ΗΠΑ: Λογοκρισία και Δημοκρατική… ευαισθησία

Η συντηρητική παράταξη των ΗΠΑ προσπαθεί να δημιουργήσει κλίμα έντασης εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024, χρησιμοποιώντας την υποεπιτροπή του Κογκρέσου για την «Εργαλειοποίηση της ομοσπονδιακή κυβέρνησης» ώστε να μεγαλοποιήσει τους ισχυρισμούς Ρεπουμπλικανών πολιτικών ότι οι μεγάλες εταιρείες που κατέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους στοχοποιούν άδικα για τις απόψεις τους. Μέσα σε αυτές τις καταγγελίες, όμως, προβληματίζει κι εκείνη της δημοσιογράφου Έμμα Τζο Μόρις, η οποία αναφέρει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνεργάζονται στενά με υπαλλήλους στις υπηρεσίες πληροφοριών, για να αποτρέψουν την διάδοση ενοχλητικών δημοσιευμάτων στο διαδίκτυο. 

Το πλαίσιο

Με την αύξηση της επιρροής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στην διάδοση της πληροφορίας, έχουν θεριέψει οι ψευδείς ειδήσεις, που κινδυνεύουν να λάβουν διαστάσεις μάστιγας στο δημόσιο λόγο. Το γεγονός ότι πλέον η πληροφορία ρέει χωρίς να ελέγχεται υπεύθυνα από τους λεγόμενους «πυλωρούς» (gatekeepers) της είδησης, δηλαδή τους δημοσιογράφους, έχει μεν τη θετική πλευρά: μπορεί ο κριτικός αναγνώστης να λάβει αδιαμεσολάβητα μια πληροφορία και να την αξιολογήσει μόνος του. Αλλά έχει και την αρνητική πλευρά, αφού ο καθένας μπορεί να γράψει και να διαδώσει ό,τι θέλει, αφού δεν τον δεσμεύει η επαγγελματική ακεραιότητα και ευθύνη. 

Η προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ιδιαίτερα τραυματική σε αυτή την υπόθεση καθώς ο λαϊκιστής δεξιός πολιτικός, για να λάβει τη στήριξη των απογοητευμένων και των χαμένων της παγκοσμιοποίησης στην αποβιομηχανοποιημένη «Σκουριασμένη ζώνη» (Rust Belt) στα δυτικοκεντρικά των ΗΠΑ, τροφοδότησε τη δυσπιστία απέναντι στα παραδοσιακά ΜΜΕ, με αποτέλεσμα η «μετα-αλήθεια» και τα «εναλλακτικά γεγονότα» να γίνουν μέρος του δημόσιου διαλόγου, διαλύοντας κάθε πιθανότητα εύρεσης κοινού εδάφους για την άνθιση ενός συγκροτημένου πολιτικού διαλόγου. Τα πολιτικά χαρακτηριστικά εκείνων που διαδίδουν παραπληροφόρηση είναι πολύ συγκεκριμένα. Μια έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Μπόουλντερ στο Κολοράντο, το 2020, έδειξε ότι τα άτομα που βρίσκονται στη φιλελεύθερη/συντηρητική μπάντα του πολιτικού φάσματος είναι πολύ πιο πιθανό να διαδώσουν μια ψευδή πληροφορία. Μάλιστα, την περίοδο που δημοσιεύτηκε η συγκεκριμένη μελέτη στο περιοδικό «Human Communication Research» η πανδημία είχε εγκλωβίσει τους πολίτες στις οικίες τους, με μοναδική διέξοδο πληροφόρησης τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι θεωρίες συνωμοσίας βρήκαν εύφορο έδαφος στη γενική ανησυχία που προκαλούσε η νέα απειλή, ενώ ανυπόστατες κατηγορίες, όπως εκείνη του Τραμπ που χαρακτήριζε τον κορονοϊό «κινεζικό ιό» επιδείνωνε έτι περαιτέρω τα πράγματα. 

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, πλατφόρμες όπως το Twitter και το Facebook κλήθηκαν να προστατέψουν το προϊόν τους, θέτοντας κανόνες για το είδος και την αξιοπιστία του περιεχομένου που «ανεβαίνει» στις σελίδες τους. Μετά και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, τα δυτικά ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βρήκαν αφορμή να θέσουν ακόμα μεγαλύτερους περιορισμούς, καθώς πλέον αυξανόταν η απειλή παραπληροφόρησης από τις υπαρκτές «φάρμες τρολ» των Ρώσων, που ελέγχονταν από τον Γεβγκένι Πριγκόζιν και τις οποίες τώρα ο Πούτιν έχει σφιχτά στο χέρι του. Βέβαια, η… θέρμη με την οποία οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης «καθάριζαν την αυλή τους» –με την αμέριστη βοήθεια κυβερνητικών αξιωματούχων- αύξανε, παράλληλα, και τον κίνδυνο να κολλούσε μια είδηση ή ένας χρήστης-συντάκτης κάποιου ΜΜΕ τη ρετσινιά της «ρωσικής προπαγάνδας», θέτοντας εν αμφιβόλω την ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης στα συγκεκριμένα Μέσα. Ο κίνδυνος αυτός αυξανόταν κατακόρυφα όταν μια είδηση μπορούσε δυνητικά να θέσει σε κίνδυνο την υποψηφιότητα ενός υποψηφίου προέδρου των ΗΠΑ.

Σπασμένο ρολόι

Όπως αναφέραμε παραπάνω, οι δεξιοί χρήστες και τα Μέσα τους είναι πιο πιθανό να διαδώσουν μια ψευδή είδηση. Όπως όμως τα σπασμένα ρολόγια λένε δυο φορές τη μέρα σωστά την ώρα, έτσι έγινε και στην περίπτωση της Έμμα Τζο Μόρις, πολιτικής συντάκτριας στο Breitbart, τη ναυαρχίδα της alt-right στις ΗΠΑ. Η Μόρις δεν κρύβει την ιδεολογική της τοποθέτηση, αφού στο Twitter συστήνεται ως «ένα άγριο παιδί των δεξιών Μέσων» και ως «δολοφόνος». Στις αναρτήσεις της εκεί έχει αναρωτηθεί, μεταξύ άλλων, γιατί δεν άφησαν τον Τραμπ να συγκεντρώσει χρήματα για το τείχος στο Μεξικό και αν ο Τραμπ αυτοπροσδιοριζόταν ως «αυτή», θα είχε την προστασία του Μέσου. Μάλιστα, για την εισβολή των οπαδών του πρώην προέδρου στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου 2021, το μόνο που βρήκε  να πει ήταν ότι «είναι για το τίποτα» κι ότι η κυβέρνηση «θα τη χρησιμοποιήσει για να αυξήσει την κρατική παρακολούθηση»…

Στην ίδια επιτροπή των Ρεπουμπλικανών για τη λογοκρισία, στην οποία κατέθεσε και ο υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών και γνωστός για τις θεωρίες συνωμοσίας που διαδίδει, Ρόμπερτ Φ. Κένεντι ο νεότερος, η Μόρις κατέθεσε για την ιστορία που είχε καλύψει το 2020, σχετικά με το περίφημο laptop του υιού του Τζο Μπάιντεν, Χάντερ. Ως συντάκτρια, τότε, του δεξιού ταμπλόιντ έντυπου New York Post, η Μόρις αποκάλυψε διάφορες λεπτομέρειες από τις δραστηριότητες του Χάντερ Μπάιντεν στην Ουκρανία, χωρίς να ξεφεύγει από τον κίτρινο χαρακτήρα του εντύπου που εργαζόταν. 

Ωστόσο, αποκάλυψε και ότι ο τότε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές, Τζο Μπάιντεν, είχε ενεργό ρόλο στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των συγγενών του στην Ουκρανία, ενώ κατείχε τη θέση του αντιπροέδρου επί θητείας Μπαράκ Ομπάμα. Σύμφωνα με τη New York Post, ο Τζο Μπάιντεν έπαιρνε προμήθεια 10% από τα έσοδα της επιχειρηματικής δραστηριότητας του γιου του Χάντερ και του αδερφού του Τζέιμς, οι οποίοι συνεργάζονταν με την κινεζική εταιρεία CEFC China Energy. 

Η Μόρις κατήγγειλε στην υποεπιτροπή ότι έφερε στο φως email που έδειχναν ότι ο Μπάιντεν έστελνε έγγραφα του Λευκού Οίκου σε ουκρανούς επιχειρηματίες. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι στο ρεπορτάζ της κατέγραφε ακριβώς τον τρόπο που έλαβε τα επίμαχα έγγραφα, ταυτοποιώντας την πηγή της και δημοσιεύοντας την ομοσπονδιακή κλήτευση που έδειχνε ότι το FBI κατείχε το υλικό πάνω στο οποίο βάσιζε την ιστορία της, υλικό που ήταν στην κατοχή του FBI από το Δεκέμβριο του 2019. Ωστόσο, λίγες ώρες μετά τη δημοσίευση του ρεπορτάζ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αναρτήσεις του λογαριασμού της εφημερίδας λογοκρίθηκαν και συνέχισαν να είναι ανενεργές για δύο μέρες, μέχρι οι πλατφόρμες να ελέγξουν αν το υλικό προερχόταν από χάκινγκ. 

Λίγο αργότερα, άνθρωποι που εργάζονταν για τις μυστικές υπηρεσίες αποκάλεσαν την αποκάλυψη της New York Post «ρωσική προπαγάνδα», ενέργεια στην οποία προέβησαν μετά από παραίνεση του σημερινού υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν. Μάλιστα, οι υπηρεσίες έκαναν… μασάζ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πριν ακόμα δημοσιευτούν τα πρώτα ρεπορτάζ ώστε να «θάψουν» την ιστορία. Μετά την απόκτηση του Twitter, ο Ίλον Μασκ αποκάλυψε τη στενή συνεργασία του μέσου με το FBI για την επιχείρηση συγκάλυψης σχετικά με το laptop του Χάντερ Μπάιντεν. Τόσο στενή ήταν η συνεργασία, σύμφωνα με την κατάθεση της Μόρις, που το προσωπικό του Twitter έλαβε πιστοποιήσεις υψηλής διαβάθμισης ενώ δημιουργήθηκαν και δίκτυα ανταλλαγής κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, σε ένα «ψηφιακό δωμάτιο πολέμου» (virtual war room). Παράλληλα, σύμφωνα με τη New York Post, η ύπαρξη του laptop επιβεβαιώθηκε και από το ίδιο το FBI, την ίδια μέρα που δημοσιεύθηκε το πρώτο ρεπορτάζ. Η ιστορία αυτή, που στην αρχή απορρίφθηκε σαν «ρωσική προπαγάνδα», πλέον έχει επαληθευτεί από μεγάλα Μέσα όπως η Washington Post και οι New York Times…