Το στοίχημα του νέου πρόεδρου με το φιλόδοξο πακέτο οικονομικής ενίσχυσης νοικοκυριών κι επιχειρήσεων.
Οικονομική ένεση στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις που έχουν χτυπηθεί από την πανδημία είναι το πακέτο οικονομικής ενίσχυσης ύψους 1,9 τρισ. δολ., γνωστό ως «πακέτο Μπάιντεν», που πέρασε την Τετάρτη με απλή πλειοψηφία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Το σχέδιο περιλαμβάνει έναν νέο γύρο άμεσων πληρωμών 1.400 δολ. για τους περισσότερους ενήλικες, επιπλέον 300 δολ. την εβδομάδα σε επιδόματα ανεργίας, επίδομα τέκνου έως 3.600 δολ. για ένα έτος, επιπλέον 350 δισ. δολ. σε βοήθεια προς τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις και επέκταση εκπτώσεων φόρου για παιδιά.
Ο Μπάιντεν, σε αντίθεση με το παρελθόν που υπήρξε λάβρος κατά των επιδομάτων, πέρασε ένα σχέδιοπου μπορεί να αποτελέσει τη μεγαλύτερη αναβάθμιση του κράτους πρόνοιας για δεκαετίες. Για παράδειγμα, παλαιότερες νομοθεσίες επέβαλλαν χρονικά όρια και προϋποθέσεις εργασίας στους γονείς για να σταλούν τα επιδόματα τέκνου. Στο τωρινό σχέδιο τέτοιοι περιορισμοί δεν ισχύουν, τουλάχιστον για την ώρα. Μερικοί Δημοκρατικοί πιέζουν ώστε αυτή η πρόβλεψη να γίνει μόνιμη. Ωστόσο δεν έλειψαν και οι παραφωνίες.
Πολιτικές υποχωρήσεις
Για τις επιταγές των 1.400 δολ. ο Μπάιντεν συνηγόρησε στην πρόταση συντηρητικών γερουσιαστών έτσι ώστε από ένα επίπεδο εισοδήματος και πάνω το ποσό να μειώνεται κλιμακωτά, μέχρι τον μηδενισμό του. Κατ’ αυτό τον τρόπο 12 εκατ. Αμερικανοί αποκλείστηκαν από τη βοήθεια. Ομως αυτή η κίνηση ωφέλησε τον Μπάιντεν στο να κερδίσει τις ψήφους των κεντρώων Δημοκρατικών, τις οποίες είχε ανάγκη. Μια άλλη κίνηση που θα μπορούσε να του κοστίσει τις πολυπόθητες κεντρώες ψήφους ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού.
Με την ανεργία στις ΗΠΑ ακόμη σε υψηλότερα απ’ ό,τι προ της πανδημίας επίπεδα και με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας να είναι πιο επίφοβη από ποτέ, η αμερικανική οικονομία χρειάζεται δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως αύξηση του κατώτατου μισθού και συλλογικές διαπραγματεύσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση τασσόταν η πρόταση τροπολογίας του γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 15 δολ. την ώρα από τα 7,25 που είναι σήμερα, η οποία τελικά καταψηφίστηκε από όλους τους Ρεπουμπλικάνους και από οκτώ Δημοκρατικούς γερουσιαστές. Ο κατώτατος μισθός είναι στα ίδια επίπεδα εδώ και 14 χρόνια.
Κριτική και υπεράσπιση για το μέγεθος του πακέτου
Μετριοπαθείς οικονομολόγοι όπως ο Λάρι Σάμερς και ο Ολιβιέ Μπλανσάρ επικεντρώνουν την κριτική τους στο μέγεθος της δημοσιονομικής βοήθειας. Ισχυρίζονται ότι όσο πιο πολύ χρήμα ρίξει ο Μπάιντεν στην οικονομία τόσο περισσότερο θα αυξηθεί ο πληθωρισμός, με συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων. Αυτό θα έχει τελικό αποτέλεσμα την καταφυγή σε μέτρα λιτότητας, που μεταξύ άλλων μπορεί να κοστίσουν στο Δημοκρατικό Κόμμα την απώλεια της πλειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων στις εκλογές του 2022.
Αντίθετα, ο υποδιευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου Μπάρατ Ραμαμούρτι υπερασπίστηκε το μέγεθος του πακέτου βοήθειας, αναφέροντας την πρόβλεψη της Moody’s ότι θα μπορούσε να προσθέσει μέχρι και 7 εκατ. θέσεις εργασίας ως το τέλος του έτους. Οσον αφορά τον πληθωρισμό είπε ότι τον παρακολουθούν στενά, ενώ για το δημοσιονομικό έλλειμμα δήλωσε: «[Ο πρόεδρος] ξεκαθάρισε ότι αυτήν τη στιγμή το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να χρηματοδοτήσουμε αυτές τις επενδύσεις εις βάρος του ελλείμματος, καθώς έτσι παίρνει πιο γρήγορα μπροστά η οικονομία».