Φόβους περί στασιμοπληθωρισμού βγαλμένους από τη δεκαετία του ’70 ζωντανεύει ο πληθωρισμός που καλπάζει αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων. Καθώς οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν στα ύψη ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απελευθερώνει τη στρατηγική εφεδρεία του πετρελαίου για να μειώσει τις τιμές της ενέργειας, ενώ παράλληλα για να καταλαγιάσει τις αντιδράσεις των Ρεπουμπλικάνων ανανέωσε τη θητεία του επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED) Τζερόμ Πάουελ.
Φτηνό χρήμα για πόσο;
Η ανανέωση της θητείας του Τζερόμ Πάουελ στη FED αποτελούσε διακαή πόθο των Ρεπουμπλικάνων και ο Μπάιντεν για λόγους «διακομματικούς» και «συνέχειας» υπέκυψε στις πιέσεις τους. Η θέση του Αμερικανού αρχιτραπεζίτη ενδεχομένως να είναι από τις πιο ισχυρές θέσεις στον πλανήτη, αφού η συγκεκριμένη τράπεζα έχει ισολογισμό 5 τρισ. δολαρίων και ενδεχόμενη αποτυχία της θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου για την παγκόσμια οικονομία.
Ο Πάουελ διορίστηκε σε αυτήν τη θέση το 2018 από τον πρώην Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, αν και δεν ήταν τραπεζίτης ή οικονομολόγος αλλά νομικός. Αντικατέστησε την τότε επικεφαλής και νυν υπουργό Οικονομικών του Μπάιντεν Τζάνετ Γέλεν. Ο Πάουελ διατήρησε την πολιτική της προκατόχου του και η νομισματική χαλάρωση δεν σταμάτησε, «πλημμυρίζοντας» τις αγορές με φτηνά δολάρια. Αυτό όμως κόντρα στη δική του επιθυμία αλλά υποκύπτοντας στον Τραμπ ο οποίος πίεζε για συνέχιση της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Το 2019 η εκλογή του Μπάιντεν στον προεδρικό θώκο και η έλευση της πανδημίας ανάγκασαν τον Πάουελ να διατηρήσει την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης παρά τους ενδοιασμούς του. Πλέον όμως η προοπτική της ανάκαμψης, οι ανησυχίες της Γουόλ Στριτ, των Ρεπουμπλικάνων αλλά και του ίδιου για τα ολοένα αυξανόμενα επίπεδα του πληθωρισμού, που βρίσκεται πάνω από το 6%, έχουν δημιουργήσει την άποψη στην αμερικανική κοινή γνώμη πως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για αύξηση των επιτοκίων.
Οι οικονομολόγοι μιλούν
Το εργαλείο της αύξησης των επιτοκίων υποστηρίζεται ότι θα τιθασεύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβάλει λιτότητα στο χρήμα, μειώνοντας τις τιμές των καταναλωτικών αγαθών, αφού δεν υπάρχει συναίνεση ούτε πρόθεση για αύξηση των φόρων. Η συγκεκριμένη άποψη θεωρείται από πολλούς αναλυτές πως προέρχεται από το νεοφιλελεύθερο εγχειρίδιο αντιμετώπισης του πληθωρισμού. Ο γνωστός οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτζ σε κείμενό του για την επιλογή Πάουελ αντιπαρέρχεται το νομισματικό πρόγραμμά του από μια κεϊνσιανή οπτική, ισχυριζόμενος πως η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, η μακροοικονομική μεγέθυνση, η αναξιοπιστία των αγορών να προσφέρουν σταθερότητα, δικαιοσύνη και ανταγωνιστικότητα, η ανισότητα, η απορρύθμιση των αγορών και η κλιματική αλλαγή είναι σημαντικότερα θέματα από την καταπολέμηση του πληθωρισμού.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο επιφανής οικονομολόγος Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ. Κατά την άποψή του η FED πρέπει να επιδιώκει «όλους τους οικονομικούς στόχους, με όλα τα διαθέσιμα εργαλεία, μέσα από όλες τις υπηρεσίες», ενώ προσθέτει πως το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ευρεία διαθεσιμότητα και στο χαμηλό κόστος του χρήματος, αλλά στις τιμές της ενέργειας που έχουν αυξηθεί κατά 50% από πέρυσι, αύξηση που με τη σειρά της οφείλεται στην επανεκκίνηση της οικονομίας μετά τα lockdowns και στους περιορισμούς στις αλυσίδες εφοδιασμού, καθώς και στις αστρονομικές αμυντικές δαπάνες, ακριβώς όπως συνέβη κατά την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Γκάλμπρεϊθ καταλήγει πως μια αύξηση των επιτοκίων δεν θα τιθασεύσει τον πληθωρισμό, αλλά θα μεταθέσει το κόστος στους καταναλωτές.
Η στρατηγική του προέδρου
Είναι φανερό πως ο Μπάιντεν πασχίζει να συνεχίσει πατώντας σε δύο βάρκες. Από τη μια αυξάνει τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού κατά 2,3 τρισ. δολάρια σε βάθος δεκαετίας ώστε να υπάρξουν χρήματα για έργα υποδομής και για επέκταση του κοινωνικού κράτους. Από την άλλη επιδιώκει να ισορροπήσει τις πληθωριστικές πιέσεις με την εισαγωγή του παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου, την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και τη μείωση στις τιμές της ενέργειας, ειδικά του πετρελαίου.
Ετσι πάρθηκε η απόφαση απελευθέρωσης 50 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου από τα στρατηγικά αποθέματα των ΗΠΑ σε συνεννόηση με τις άλλες καταναλώτριες χώρες, όπως η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ινδία, η Νότια Κορέα και το Ηνωμένο Βασίλειο που προέβησαν σε παρόμοιες κινήσεις – ακολουθώντας και το παράδειγμα της Κίνας που έπραξε το ίδιο πριν από λίγους μήνες.
Μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι πώς θα αντιδράσει ο ΟΠΕΚ+ που θα συνεδριάσει την επόμενη εβδομάδα. Διότι εάν συμπαραταχτεί με την απόφαση των καταναλωτριών χωρών και αφήσει την παραγωγή στάσιμη ή δεν την αυξήσει θα χάσει χρήμα. Αντίθετα, εάν τη μειώσει για να ισορροπήσει την κίνηση αυτή, τότε κινδυνεύει να εκτεθεί τόσο στην παγκόσμια κριτική όσο και σε μεγαλύτερους κινδύνους, όπως οι κυρώσεις – αν και οι αξιωματούχοι του ΟΠΕΚ+ ήδη αφήνουν να διαρρεύσει πως θα ακυρώσουν τα σχέδιά τους για αύξηση της παραγωγής, ώστε να ματαιώσουν το «πλημμύρισμα» της αγοράς από πετρέλαιο. Αντίθετα, Αμερικανοί αξιωματούχοι σχολιάζοντας τις φήμες αυτές στο Bloomberg άφησαν να εννοηθεί πως θα εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο της απαγόρευσης εξαγωγής πετρελαίου. Αν τα σενάρια αυτά επιβεβαιωθούν, τότε θα γίνουμε μάρτυρες ενός νέου εμπορικού πολέμου ανάμεσα στον ΟΠΕΚ+ και τον υπόλοιπο κόσμο, αν και ο αμοιβαίος συμβιβασμός πάντα θα υπάρχει στο τραπέζι.