.: Η αλήθεια είναι ότι αυτό το έργο μας αφήνει αποτύπωμα. Και να μη θέλεις να μπεις βαθιά, το ίδιο το έργο σε οδηγεί σε μια άγρια ψυχοθεραπεία. Ο Τσέχωφ –χρόνια προτού συστηματοποιηθεί η ψυχανάλυση– μιλάει για θέματα που άπτονται αυτής, με αυτή την ακρίβεια χαρακτήρων και συμπεριφορών.

Δ.Κ.:  Στο τέλος για μένα αυτό που είναι συγκινητικό είναι ότι αφού όλοι έχουν ζήσει τις πολλαπλές τους διαψεύσεις, υπακούουν στο σύστημα που προτείνει η Μαρίνα, η οποία είναι το πρόσωπο που δομεί όλη την καθημερινότητά τους, ό,τι αυτό τελικά είναι και «ας ζήσουμε με αυτό». Είναι αυτή που πρώτη το ξεστομίζει σε ανύποπτη στιγμή και που είναι η κατακλείδα του έργου.

INF0

Ο «Θείος Βάνιας» του Αντον Τσέχοφ, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, ανεβαίνει στο θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα)

Documento Newsletter