Ο Μαρξ έγραφε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν τραγωδία και τη δεύτερη σαν φάρσα. Σήμερα, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία βαθαίνει, οι ΗΠΑ βρίσκονται εν μέσω μιας κρίσης που θυμίζει εποχές Τζίμι Κάρτερ. Ο τωρινός Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει επωμιστεί το βάρος της διαχείρισης μια σειράς από δυσεπίλυτες και αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις. Την ίδια ώρα η αντιπρόεδρός του Κάμαλα Χάρις φαίνεται ότι δεν έχει το ειδικό βάρος που θα της επέτρεπε να αναλάβει μεγαλύτερες ευθύνες αντικαθιστώντας τον ηλικιωμένο Αμερικανό πρόεδρο. Με άλλα λόγια, η «συγκατοίκηση» δεν συσπειρώνει, ενώ την ίδια ώρα οι Ρεπουμπλικάνοι και μάλιστα οι προσκείμενοι στον Ντόναλντ Τραμπ ετοιμάζονται για τη μεγάλη αντεπίθεση με ορίζοντα τις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου, κατά τις οποίες αναμένεται συρρίκνωση των δυνάμεων των Δημοκρατικών.
Οι δύο ταραγμένες προεδρίες των Δημοκρατικών
Το 1977 ο Δημοκρατικός πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ είχε καταφέρει να εκφράσει την κοινωνική δυσαρέσκεια στη μετά Νίξον και Φορντ εποχή. Οι ΗΠΑ τότε βρίσκονταν σε φάση ανασυγκρότησης και αναστοχασμού, καθώς η αποχώρηση από το Νότιο Βιετνάμ είχε προκαλέσει τη συνακόλουθη πτώση της Σαϊγκόν.
Ο Κάρτερ, λοιπόν, ερχόταν να εκφράσει μια νέα αρχή και υποσχόταν να επουλώσει τα τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος. Ομως η θητεία του στιγματίστηκε από τρία συγκλονιστικά γεγονότα: Ιρανική Επανάσταση (1979), πετρελαϊκή κρίση (1979-80) και σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν (1979). Ως εκ τούτου, η διακυβέρνηση των Δημοκρατικών απέτυχε παταγωδώς, αφού η οικονομία στραγγαλίστηκε από τη δυναμική του πληθωρισμού που προκάλεσε η πετρελαϊκή κρίση. Η τελευταία προκλήθηκε από την Ιρανική Επανάσταση, η οποία εκδίωξε τον σάχη, φυσικό σύμμαχο των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή. Οι τιμές του πετρελαίου αυτομάτως εκτοξεύτηκαν στα ύψη λόγω της αναταραχής και το κεϊνσιανό μεταπολεμικό οικονομικό μοντέλο, που είχε αρχίσει να δείχνει τα όριά του, άρχισε να βαριανασαίνει εξαιτίας του στασιμοπληθωρισμού. Η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός με τη σειρά τους δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τον καταποντισμό του Κάρτερ. Αντ’ αυτού ανήλθε ο Ρεπουμπλικάνος Ρόναλντ Ρίγκαν με το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα μείωσης του κρατικού οικονομικού αποτυπώματος και την άνοδο του αυταρχικού νεοσυντηρητικού κράτους.
Από την άλλη, ο Τζο Μπάιντεν εκλέχθηκε στον προεδρικό θώκο υποσχόμενος να επουλώσει τις πληγές της τραμπικής περιόδου. Παράλληλα, έκλεισε με ντροπιαστικό για την Ουάσινγκτον τρόπο τον πόλεμο του Αφγανιστάν. Συγχρόνως, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει επιταχύνει τις δυσμενείς τάσεις που είχαν αναδείξει τα απόνερα της πανδημίας. Συναπτές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, ανοδικός πληθωρισμός και κόστος της ενέργειας ήταν μερικές από τις προκλήσεις, οι οποίες πλέον έχουν μετατραπεί σε αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις. Εκ του αποτελέσματος ο πόλεμος έχει προκαλέσει μια γενικότερη κρίση που τείνει να μετατραπεί σε πολιτική. Οι Ρεπουμπλικάνοι διαβλέποντας μια ευκαιρία επανόδου μετά την εκλογική συντριβή του 2020 σκληραίνουν τη στάση τους έναντι του Μπάιντεν και χρεώνουν στην κυβέρνηση τα τοξικά απόβλητα των κρίσεων.
Το ρεπουμπλικανικό σχέδιο
Οι Δημοκρατικοί, όντας εγκλωβισμένοι, νιώθουν πως το μόνο περιθώριο άσκησης πολιτικής είναι η αποκάλυψη του παρασκηνίου της μοιραίας βραδιάς στο Κάπιτολ Χιλ, όταν πλήθος που απαρτιζόταν από υποστηρικτές του Τραμπ εισέβαλε στο Καπιτώλιο. Οι αντίπαλοι του Τραμπ επιχειρούν τις τελευταίες εβδομάδες να του χρεώσουν προσωπικά την όλη υπόθεση. Τα αμερικανικά ΜΜΕ έχουν σηκώσει ψηλά στην ατζέντα τους το εν λόγω θέμα, δίνοντας στις ακροάσεις της Γερουσίας το τηλεοπτικό prime time, γεγονός ιδιαίτερα σπάνιο για τις ΗΠΑ. Εντούτοις η δυναμική των Ρεπουμπλικάνων δεν φαίνεται να ανακόπτεται από αυτές τις εξελίξεις, μια και σχεδόν ο μισός πληθυσμός πιστεύει ότι τις εκλογές τις κέρδισε ο Τραμπ αλλά έχασε εξαιτίας της νοθείας του «κατεστημένου» των φιλελεύθερων ελίτ που στήριξαν τον Μπάιντεν. Ως συνέπεια αυτού του αφηγήματος κεντρικά στελέχη των Ρεπουμπλικάνων έχουν ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα λεγόμενα και τις απαιτήσεις του Τραμπ. Αν κάποιος παρεκκλίνει από τη γραμμή, κινδυνεύει να μην εκλεγεί. Αυτό διότι ο Τραμπ παρά την ήττα του το 2020 παραμένει ο ισχυρότερος παράγοντας στο «μέγα παλαιό κόμμα» και θεωρείται αυτονόητο πως θα διεκδικήσει ξανά τα σκήπτρα της αμερικανικής προεδρίας στις επόμενες εκλογές που θα διεξαχθούν τον Νοέμβριο του 2024.
Οι ελπίδες του Μπάιντεν
Απέναντι στη δυναμική αυτή η προεδρία Μπάιντεν μοιάζει άνευρη και χρεώνει τα δεινά της κρίσης αποκλειστικά στον Βλαντίμιρ Πούτιν. Παρότι ο Πούτιν σίγουρα έχει μεγάλη ευθύνη για τα τεκταινόμενα, οι Αμερικανοί λίγο ενδιαφέρονται για το φταίξιμο και αναζητούν απαντήσεις σε μια ομολογουμένως εκρηκτική συγκυρία που συνεχώς συρρικνώνει το βιοτικό τους επίπεδο. Αν και οι ίδιοι δεν έχουν χτυπηθεί όσο οι Ευρωπαίοι, βιώνουν τον πληθωρισμό και την ακρίβεια στο πετσί τους. Συνεπώς μια ενδεχόμενη ήττα των Δημοκρατικών στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου θα ανοίξει την πόρτα για την επάνοδο του Τραμπ στην εξουσία. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στο να αντιστρέψει το κλίμα επενδύοντας στις σχέσεις της με τις μοναρχίες του Κόλπου, ελπίζοντας να τις πείσει να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου. Παρομοίως πράττει και με τη Βενεζουέλα, όπου επιδιώκεται συνεννόηση με τον άλλοτε «τύραννο» Βενεζουελάνο πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο ώστε να αυξηθεί και εκεί η πετρελαϊκή παραγωγή. Εάν οι Αμερικανοί τα καταφέρουν, τότε η τιμή του «μαύρου χρυσού» θα αποκλιμακωθεί, παρασέρνοντας και τον πληθωρισμό.