Επιστρέφει από τον τάφο η διατλαντική συμφωνία TTIP μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν στην αμερικανική πόλη Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια στις 29 Σεπτεμβρίου.
Δημοσίευμα του Politico ενημερώνει ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διατλαντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP) επιστρέφει από τις ελληνικές καλένδες που βρισκόταν, στο όνομα του ανταγωνισμού με την Κίνα.
Πλέον η συμφωνία δεν περιορίζεται απλώς στη δημιουργία ελεύθερης ζώνης εμπορίου ανάμεσα σε Ε.Ε, ΗΠΑ και Καναδά αλλά θα επεκταθεί σε τομείς όπως τα ψηφιακά δεδομένα (data) και η κυβερνοασφάλεια. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο ρόλο στη συγγραφή της συμφωνίας είχαν παίξει οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι και τα λόμπι τους.
Το «μασάζ» της κοινής γνώμης είχε ξεκινήσει μόλις έναν μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του αμερικάνου προέδρου Τζο Μπάιντεν. Συγκεκριμένα, άρθρο άποψης που είχε δημοσιευτεί στην Washington Post υποστήριζε ότι είναι προς το συμφέρον της Ε.Ε και των ΗΠΑ μία επάνοδος της TTIP.
Η συμφωνία είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στην Ευρώπη (φωτογραφία) και είχε αναπτυχθεί ένα μεγάλο διεθνικό ευρωπαϊκό κίνημα, ονόματι STOP TTIP, το οποίο μάλιστα είχε συγκεντρώσει πάνω από 1 εκατομμύριο υπογραφές.
Η διατλαντική συμφωνία είχε ανακοινωθεί το 2013 αλλά δεν ολοκληρώθηκε η κύρωση της αφού ο Ντόναλντ Τραμπ αποσύρθηκε από αυτή το 2016 λίγο μετά την εκλογή του στην αμερικανική προεδρία.
Τι ήταν η TTIP
Η TTIP έθετε σκληρούς όρους στις κρατικά μονοπωλιακές υπηρεσίες (π.χ. νερό και ρεύμα), απαγορεύοντας τους να καθορίζουν προνομιακές τιμές για τους πολίτες, αφήνοντας παράλληλα το πεδίο ελεύθερο για τους μεγάλους παίκτες της «ελεύθερης αγοράς».
Ταυτόχρονα, καθοριζόταν ένα ολόκληρο εμπορικό και νομικό πλαίσιο «καλών πρακτικών», αμερικανικής έμπνευσης. Καταρχάς οι κυβερνήσεις υποχρεούνταν να λαμβάνουν υπόψιν τις απόψεις των επιχειρηματικών ομίλων για τα επερχόμενα νομοσχέδια. Επίσης, καθορίζονταν νέα εργαλεία που εδραίωναν την επιρροή των μεγάλων ομίλων, όπως η ύπαρξη μίας ειδικής ρήτρας που έδινε τη δύναμη στις εταιρείες να αναφέρουν στις κυβερνήσεις ποια σημεία των νομοσχεδίων δεν τους ήταν αρεστά και στη συνέχεια είχαν τη δύναμη να τους υποδείκνυαν αλλαγές έως και κατάργηση του νομοθετήματος. Την ίδια στιγμή, δινόταν η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να συμμετέχουν στην κατάρτιση και εναρμόνιση των προδιαγραφών για υπηρεσίες και προϊόντα.