Σημαντικό κενό στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της χειραφέτησης των γυναικών αφήνει ο θάνατος του μέλους του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, προσφέροντας παράλληλα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στον Ντόναλντ Τραμπ να μεγεθύνει ακόμα περισσότερο τη συντηρητική πλειοψηφία στο κορυφαίο όργανο του αμερικανικού συστήματος δικαιοσύνης.
Το μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου από το 1993, ανυποχώρητη υπερασπίστρια των δικαιωμάτων των γυναικών και των φιλελεύθερων αξιών στο σώμα, πέθανε χθες Παρασκευή σε ηλικία 87 ετών από επιπλοκές του μεταστατικού καρκίνου στο πάγκρεας από τον οποίο είχε διαγνωστεί πως έπασχε, διευκρίνισε το δικαστήριο.
Η Γκίνσμπεργκ, παιδί φτωχής οικογένειας από το Μπρούκλιν, ήταν εκπληκτικά δημοφιλής στις ΗΠΑ, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για οποιοδήποτε μέλος του εννεαμελούς Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό οφείλεται στο ότι η δικαστικός υπήρξε πρωτοπόρος στον αγώνα για τη χειραφέτηση των γυναικών τη δεκαετία του 1970, αλλά και στη στράτευσή της σε άλλα ζητήματα κοινωνικής προόδου, όπως για παράδειγμα οι αμβλώσεις, ή οι γάμοι μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαδραματίζει ρόλο καίριας σημασίας στη χάραξη της πολιτικής στη χώρα για κοινωνικά ζητήματα, από τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ως το ζήτημα της οπλοκατοχής, από τις θρησκευτικές ελευθερίες ως τη θανατική ποινή και τις προεδρικές εξουσίες. Ήταν αυτό που νομιμοποίησε το 1973 τις αμβλώσεις σε όλη τη χώρα – απόφαση που ορισμένοι συντηρητικοί δεν κρύβουν την ανυπομονησία τους να ανατρέψουν – και επέτρεψε το 2015 τους γάμους προσώπων του ίδιου φύλου σε όλες τις ΗΠΑ.
Η απώλεια της Γκίνσμπεργκ ενδέχεται να οδηγήσει σε δραματική μεταβολή της ιδεολογικής ισορροπίας στο σώμα, όπου οι συντηρητικοί δικαστικοί είχαν ως τώρα πλειοψηφία 5 έναντι 4, μετακινώντας το Ανώτατο Δικαστήριο ακόμη πιο δεξιά.
Το πρόσωπο που θα την αντικαταστήσει, θα πρέπει να εξασφαλίσει την έγκριση της Γερουσίας, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι διατήρησαν την πλειοψηφία τους στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018.
Ο Τραμπ έχει προχωρήσει ήδη σε δύο – πρακτικά ισόβιους – διορισμούς συντηρητικών δικαστικών στο σώμα: αυτόν του Νιλ Γκόρσατς (2017) και αυτόν του Μπρετ Κάβανο (2018) και σύμφωνα με το ABC News, που επικαλείται ενημερωμένες πηγές τις οποίες πάντως δεν κατονόμασε, ο Αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να ανακοινώσει εντός ημερών, ποιο πρόσωπο προτείνει να αντικαταστήσει την Γκίνσμπεργκ.
Σύμφωνα πάντως με το NPR, η Γκίνσμπεργκ υπαγόρευσε πριν πεθάνει μια δήλωση στην εγγονή της, τονίζοντας πως ο «πιο διακαής πόθος μου είναι να μην αντικατασταθώ προτού αναλάβει νέος πρόεδρος».
Ο Τραμπ – ο οποίος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2016 είχε απαιτήσει η Γκίνσμπεργκ να παραιτηθεί και την είχε επικρίνει επανειλημμένα – αποκτά πλέον τη δυνατότητα να μεταμορφώσει το Ανώτατο Δικαστήριο περισσότερο από οποιονδήποτε πρόεδρο μετά τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, που είχε κάνει επίσης τρεις διορισμούς σε αυτό τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην εξουσία το 1980, μετακινώντας το σώμα και τότε προς τα δεξιά. Τόσο ο πρόεδρος, όσο και ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας Μιτς Μακόνελ θεωρούν την αλλαγή ισορροπίας στο Ανώτατο Δικαστήριο προτεραιότητα.
Παρατηρητές εκτιμούν πως ο Τραμπ θα επιλέξει γυναίκα και θα αδράξει την ευκαιρία να συνεγείρει το συντηρητικό ακροατήριό του.
Από την πλευρά του, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Γερουσίας διαβεβαίωσε ότι θα οργανώσει ψηφοφορία στην άνω Βουλή του αμερικανικού Κογκρέσου αμέσως μόλις ο αρχηγός του Κράτους ορίσει τον υποψήφιο αντικαταστάτη ή την υποψήφια αντικαταστάτρια της Γκίνσμπεργκ στο εννεαμελές Ανώτατο Δικαστήριο.
«Είχαμε υποσχεθεί να συνεργαστούμε με τον πρόεδρο Τραμπ και να υποστηρίξουμε το πρόγραμμά του», συμπεριλαμβανομένων «των εξαίρετων επιλογών του για την πλήρωση θέσεων ομοσπονδιακών δικαστών», τόνισε ο Μιτς Μακόνελ σε ανακοίνωσή του. «Για άλλη μια φορά, θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας», συνέχισε, προσθέτοντας πως «θα γίνει ψηφοφορία» στη Γερουσία για να εγκριθεί ο διορισμός, ακόμη κι αν αυτός ανακοινωθεί πριν από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο κατάλογος των δυνητικών υποψηφιοτήτων είναι σύντομος και συμπεριλαμβάνει το όνομα τουλάχιστον μιας γυναίκας.