ΗΠΑ: Προώθηση παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου για τη χρηματοδότηση της «μετά κορονοϊού ανάπτυξης»

Ο πρόεδρος των Η.Π.Α Τζο Μπάιντεν και η Υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν σχεδιάζουν μία νέα συμφωνία για έναν παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο της τάξεως του 21% για τις εταιρείες. Κυβερνήσεις φορολογικών-παραδείσων όπως η Ιρλανδία πιέζουν για συμβιβασμό ή και ακύρωση του σχεδίου.

Η Γέλεν έριξε την πρώτη «σφαίρα του πολέμου» στις 23 Μαρτίου σε επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων λέγοντας ότι οι ΗΠΑ θέλουν να σταματήσουν την «παγκόσμια κούρσα» μείωσης των εταιρικών φόρων ώστε να καταστούν ξανά ελκυστικός προορισμός για τις εταιρείες. Ο Τζέικ Σάλλιβαν, σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Μπάιντεν, έγραψε σχετικά στο Twitter: «Οι ΗΠΑ είναι αφοσιωμένες να τερματίσουν την κούρσα προς τον πάτο των εταιρικών φόρων και να αποτρέψουν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν θέσεις εργασίας σε χώρες του εξωτερικού».

Η αμερικανική κυβέρνηση θα επιχειρήσει να προωθήσει το σχέδιο της σε συνεννόηση με τις χώρες του G20, δίνοντας τέλος σε μία τριαντάχρονη καθοδική πορεία των φόρων, όπως υπενθύμισε η Γέλεν. Οι λόγοι προφανώς δεν είναι αποτέλεσμα ενδοσκοπικής αυτοκριτικής και αναστοχασμού αλλά αναγκαιότητας. Η οικονομική κρίση που ακολούθησε την υγειονομική κρίση του Covid-19 δημιούργησε τόσο οικονομική αποσταθεροποίηση της πραγματικής οικονομίας, όσο και τις προϋποθέσεις προωθημένων συζητήσεων υπέρβασης της. Άλλωστε, η πρόταση εισάγεται στον δημόσιο διάλογο σε μία συγκυρία που η αύξηση των φόρων (αν και όχι ιδιαίτερα μεγάλη) που πληρώνει το μεγάλο κεφάλαιο αποτελεί προϊόν κεντρικού σχεδιασμού της αμερικανικής κυβέρνησης ώστε να χρηματοδοτηθεί η ανάκαμψη.

Εισάγοντας τον παγκόσμιο ελάχιστο εταιρικό φόρο, οι ΗΠΑ επί της ουσίας επιχειρούν να αντιστρέψουν την αρνητική τάση μεταφοράς θέσεων εργασίας στο εξωτερικό, την κατοχύρωση πατεντών (λογισμικού, φαρμάκων και πνευματικά δικαιώματα) σε ξένο έδαφος και να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά σχέδια τους για φυσικές και «ανθρώπινες» υποδομές (2.3 τρις δολάρια υπολογίζεται το κόστος του σχεδίου). Η πρώτη κατηγορία των επενδύσεων εμπίπτει σε πιο «παραδοσιακές» μορφές επενδύσεων όπως οι γέφυρες, οι δρόμοι και τα αεροδρόμια ενώ η δεύτερη συμπεριλαμβάνει πτυχές όπως οι κοινωνικές δαπάνες και η επανακατάρτιση εργαζομένων.

Το ΔΝΤ, δια στόματος της κύριας οικονομολόγου του Τζίτα Γκόπμαθ, από τη μεριά του τοποθετήθηκε θετικά στο συγκεκριμένο σχέδιο λέγοντας ότι είναι «μεγάλη ανησυχία για τους ίδιους». «Παραμένουμε δεσμευμένοι στην εξασφάλιση ότι όλες οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου των ψηφιακών, θα πληρώσουν το δίκαιο μερίδιο των φόρων τους» δήλωσε ο εκπρόσωπους Τύπου της Κομισιόν, Νταν Φερριέ, εκφράζοντας την θετική στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παρόμοια στάση έχουν λάβει και οι Υπουργοί Οικονομικών της Γερμανία και της Γαλλίας. Αντίθετη άποψη έχει η Παγκόσμια Τράπεζα όπως γνωστοποίησε ο επικεφαλής της, Ντέιβιντ Μάλπας. Ο ίδιος δεν συμφωνεί πως οι νέοι κανόνες θα βελτιώσουν τα επίπεδα των επενδύσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες διότι θεωρεί τον προτεινόμενο φόρο υψηλό.

Το σχέδιο θα πλήξει τις χώρες που είχαν δομήσει την αναπτυξιακή αρχιτεκτονική τους στην παροχή «φορολογικού ασύλου» στις μεγάλες πολυεθνικές. Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ολλανδία, η Ουγγαρία, η Λουξεμβούργο και η Σλοβακία θα βρεθούν στο στόχαστρο, αποστερώντας τους από θέσεις εργασίας και κέρδη αφού θα έχει χαθεί το κίνητρο παραμονής για τις πολυεθνικές. Ο εταιρικός φόρος στο Λουξεμβούργο απαριθμείται στο 2%, 10% στην Ολλανδία, 9% η Ουγγαρία και 12.5% η Ιρλανδία.

Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όπως η Facebook, η Apple και η Microsoft έχουν την έδρα τους στην Ιρλανδία και εκμεταλλεύονται το ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή επιτροπή έχει κατηγορήσει την Apple ότι ορισμένες φορές απέδιδε μόλις το 0.005% των κερδών σε φόρους. Την εταιρεία είχε σπεύσει να υπερασπιστεί η ιρλανδική κυβέρνηση. Ο ιρλανδός Υπουργός Οικονομικών, Πασκάλ Ντοχόε έχει ήδη τοποθετηθεί αρνητικά στο ενδεχόμενο αύξησης των φόρων και επιμένει ότι οποιαδήποτε συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει τον ιρλανδικό φόρο του 12.5%.

Η πρόταση Μπάιντεν-Γέλεν είναι εξόχως σημαντική διότι φιλοδοξεί να αντιστρέψει μία αρνητική πορεία 40 χρόνων στα δημόσια οικονομικά, περιορίζοντας τους φορολογικούς παραδείσους και δίνοντας χρηματοδοτικά εργαλεία στις κυβερνήσεις για την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση. Σίγουρα υπάρχουν νικητές και χαμένοι αλλά τα κεφάλαια που παραμένουν αποθησαυρισμένα θα κινητοποιηθούν για αναπτυξιακές επενδύσεις. Υπολογίζεται ότι οι κυβερνήσεις χάνουν 200 με 600 δις δολάρια, βάση υπολογισμών του ΔΝΤ και του ΟΟΣΑ αντίστοιχα, δηλαδή περίπου του 10-15% του ετήσιου παγκόσμιου εταιρικού τζίρου όπως διαπιστώνει ο ΟΟΣΑ.

Η ιστορία της μείωσης φόρων εκκινά άρχισε από τη δεκαετία του ‘80 και επιταχύνεται τη δεκαετία ‘90. Τα πολιτικά γεγονότα που οδηγούν σε αυτή την εξέλιξη συνοπτικά είναι:

1) αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία του Bretton Woods (1971),

2) η κρίση του πετρελαίου (1973) και

3) η πτώση του σοβιετικού μπλοκ (‘89-‘91).

Η νεοφιλελεύθερη «έφοδος στον ουρανό» επικυρώθηκε και παγιώθηκε πολιτικά μετά τη κυριαρχία, συντηρητικών πολιτικών (Θάτσερ, Ρέιγκαν) αλλά και προοδευτικών πολιτικών (Μπλερ, Κλίντον), οι οποίοι συνέκλιναν στο κέντρο.

Εκείνη τη περίοδο σηματοδοτείται η δημιουργία μιας κοινής ιδεολογικής συνισταμένης με βάση έναν οικονομικό άξονα του ελεύθερου εμπορίου, της μείωσης φόρων, της άρσης των δασμών, των κεφαλαιακών ελέγχων και των αποκρατικοποιήσεων τομέων της οικονομίας.

Ο νεοφιλελευθερισμός λειτούργησε «ως ένα πολιτικό πρόγραμμα για την επανεδραίωση των συνθηκών της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της παλινόρθωσης της δύναμης των οικονομικών ελίτ», η οποία με τη σειρά της οδήγησε σε μια νέου τύπου καπιταλιστική συσσώρευση, την «συσσώρευση δια της αφαίρεσης» όπως σημειώνει ο David Harvey (2007:45, 209-213).

Ετικέτες