ΗΠΑ: Έπεσαν οι τόνοι αλλά παραμένει το χάσμα Μπάιντεν και Ρεπουμπλικάνων – 10 ημέρες προτού η χώρα κηρύξει στάση πληρωμών

ΗΠΑ: Έπεσαν οι τόνοι αλλά παραμένει το χάσμα Μπάιντεν και Ρεπουμπλικάνων – 10 ημέρες προτού η χώρα κηρύξει στάση πληρωμών

Ενώ απέμεναν δέκα ημέρες προτού η απειλή το ομοσπονδιακό κράτος των ΗΠΑ να κηρύξει άνευ προηγουμένου στάση πληρωμών γίνει πραγματικότητα, ο αμερικανός Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και ο αντιπολιτευόμενος Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Κέβιν Μακάρθι κατέβαλαν προσπάθεια τη Δευτέρα να δείξουν πως πιστεύουν ότι μπορεί να ξεπεραστεί η κρίση, υιοθέτησαν πιο συμφιλιωτικό τόνο, χωρίς μολαταύτα το τεράστιο χάσμα ανάμεσά τους να ξεπεραστεί, τουλάχιστον όχι ακόμη.

«Ολοκλήρωσα μια παραγωγική συνάντηση» με τον κ. Μακάρθι, ανέφερε ο αμερικανός πρόεδρος σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησαν οι υπηρεσίες του, καλώντας να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις με «καλή πίστη» για να εξευρεθεί συμβιβασμός ως προς τα δημοσιονομικά το συντομότερο.

Αναγνώρισε πως εξακολουθούν να υπάρχουν «διαφωνίες», που οι ομάδες των δύο πρωταγωνιστών καλούνται να συμβιβάσουν μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν υπενθύμισε χθες πως είναι «πολύ πιθανό» οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν στάση πληρωμών μετά την 1η Ιουνίου.

Ο Κέβιν Μακάρθι, μετά το τετ-α-τετ στο Οβάλ Γραφείο, είπε από την πλευρά του πως «ο τόνος απόψε ήταν καλύτερος από ό,τι όλες τις προηγούμενες φορές», μίλησε ωστόσο επίσης για βαθιές διαφωνίες και έλλειψη συναίσθησης της κατεπείγουσας φύσης του ζητήματος στην άλλη πλευρά.

Η συνάντηση είχε σκοπό να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, που περιήλθαν σε αδιέξοδο το σαββατοκύριακο, απόντος του κ. Μπάιντεν, που βρισκόταν στην Ασία.

Ο ογδοντάρης Δημοκρατικός, που επέστρεψε προχθές Κυριακή από την σύνοδο της G7 στην Ιαπωνία, όταν αναχωρούσε σκόπευε να πάει επίσης στην Ωκεανία· το πολιτικό-δημοσιονομικό αδιέξοδο στην Ουάσιγκτον τον ανάγκασε να συντομεύσει το ταξίδι.

Ομηρία

Για να αποτραπεί ο κίνδυνος δυνητικά καταστροφικής στάσης πληρωμών πρέπει το Κογκρέσο –η Γερουσία που ελέγχουν οι Δημοκρατικοί και η Βουλή που ελέγχουν οι Ρεπουμπλικάνοι– να ψηφίσει για να εγκρίνει την αύξηση του μέγιστου επιτρεπόμενου ποσού που μπορεί να δανειστεί το κράτος. Τα προηγούμενα χρόνια, ήταν γενικά τυπική διαδικασία.

Τούτη τη φορά, οι Ρεπουμπλικάνοι απαιτούν για να δώσουν πράσινο φως δραστικές περικοπές των δημοσίων δαπανών, σε βάθος δεκαετίας. Ο Τζο Μπάιντεν, που κάνει εκστρατεία για την επανεκλογή του το 2024 υποσχόμενος περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη, το απορρίπτει. Κατηγορεί την αντιπολίτευση πως θέτει υπό ομηρία την αμερικανική οικονομία.

«Πρέπει να αλλάξουμε πορεία, το χρέος μας είναι πολύ μεγάλο», επέμεινε ο κ. Μακάρθι πριν από τη συνάντηση με τον κ. Μπάιντεν, καθώς η παράταξή του ερίζει τελευταία πως οι ΗΠΑ δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν με δανεικά «από την Κίνα».

Ο αμερικανός πρόεδρος δηλώνει διατεθειμένος να συζητήσει για τη μείωση του ελλείμματος, αλλά από την πλευρά του επισημαίνει πως θα πρέπει να εξεταστούν σε βάθος φορολογικά παραθυράκια και οι μεγάλες εταιρείες και οι πλουσιότεροι Αμερικανοί να «πληρώνουν αυτό που τους αναλογεί» σε φόρους. Κάτι που η άλλη πλευρά ούτε θέλει να ακούσει.

Τραμπ

Το περίφημο «όριο δανεισμού» ή «ταβάνι του χρέους», που βρίσκεται πάνω από τα 31 τρισεκατομμύρια δολάρια –παγκόσμιο ρεκόρ–, ξεπεράστηκε πριν από μήνες· η κυβέρνηση διαχειρίζεται ως εδώ την κατάσταση με λογιστικές διευθετήσεις.

Αν κηρυσσόταν στάση πληρωμών, οι ΗΠΑ δεν θα ήταν σε θέση να πληρώνουν τοκοχρεολύσια σε όσους διακρατούν αξιόγραφα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, που θεωρούνται οι ασφαλέστερες τοποθετήσεις στις παγκόσμιες χρηματαγορές. Δεν θα μπορούν να καταβάλουν μισθούς στους δημόσιους λειτουργούς, συντάξεις σε βετεράνους των ενόπλων δυνάμεων, και ούτω καθεξής.

Οι συνέπειες για την αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία θα ήταν τρομακτικές, προειδοποιούν οικονομολόγοι.

Παρόλα αυτά, πρόσφατα ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, επίσης σε εκστρατεία ενόψει των εκλογών του 2024, παρότρυνε το κόμμα του να οδηγήσει τη χώρα σε στάση πληρωμών αν δεν εξασφαλίσει πελώριες περικοπές δημοσίων δαπανών.

Σύνταγμα

Ποιος θα κάνει πίσω πρώτος; Ο αμερικανός πρόεδρος, που γνωρίζει κάλλιστα πως ενδεχόμενη ύφεση, όποια κι αν ήταν η πολιτική της γένεση, θα έθετε σε κίνδυνο αν δεν εκμηδένιζε τις πιθανότητές του να επανεκλεγεί; Ή ο Κέβιν Μακάρθι, η θέση του οποίου εξαρτάται από μια δράκα ακραίων κοινοβουλευτικών, οι οποίοι απαιτούν, όπως και ο πρώην πρόεδρος Τραμπ, να μην διανοηθεί να «αναδιπλωθεί»;

«Πρέπει να καταλήξουμε σε αποτέλεσμα που θα μπορέσουμε να πουλήσουμε και στις δυο πλευρές», αναγνώρισε χθες ο κ. Μπάιντεν, που αρέσκεται να λέει πως στη μακρά καριέρα του στο Κογκρέσο έγινε διαπραγματευτής που δεν έχει ταίρι.

Η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών θα προτιμούσε να αναλάβει την πρωτοβουλία να αυξήσει μονομερώς το όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού κράτους, επικαλούμενος τη 14η τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, που απαγορεύει κάθε «αμφισβήτηση» της φερεγγυότητας της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου.

Σε αυτή την περίπτωση, το αμερικανικό δημόσιο θα αποκτούσε τη δυνατότητα να διαθέσει νέα ομόλογα ως εάν το όριο του χρέους να μην υπήρχε. Αλλά σε αυτό το σενάριο ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξει μακρά δικαστική μάχη που θα φέρει τον Τζο Μπάιντεν αντιμέτωπο με το Ανώτατο Δικαστήριο — όπου η πλάστιγγα γέρνει αποφασιστικά στα δεξιά.

Documento Newsletter