Αποκωδικοποιώντας το αποτέλεσμα της αμερικανικής κάλπης
Παρά τις δικαστικές διαμάχες και όλο το δράμα και τα παρατράγουδα που πιθανόν να συμβούν, ο Τζο Μπάιντεν είναι ο επόμενος, 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ. Η Κάμαλα Χάρις θα είναι η πρώτη γυναίκα και η πρώτη μαύρη αντιπρόεδρος.
Η λαϊκή συμμετοχή
Η διαφορά του Τζο Μπάιντεν από τον Ντόναλντ Τραμπ, με καταμετρημένο το 98% των ψήφων, είναι σήμερα στο 3,7% και αυτή η διαφορά αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω. Ο Μπάιντεν έχει ήδη λάβει περίπου 79 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερες από κάθε άλλο υποψήφιο στην ιστορία των ΗΠΑ και περίπου 6 εκατ. περισσότερες από τον απερχόμενο πρόεδρο Τραμπ. Ολα αυτά σε μια άκρως πολωτική αναμέτρηση, στην οποία η λαϊκή συμμετοχή έχει υπολογιστεί ότι θα αγγίξει το 67%, το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών από το 1900.
Σε τέτοιες συνθήκες συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία δεν είναι άσχετο ότι οι δημοσκοπήσεις πάλι έπεσαν έξω σε ποσοστό περίπου 4%, ευνοϊκότερες για τον Μπάιντεν. Ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ είχε προειδοποιήσει λίγες μέρες πριν από τις εκλογές ότι η ψήφος υπέρ του Τραμπ έχει υποτιμηθεί στις δημοσκοπήσεις και είχε προβλέψει με σχετική ακρίβεια ένα περιθώριο σφάλματος τεσσάρων μονάδων. Οι δημοσκόποι απέτυχαν ακόμη μία φορά να πιάσουν μερίδα ψηφοφόρων του Τραμπ που είναι πολύ καχύποπτοι για το «βαθύ κράτος», όπως το αντιλαμβάνονται, που τους καλεί και τους ρωτάει για ποιον ψηφίζουν. Ο Τραμπ έχει ήδη πάρει 73 εκατ. ψήφους, 9 εκατ. παραπάνω από ό,τι το 2016, ενώ ο Μπάιντεν έχει ήδη 13 εκατ. παραπάνω ψήφους από ό,τι η Χίλαρι Κλίντον.
Το φαινόμενο της πρωτοφανούς λαϊκής συμμετοχής μπορεί πιο ολοκληρωμένα να εξηγηθεί από μια «διπλή κίνηση» που έφερε στις κάλπες και στο προσκήνιο της ιστορίας νέες μάζες και για τις δύο αντιπαρατιθέμενες πλευρές, τραμπικούς και αντιτραμπικούς. Οταν οι αγορές θεριεύουν, αυτονομούνται από την κοινωνία και θέλουν να… καταπιούν τις κοινωνικές ανάγκες σε παιδεία, υγεία, εργασία, κοινωνική προστασία, τότε οι άνθρωποι αντιστέκονται και επιλέγουν αντίρροπες πολιτικές, όχι κατά ανάγκη προοδευτικές.
Το φαινόμενο Τραμπ
Λίγοι άνθρωποι τον περασμένο Μάρτιο πίστευαν ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να χάσει τις εκλογές από έναν άνθρωπο που μπόρεσε να ενώσει τους διχασμένους Δημοκρατικούς αλλά θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι σκορπούσε ρίγη συγκίνησης. Και εκεί που ο Μπάιντεν διέθετε ένα χλωμό προφίλ, ως αναπόσπαστο μέρος ενός «κουρασμένου πολιτικού κατεστημένου, εμφανίστηκε ο κορονοϊός σαν από μηχανής θεός. Ο αστάθμητος παράγοντας της πανδημίας, η συνεπαγόμενη οικονομική ύφεση και το μαζικότερο αντιρατσιστικό κίνημα – με τον αποτρόπαιο φόνο του Τζορτζ Φλόιντ– από το 1968 άλλαξαν αίφνης και άρδην το πολιτικό σκηνικό. Η δε αντιεπιστημονική διαχείριση της πανδημίας από τον πρόεδρο Τραμπ καθώς και οι καταστροφικές επιπτώσεις της με τους δεκάδες χιλιάδες νεκρούς έσβησαν ουσιαστικά τις ελπίδες νίκης για τους Ρεπουμπλικάνους.
Στις προκριματικές εκλογές ο Μπάιντεν είχε κερδίσει καθαρά τη μάχη για το χρίσμα των Δημοκρατικών απέναντι στη διχασμένη αριστερή εσωκομματική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος (Μπέρνι Σάντερς και Ελίζαμπεθ Ουόρεν). Εν συνεχεία ο Μπάιντεν φάνηκε να είναι δεκτικός στο να συνενώσει τη δεξιά και αριστερή πτέρυγα του κόμματος, ενσωματώνοντας την επιλογή για δημόσια υγειονομική ασφάλιση ως επέκταση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Ομπάμα στον χώρο της υγείας, τη στροφή στην πράσινη ενέργεια, τον διπλασιασμό του κατώτατου μεροκάματου, ένα μεγάλο πρόγραμμα για δημόσια έργα υποδομών, τη διαγραφή χρεών ύψους δισ. δολαρίων από φοιτητικά δάνεια, τη μεταρρύθμιση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης για τη μείωση των φυλετικών ανισοτήτων, το σταμάτημα της κατασκευής τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, την αύξηση φόρων σε νοικοκυριά με ετήσιο εισόδημα άνω των 400.000 δολαρίων κ.ά. Αυτή η δεκτικότητά του προς τα αριστερά έπαιξε σημαντικό οργανωτικό ρόλο για την παγίωση του αντιτραμπικού πόλου στις εκλογές. Ο βαθμός φυσικά στον οποίο θα εφαρμόσει αυτή την ατζέντα είναι ανοιχτό ζήτημα.
Θα ήταν μεγάλη υπερβολή να πούμε ότι τις εκλογές τις πήρε απλώς ο Μπάιντεν ή το πρόγραμμά του. Τις εκλογές τις έχασε κυρίως ο Τραμπ. Μερίδα μορφωμένων μετριοπαθών Ρεπουμπλικάνων δεν ψήφισαν κυρίως υπέρ του Τζο Μπάιντεν, ψήφισαν κατά του Τραμπ. Σε μια δημοσκόπηση που παρουσίασε το CNBC στις 2 Νοέμβρη, την προηγουμένη της καταληκτικής ημέρας των εκλογών, το 54% όσων ψήφιζαν Μπάιντεν δήλωνε ότι ψήφιζε κυρίως ενάντια στον Τραμπ. Αντιθέτως, στη ρεπουμπλικάνικη ψήφο το 84% δήλωνε ότι ψήφιζε υπέρ του Τραμπ. Η ρεπουμπλικάνικη ψήφος ήταν συντριπτικά εκλογική έκφραση του τραμπικού φαινομένου, ενώ η ψήφος υπέρ του Μπάιντεν ήταν εκλογική έκφραση κυρίως του αντιτραμπικού φαινομένου.
Η κοινωνική διάσταση
Τα exit polls των εκλογών του 2020 δείχνουν ότι οι χαμηλόμισθοι ψηφοφόροι με ετήσιο οικογενειακό εισόδημα κάτω των 50.000 δολαρίων ψήφισαν Μπάιντεν με διαφορά περίπου οκτώ μονάδων. H μετατόπιση της οικονομικής ατζέντας την οποία ανέδειξε η αριστερή πτέρυγα ίσως ήταν παράγοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Μπάιντεν κέρδισε πέντε από τις επτά βιομηχανικές μεσοδυτικές πολιτείες, παίρνοντας πίσω τρεις αμφίρροπες πολιτείες (Μίσιγκαν, Πενσιλβάνια και Ουισκόνσιν). Αυτήν τη φορά η νέα άνοδος του Τραμπ δεν προήλθε από τη λευκή βιομηχανική εργατική τάξη των μεσοδυτικών πολιτειών, όπως το 2016. Μια τέτοια ανάλυση θα ήταν τέσσερα χρόνια καθυστερημένη.
Από ποια κοινωνικά στρώματα προήλθε κυρίως η νέα άνοδος του Τραμπ σε ψήφους; Ισως από δύο νέες πηγές. Πρώτον, από τμήματα της μεσαίας τάξης, κυρίως της ανώτερης μεσαίας τάξης, που επωφελήθηκαν από την εκρηκτική άνοδο του χρηματιστηρίου, με μια άνοδο του Dow Jones από τις 19.000 μονάδες τον Νοέμβριο του 2016 στις 28.500 μονάδες τον Δεκέμβριο του 2019. Είναι απίθανο να ωφελήθηκε από αυτή την άνοδο η λευκή εργατική τάξη. Το πιο πιθανό είναι ότι ωφελήθηκαν οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις και ως έναν βαθμό οι λεγόμενες επαγγελματικές ομάδες κ.λπ. Μια ανάλυση των «Financial Times» δείχνει ότι υπήρχε σημαντική μετατόπιση στα νοικοκυριά που είχαν μεικτό ετήσιο μισθό άνω των 100.000 από τους Δημοκρατικούς προς τον Τραμπ.
Δεύτερον, η ίδια ανάλυση των «Financial Times» δείχνει καθαρά ότι η απόλυτη και ποσοστιαία άνοδος του Τραμπ μπορεί να εξηγηθεί από τους παφλασμούς του κύματος του 2016 μεταξύ των ισπανόφωνων αντρών και γυναικών, των ασιατικής καταγωγής καθώς και των μαύρων αντρών.
Τα exit polls δείχνουν ότι το 2020 έχουμε έναν επαναπατρισμό ψηφοφόρων της λευκής εργατικής τάξης των μεσοδυτικών πολιτειών στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ενα προβληματικό σημείο σε αυτές τις αναλύσεις είναι ότι ενώ «λευκή εργατική τάξη» θεωρούνται οι «λευκοί χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο», σε πολλές πολιτείες σε αυτή την ομάδα συμπεριλαμβάνονται αγρότες και μικροεπαγγελματίες. Ακόμη παραγνωρίζονται το εισοδηματικό κριτήριο και η κατοχή πλούτου. Στο βιομηχανικό Μίσιγκαν που περιλαμβάνει το Ντιτρόιτ, το κέντρο της αυτοκινητοβιομηχανίας, στις εκλογές του 2020 η υπεροχή του Τραμπ στους λευκούς (άντρες και γυναίκες) χωρίς πτυχίο ήταν πολύ πιο ασθενής.
Μέρος της ρητορικής του Τραμπ στρεφόταν ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Τον Ιούνιο του 2016 στην Πενσιλβάνια ο Τραμπ δήλωνε: «Οι πολιτικοί μας ακολουθούν επιθετικά μια πολιτική παγκοσμιοποίησης, μεταφέροντας τις θέσεις εργασίας, τον πλούτο μας και τα εργοστάσιά μας στο Μεξικό και το εξωτερικό». Ο Τραμπ κατήγγειλε τον Μπιλ και τη Χίλαρι Κλίντον για την υποστήριξη των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (NAFTA, TTP, TTIP). Τον Μάρτιο του 2018 ο Τραμπ επέβαλε δασμούς 25% στον χάλυβα και 10% στο αλουμίνιο. Η αμερικανική βιομηχανία χάλυβα πήρε ένα ριμπάουντ. Αλλά τελικά ο Τραμπ εξαίρεσε το Μεξικό, τον Καναδά και την Αυστραλία από τους δασμούς. Ο ενθουσιασμός άρχιζε να εξανεμίζεται. Το Μίσιγκαν έχασε 50.000 θέσεις εργασίας από την αρχή της προεδρίας του Τραμπ – περίπου οι μισές από αυτές ήταν στην αυτοκινητοβιομηχανία. Tα όποια δειλά βήματα προστασίας της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής σκεπάστηκαν από το τσουνάμι του κορονοϊού που άλλαξε δραματικά το τοπίο, ιδιαίτερα με την υψηλή ανεργία στο λιανικό εμπόριο και στην εστίαση.
Η εθνοτική διάσταση
Ο ταξικός και o εθνοτικός χαρακτήρας της κοινωνίας των ΗΠΑ συμπλέκεται. Υπάρχουν αναλύσεις που εμφανίζουν τη «λευκή Αμερική» τρομοκρατημένη απέναντι στην αλλαγή των δημογραφικών. Παρότι η ρητορική Τραμπ έχει τέτοιο στόχο, η ομάδα στην οποία είχε σημαντική απήχηση ήταν η αγροτική Αμερική και οι διασκορπισμένες μικρές πόλεις, μακριά από μητροπόλεις.
Οχι, δεν υπάρχει πόλεμος πολιτισμικών ταυτοτήτων στον βαθμό που κάποιοι ισχυρίζονται. Βεβαίως υπάρχει χάσμα μεταξύ της λευκής και της μειονοτικής ψήφου που διαμεσολαβείται από πλήθος παραγόντων (εκπαίδευση, θρησκεία, εισόδημα κ.ά.). Αλλά εάν η «λευκή Αμερική» της υπαίθρου και των μικρών πόλεων ανησυχεί ιδιαίτερα για κάτι, είναι κυρίως η παραμέλησή της από τις «μορφωμένες ελίτ» και όχι τόσο ένα ταυτοτικό άγχος ότι θα χάσει την υποτιθέμενη επικυρίαρχη λευκότητά της, όπως έχουν αναλύσει ο Μάικλ Λιντ (2020) και η Τζόαν Γουίλιαμς (2017). Τα εμπειρικά δεδομένα συνηγορούν σε τέτοια εκτίμηση. Το 51% των λευκών με πανεπιστημιακό πτυχίο φέρεται να ψήφισε υπέρ του Μπάιντεν.
Αντίστροφη βέβαια ήταν η τάση στους λευκούς χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο, που φέρεται σε ποσοστό 67% να ψήφισαν Τραμπ. Εάν συνυπολογιστούν η αποβιομηχανοποίηση περιοχών στη «ζώνη της σκουριάς» και οι γηρασμένες υποδομές στην ύπαιθρο, μάλλον άλλα είδους άγχη αναδεικνύονται και όχι το χάσιμο μιας «λευκής Αμερικής». Η γενικόλογη ερμηνεία περί «λευκής ψήφου» συσκοτίζει τα έντονα ταξικά προβλήματα υποβάθμισης, υποαπασχόλησης και ανεργίας. Μια ερμηνεία που θα είχε τους συνοπτικούς τίτλους «οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης» και «οι χαμένοι της χρηματιστικοποίησης της αμερικανικής οικονομίας» θα ήταν πιο κοντά στις πραγματικές εκλογικές συμπεριφορές.
H δημοκρατική διάσταση
Ο Μπέρνι Σάντερς δήλωσε ότι αυτή η εκλογή δεν ήταν Μπάιντεν εναντίον Τραμπ. Ηταν δημοκρατία εναντίον Τραμπ. Η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων είχε στοιχεία καισαρισμού με μια συνύπαρξη δημοκρατίας και αυταρχικού τρόπου στη διακυβέρνηση. Ο εθνικισμός, ο έμμεσος ρατσισμός, η δημαγωγία ήταν συστατικά στοιχεία καθ’ όλη τη διάρκεια της ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό τον πρόεδρο Τραμπ.
Το αποκορύφωμα όμως είναι η συνύπαρξη αντιπροσωπευτικών θεσμών, όπως οι εκλογές, με την ταυτόχρονη υπονόμευση του αποτελέσματος της λαϊκής ψήφου. Ψευδείς ή παραπλανητικοί ισχυρισμοί για εκλογική απάτη έγιναν viral στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα παραπάνω επεισόδια έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση την εγκυρότητα της λαϊκής ψήφου. Η φημισμένη δημοκρατία των ΗΠΑ με ελέγχους και ισορροπίες μεταξύ των αρχών της εξουσίας νοσεί καθότι δεν υπάρχει κοινή βάση για κοινές αλήθειες σε ένα διχασμένο εκλογικά σώμα σε πολιτικά και πολιτισμικά ζητήματα (π.χ. αμβλώσεις, όπλα, γάμοι ομοφυλόφιλων).
Κανονικά ο ηττημένος των εκλογών θα έδινε μια ομιλία παραδοχής της ήττας και θα έδινε συγχαρητήρια στον αντίπαλό του. Η αγνόηση του άτυπου αυτού κανόνα επιτείνει την υπονόμευση της αρχής της ανεκτικότητας ως όρου πολιτικής συνύπαρξης. Το «δικαίωμα στη μη ανεκτικότητα είναι το δίκιο της τίγρης» έγραφε ο Βολταίρος. Τα τραύματα στην πολιτική συνύπαρξη θα είναι πολύ δύσκολο να επουλωθούν στο άμεσο μέλλον χωρίς βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Υπάρχουν και άλλες διαστάσεις που δεν είναι όλες αναγκαστικά συγκλίνουσες. Ο περιορισμός σε μία και μόνο διάσταση είναι κακός σύμβουλος. Μερικές φορές δείχνει απλώς μια στρεβλή κατανόηση του κόσμου μας.