Μετά την πίεση της Ρωσίας στην Ουκρανία και την απειλή ακόμη και διάλυσης της πρώην σοβιετικής χώρας οι σχέσεις της Μόσχας με τις δυτικές δημοκρατίες έχουν πέσει σε νέο χαμηλό. Χώρες ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού επιβάλλουν κυρώσεις και απελαύνουν διπλωμάτες σε ένδειξη δυσαρέσκειας και δυσπιστίας απέναντι στον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Οι επιπλέον κυρώσεις που ανακοίνωσαν στις 15 Απριλίου οι ΗΠΑ απελαύνοντας παράλληλα Ρώσους διπλωμάτες περιλαμβάνουν νέους περιορισμούς στη δυνατότητα αμερικανικών εταιρειών να επενδύσουν στο ρωσικό εθνικό χρέος και αποκλεισμό 40 ατόμων και εταιρειών επειδή στήριξαν τις σκιώδεις δραστηριότητες του Κρεμλίνου στο εξωτερικό.
Στο πλαίσιο ενός ευρέος πακέτου μέτρων η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν επέβαλε κυρώσεις σε σημαντικούς θεσμούς της χώρας όπως η Κεντρική Τράπεζα και το υπουργείο Οικονομικών. Επίσης έβαλε στη «μαύρη λίστα» μια σειρά από πρόσωπα που έχουν σχέση με την προσάρτηση της Κριμαίας, την παρεμβολή στις αμερικανικές εκλογές και την κυβερνοεπίθεση στην εταιρεία τεχνολογίας SolarWinds που εξέθεσε ευαίσθητα δεδομένα της αμερικανικής κυβέρνησης στο κοινό.
Απελάσεις στην Ευρώπη
Η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως το συνηθίζει ακολουθεί τις ΗΠΑ στις ενέργειες κατά της Ρωσίας. Τις τελευταίες εβδομάδες έχει ξεσπάσει ένα πραγματικό μπαράζ απελάσεων Ρώσων διπλωματών, κυρίως από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Η αιτία για τις απελάσεις, όπως διατυπώθηκε ευθέως από Τσεχία και Βουλγαρία και εμμέσως από την Πολωνία, είναι ότι η δράση των Ρώσων διπλωματών θεωρήθηκε αντίθετη προς τα συμφέροντα της χώρας που τους φιλοξενούσε. Το Κρεμλίνο πάντως αρνήθηκε τις κατηγορίες.
Στην ΕΕ υπάρχουν και αντίθετες φωνές. Οι πιο επιφανείς από αυτές είναι ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας και ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς, που υποστηρίζουν ότι περαιτέρω κυρώσεις δεν έχουν αποτέλεσμα και ότι πλέον είναι καιρός για αποκλιμάκωση και διάλογο.
Το «δόγμα Μπάιντεν»
Ο Ντόναλντ Τραμπ κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι ήταν πολύ ανεκτικός απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες όπως ο Πούτιν και ο Ερντογάν. Με το που ανέλαβε τα καθήκοντά του ο Μπάιντεν έκανε σαφές ότι θα ακολουθήσει πιο πραγματιστική αντίληψη στην αντιμετώπιση των θεωρούμενων ως αυταρχικών καθεστώτων: Ρωσία, Κίνα, Βόρεια Κορέα και Τουρκία.
Προσπαθεί να εκτελέσει ένα πολιτικό ακροβατικό νούμερο, ισορροπώντας μεταξύ της υπόσχεσής του να θέσει στον πυρήνα της εξωτερικής πολιτικής του τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων όπου είναι δυνατό, όπως π.χ. με την επέκταση της συμφωνίας για τα πυρηνικά με τη Ρωσία και τη σύνοδο για το κλίμα με την Κίνα. Αυτό αποτυπώνεται με σαφή τρόπο στην ενδιάμεση στρατηγική οδηγία για την εθνική ασφάλεια, όπου την εξωτερική πολιτική συμπληρώνει η ισχυρή εγχώρια ανάπτυξη.
Πραγματιστική εξωτερική πολιτική και ισχυρή εγχώρια κατανάλωση φαίνεται να συνιστούν τα θεμελιώδη στοιχεία ενός πρωτόλειου «δόγματος Μπάιντεν».
Διαμάχη αποδυνάμωσης
Φυσικά η πάλη για την παγκόσμια ηγεμονία δεν είναι κάτι καινούργιο. Δύση και Ρωσία ακολουθούν τακτικές αποδυνάμωσης του αντιπάλου για την εξασφάλιση σφαιρών επιρροής από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Παραδοσιακή είναι η ρωσική πολιτική απομάκρυνσης συμμάχων και φίλων της Δύσης, ακόμη και μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Η Ρωσία έχει προσεγγίσει στο οικονομικό και διπλωματικό πεδίο την Ουγγαρία, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ. Έχει επίσης επιδιώξει να αποδυναμώσει τη Δύση όπου είναι δυνατόν: στη Σερβία, χώρα υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, πέρα από τα ρωσικά εμβόλια, με τα οποία διεξάγει επιτυχημένη καμπάνια, λειτουργεί από πέρυσι ρωσικό γραφείο στρατιωτικού συνδέσμου με το υπουργείο Αμυνας.
Με τον Nord Stream 2 έχει καταφέρει να δημιουργήσει ρήγμα στις σχέσεις της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, της Γερμανίας, με τις ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν την έχει χαρακτηρίσει «κακή συμφωνία», αφού φοβάται ότι η Ευρώπη θα εξαρτιέται περισσότερο από το ρωσικό φυσικό αέριο, ενώ οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει σειρά κυρώσεων για τη διακοπή της κατασκευής του.
Ο αγωγός διχάζει ακόμη και τη γερμανική κυβέρνηση, καθώς η Ανεγκρέτ Κραμπ-Κάρενμπαουερ αμφιβάλλει για τη χρησιμότητά του ενώ η Ανγκελα Μέρκελ τον υπερασπίζεται. Υπάρχουν και φωνές όπως του Βόλφγκανγκ Ισινγκερ, Γερμανού διπλωμάτη και πρώην πρέσβη στις ΗΠΑ, ο οποίος γράφει στο Foreign Affairs ότι ο αγωγός πρέπει να γίνει μοχλός πίεσης προς τον Πούτιν αντί να θεωρείται μειονέκτημα.
Πρόβλημα για όλους
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ επέβαλαν κυρώσεις στη Ρωσία και προσπάθησαν να την απομονώσουν διπλωματικά. Τουλάχιστον για την ΕΕ αρχικός στόχος των κυρώσεων δεν ήταν απαραίτητα η αποδυνάμωση της Ρωσίας αλλά η παροχή κινήτρων για να σταματήσει να αποσταθεροποιεί την Ουκρανία.
Καθώς η Ρωσία συνέχισε την τακτική αποσταθεροποίησης εκεί, οι κυρώσεις παρέμειναν και σταδιακά εξελίχθηκαν, σε κάποιο βαθμό ακούσια, σε εργαλείο αποδυνάμωσης της Ρωσίας. Με τις κυρώσεις που ισχύουν η χώρα σίγουρα όχι μόνο έχει λιγότερες πιθανότητες να εκσυγχρονίσει την οικονομία της, αλλά και λιγότερα χρήματα για να επενδύσει στον στρατό ή στους συμμάχους της.
Ωστόσο η μάχη αυτή είχε και απρόοπτα αποτελέσματα: την άνοδο των λαϊκιστών στις ΗΠΑ, στη Μεγάλη Βρετανία και σε ολόκληρη την ΕΕ, που έχει προκαλέσει τεράστια ζημιά στην αξιοπιστία, τη συνοχή και την ικανότητα άσκησης συνεπούς εξωτερικής πολιτικής της Δύσης. Με τη σειρά της η ηγεσία της Ρωσίας έχει υποτάξει τους πόρους και το οικονομικό μέλλον της χώρας στην εξωτερική πολιτική και στους στρατιωτικούς στόχους σε μεγάλο μέρος του κόσμου.