Πολύχρωμα στιγμιότυπα της θερινής ανάπαυλας και (σχεδόν ψυχαναγκαστικής) ανεμελιάς στις Ηνωμένες Πολιτείες των 50s
Στα µέσα της δεκαετίας του 1950 οι Ηνωµένες Πολιτείες δεν ήταν ακριβώς µια φωτεινή χώρα. Φοβίες, φόβοι, ηθικές αναστολές, κοινωνικός φαρισαϊσµός κύκλωναν τη ζωή των κατοίκων της χώρας που ζούσαν την υπεροχή του χρώµατος του δέρµατός τους και της «ανοιχτής» κοινωνίας τους βουτηγµένοι στις νευρώσεις τους.
Οι παραδόσεις που κληροδότησαν οι πουριτανοί από τον 19ο αιώνα στη νέα χώρα συγκρούονταν µε την αντίληψη ότι ο εργαζόµενος επιβάλλεται να διακόψει από την εργασία του και να αποκοπεί από το δυναστευτικό πλαίσιο της καθηµερινότητας. Το πουριτανικό πρόταγµα «δουλειά, δουλειά, δουλειά και πάλι δουλειά για να παραµένει ικανοποιηµένος ο πλάστης της οικουµένης και να µη βρούµε κακούς µπελάδες» παρασύρθηκε από το παλιρροϊκό κύµα της εποχής της «µεγάλης κατάθλιψης» και του σφαγείου του Β΄ Παγκόσµιου Πολέµου.
Η οριζόντια διάχυση του πλούτου στην αµερικανική κοινωνία, η άδεια µετ’ αποδοχών, η αγορά αυτοκινήτου από την πλειονότητα του µεσοαστικού στρώµατος και η δηµιουργία µεγάλου εθνικού δικτύου δρόµων έδωσαν στην Αµερική την ώθηση να αποτινάξει τους φόβους και τις φοβίες της έστω και για λίγες µέρες τον χρόνο. Οι οικογένειες ετοίµαζαν τις αποσκευές τους, επιβιβάζονταν στις Buick, στα Ford, στις Chevrolet Bel Air, άφηναν πίσω τους τον τρόµο για τη βόµβα και το υπό κατασκευή ατοµικό τους καταφύγιο και κατευθύνονταν προς τις ακτές, τα βουνά ή τους «εθνικούς θησαυρούς» όπως το Γκραν Κάνιον, οι καταρράκτες του Νιαγάρα ή η Ουάσινγκτον. Για λίγες µέρες καµία ευθύνη δεν βάραινε το µυαλό και την ψυχή της µεσοαστικής Αµερικής· το γκρίζο µπορούσε να περιµένει την επιστροφή της και να συνεχίσει να κατατρώει τα σωθικά της «αγίας αµερικανικής οικογένειας» τις υπόλοιπες µέρες του χρόνου.
Το καλοκαίρι έκανε τους Αµερικανούς να πιστεύουν ότι όλα ήταν φωτεινά (όπως τραγουδούσε και ο Πολ Σάιµον στις αρχές των 70s) και πολύχρωµα. Και αυτό το αίσθηµα αποτύπωναν µε το φιλµ Kodachrome στις φωτογραφικές τους µηχανές. Ο µαζικός πολιτισµός που παραγόταν από τον Τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον κινηµατογράφο έδειχνε τον τρόπο που θα έπρεπε να υιοθετήσουν οι Αµερικανοί για να κάνουν την προβολή της ζωής τους. Και αυτοί το έκαναν πρόθυµα… µε µια φωτογραφική µηχανή πάντα δίπλα τους. Κόκκινο, ροζ, κίτρινο σε παστέλ αποχρώσεις, ψυχαναγκαστικά χαµόγελα, ανοίκεια οικειότητα µε µουσικό φόντο τη βελούδινη φωνή του Φράνκι… Οι Ηνωµένες Πολιτείες απαθανατίζουν τις διακοπές τους στα µέσα των 50s διασώζοντας µια µνήµη ψευδεπίγραφη, µια µνήµη επιβληµένη από τα Μέσα, µια µνήµη που µε την επιστροφή στην καθηµερινότητα θα ανακουφίζει τις αγωνίες των µεσοαστών.
Τα mid 50s των Ηνωµένων Πολιτειών στιγµατίστηκαν από τον θάνατο του Τζέιµς Ντιν –αλλά αυτός ήταν πολύ γρήγορος για να πεθάνει γέρος, έλεγε η µεσοαστική Αµερική, χωρίς ωστόσο να αντιλαµβάνεται πως το αγόρι από τα µεσοδυτικά ήταν ο ηλεκτρολυτικός πυκνωτής των αµερικανικών ψυχώσεων– και τον θάνατο του Τζάκσον Πόλοκ σε αυτοκινητικά δυστυχήµατα. Σε αυτούς ούτως ή άλλως οι υπάλληλοι µικρών και µεγάλων εταιρειών αντιπαρέβαλλαν τις λαµπερές περσόνες της Ντόρις Ντέι και του Ροκ Χάντσον και τις µοναχικές µορφές του Εντουαρντ Χόπερ και ονειρεύονταν ένα ελπιδοφόρο µέλλον για τα παιδιά τους. Οµως τα όνειρά τους θα βούλιαζαν στην κοιλάδα Ια Ντραγκ και στο Ντιεν Μπιεν Φου στο Βιετνάµ αρκετά χρόνια αργότερα όταν πλέον οι έγχρωµες φωτογραφίες από τις διακοπές τους στα 50s είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν.