Μια αδιανόητη αστυνομική και δικαστική πλάνη ήρθε στο φως με θύμα τη θανατοποινίτη Μελίσα Λούσιο από το Τέξας, η οποία έμεινε 16 χρόνια στη φυλακή για τον θάνατο του 2χρονου παιδιού της. Ο θάνατος του μικρού κοριτσιού θεωρήθηκε ανθρωποκτονία από τις αρχές του Τέξας, οι οποίες καταδίκασαν σε θανατική ποινή την μητέρα. Ωστόσο η ιστορία αυτή συνοδεύεται από κενά, κραυγαλέες παραλείψεις και εξόφθαλμες αντιφάσεις. Όλα αυτά τα χρόνια η μητέρα φώναζε για την αθωότητα της λέγοντας πως ο θάνατος της κόρης της προήλθε από τυχαίο πέσιμο από τις σκάλες.
Το 2023 το δικαστικό συμβούλιο έφερε στο φως αδιάσειστα στοιχεία και τεκμήρια αθωότητας της μητέρας, τα οποία δεν εξετάστηκαν στο πρώτο δικαστήριο. Η υπόθεση θα εξεταστεί το επόμενο διάστημα στο Εφετείο, το οποίο θα εξετάσει τα νέα αυτά σημαντικά στοιχεία, και θα αποφασίσει για το αν θα ακυρώσει την καταδίκη της Λούσιο για ανθρωποκτονία με ποινή την εκτέλεση βάζοντας έτσι τέλος στον γολγοθά της μητέρας.
Στις 17 Φεβρουαρίου 2007 στο Τέξας η άμεση δράση φτάνει σε ένα διαμέρισμα μετά από κλήση, που έλαβε από την οικογένεια, που διέμενε στο διαμέρισμα αυτό. Πρόκειται για την 38χρονη τότε Μελίσα Λούσιο, η οποία ζούσε μαζί με τον σύζυγο της και τα 9 από τα 12 παιδιά της. Μάλιστα, την περίοδο εκείνη η μητέρα ήταν έγκυος σε δίδυμα. Οι γονείς κάλεσαν την άμεση δράση αφού βρήκαν την 2χρονη Μαράια χωρίς τις αισθήσεις της στο δωμάτιο, στο οποίο κοιμόταν. Η μικρή δεν ανέπνεε και το σώμα της ήταν γεμάτο μώλωπες. Τελικά, η 2χρονη Μαράια είχε καταλήξει.
Η «ομολογία» της μητέρας
Τα σημάδια στο σώμα της 2χρονης οδήγησαν την αστυνομία να πιστέψει πως ο θάνατος της ήταν αποτέλεσμα παιδικής κακοποίησης. Μάλιστα, η ακτινογραφία, που έγινε έπειτα, αποκάλυψε πως η μικρή πρόσφατα είχε σπάσει το χέρι της. Παράλληλα, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση της Νόρμα Τζιν Φάρλεϊ, η Μαράια ξυλοκοπήθηκε άγρια και ο θάνατός της ήταν ανθρωποκτονία που προκλήθηκε από τραύμα στο κεφάλι. “Θα μπορούσαν να προκληθούν μόνο από σκόπιμη σωματική κακοποίηση που ασκήθηκε εντός έως και 24 ωρών πριν από τον θάνατό της”, είπε η ιατροδικαστής.
Ωστόσο, κατά την ανάκριση η έγκυος μητέρα αρνήθηκε τα συμπεράσματα της έκθεσης λέγοντας πως η μικρή είχε πέσει από τις σκάλες του διαμερίσματος λίγες ημέρες πριν τον θάνατο της. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας, μετά την πτώση το παιδί φαινόταν καλά, αλλά με το πέρασμα των ημερών σταδιακά άρχισε να φαίνεται αδύναμο και να μην έχει όρεξη για φαγητό.
Έπειτα από τρεις ώρες ανάκρισης, κατά τις οποίες η μητέρα αρνούνταν επανειλημμένα πως κακοποιούσε τη μικρή, μετά τις πιέσεις της αστυνομίας και του ανακριτή η μητέρα άρχισε να σπάει υποκινούμενη από τις αρχές να παραδεχτεί την ενοχή της. Τελικά, η μητέρα παραδέχτηκε πως είχε χτυπήσει την μικρή λίγες ημέρες πριν χωρίς ωστόσο τα χτυπήματα αυτά να είναι τόσο εκτενή και βαριά, ώστε να προκαλέσουν θάνατο.
Το εντυπωσιακό είναι, πως καθοριστικά τεκμήρια για την ενοχή της μητέρας σύμφωνα με τους αστυνομικούς ήταν η συμπεριφορά της χωρίς βέβαια να υπάρχουν στοιχειοθετημένες αποδείξεις. Το 2008, δηλαδή 1,5 χρόνο μετά τον θάνατο της 2χρονης κι έπειτα από μια σειρά ανακρίσεων, η Λούσιο οδηγήθηκε στη φυλακή περιμένοντας την εκτέλεση της θανατικής ποινής, στην οποία καταδικάστηκε. Αυτό που συγκλονίζει, όμως, είναι το σκεπτικό της απόφασης, που ουσιαστικά «έδειχνε» προς την κατεύθυνση της δολοφονίας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης ο αστυνομικός που ανέκρινε την μητέρα, Βίκτωρ Εσκαλόν, δήλωσε στο δικαστήριο “Είδα μια ήσυχη γυναίκα, να σκύβει το κεφάλι της χωρίς να ζητήσει δικηγόρο και τότε, ήξερα ότι έκανε κάτι”, συμπεριφορά που κατά τις αρχές επιβεβαίωνε την ενοχή της.
Η Λούσιο δεν παραδέχτηκε ποτέ στην ανάκριση ότι σκότωσε το παιδί της, παρά μόνο ότι το χτύπησε λίγες μέρες πριν τον θάνατο της 2χρονης. Ως εκ τούτου, η καταδίκη της Λούσιο βασίστηκε σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις.
Δεν εξετάστηκαν σημαντικά πειστήρια
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου οι συνήγοροι της μητέρας δήλωσαν πως χρησιμοποιήθηκαν στην ανάκριση τεχνικές που θεωρούνται καταναγκαστικές κατά τους ίδιους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με το Μητρώο Αθωώσεων του Τέξας περίπου το 12% των καταδικαστικών αποφάσεων διαπιστώθηκε ότι ήταν λανθασμένες και προέρχονταν από ψευδείς ομολογίες.
Οδοντιατρικά καλούπια, αποκόμματα των νυχιών του 2χρονου κοριτσιού και το δαχτυλίδι που φορούσε η Λούσιο συγκεντρώθηκαν ως στοιχεία, τα οποία ωστόσο δεν εξετάστηκαν ποτέ ούτε στάλθηκαν ως πειστήρια στα εγκληματολογικά εργαστήρια για εξέταση DNA. Μάλιστα, η μη διενέργεια εξέτασης των παραπάνω στοιχείων άφησε αδιευκρίνιστες πολλές σημαντικές πτυχές, καθώς δεν μπόρεσε η αστυνομία να προσδιορίσει τις ευρύτερες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε το πτώμα, όπως για παράδειγμα η ακριβής ώρα θανάτου.
Στην ιατροδικαστική έκθεση γίνεται λόγος για βαριές και θανατηφόρες κακώσεις. Βέβαια, τα στοιχεία αυτά δημιουργούν ακόμη περισσότερες σκιές, καθώς ενώ στην ιατροδικαστική εξέταση γίνεται λόγος για «πολλαπλές κακώσεις σε διάφορα σημεία του σώματος», η επόμενη πραγματογνωμοσύνη επεσήμανε ότι το 2χρονο κορίτσι δεν έφερε βαρείς τραυματισμούς πέρα από το τραύμα στο χέρι, όπου είχε τοποθετηθεί επίδεσμος.
Ωστόσο, τα λάθη και οι παραλείψεις της δίκης δε σταματούν εδώ.
Οι συνήγοροι της Λούσιο υποστήριξαν επίσης ότι η κατηγορούμενη δεν εξετάστηκε από κοινωνικό λειτουργό και ψυχολόγο. Παράλληλα, δεν εξετάστηκε το παρελθόν της κατηγορούμενης, η οποία υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Μετά την καταδίκη της Λούσιο, οι Υπηρεσίες Παιδικής Πρόνοιας και Προστασίας ανέλαβαν την επιμέλεια των οκτώ από τα 12 παιδιά της. Ένα από αυτά, έλεγε ότι είχε δει τη μικρή Μαράια να πέφτει από τη σκάλα, μαρτυρία που δεν εξετάστηκε από τις αρχές.
Η δικαίωση άργησε 16 χρόνια
Βλέποντας τη ζωή της να καταρρέει και να γίνεται θρύψαλα από τη μια στιγμή στην άλλη, η Λούσιο δεν έμεινε αμέτοχη και ζητούσε δικαίωση διατρανώνοντας επανειλημμένα την αθωότητα της. Στα χρόνια που ακολούθησαν της καταδίκης της Λούσιο, τα δικαστήρια του Τέξας απέρριψαν τις αιτήσεις της για επανεξέταση μαρτύρων υπεράσπισης και σημαντικών πειστηρίων. Ωστόσο, στο 5ο Εφετείο το 2019 τρεις δικαστές ζήτησαν την επανεξέταση της υπόθεσης θεωρώντας πως η υπόθεση έχει κενά, αντιφάσεις και αναπάντητα ερωτήματα. Παράλληλα, μαρτυρίες της πρώτης δίκης, οι οποίες επιβεβαίωναν την ανθρωποκτονία, το 2019 θεωρήθηκαν ψευδείς.
Λίγο μετά, ο δικαστής του δικαστηρίου της κομητείας Κάμερον, Αρτούρο Νέλσον δήλωσε ότι η Λούσιο είναι “στην πραγματικότητα αθώα” και δεν σκότωσε την κόρη της. Υπό το φως των νέων στοιχείων, υπάρχουν τόσο σαφείς και πειστικές αποδείξεις αθωότητας που κανένας λογικός ένορκος δεν θα είχε καταδικάσει τη Λούσιο”. Πρόσθετα στοιχεία, τα οποία είχαν αποκρύψει οι εισαγγελείς κατά τη διάρκεια της πρώτης δίκης της Λούσιο, παρουσιάστηκαν στο δικαστικό συμβούλιο ως αποδεικτικά στοιχεία για την αθωότητά της.
“Το συμπέρασμα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν συνάδει με την πραγματικότητα αυτής της δίκης” ανέφεραν οι τρεις δικαστές που διορίστηκαν. Οι τρεις δικαστές δε σταματούν εκεί. «Δεν είναι καν σαφές» τόνισαν με ποιο σκεπτικό ο προηγούμενος εισαγγελέας αποφάσισε να μη διατάξει περαιτέρω διερεύνηση και εξέταση των πειστηρίων.
Η υπόθεση μεταφέρθηκε στο Ποινικό Εφετείο του Τέξας πριν λίγο, το οποίο θα αποφασίσει εάν θα αποδεχτεί την πρόταση του δικαστικού συμβουλίου και τελικά αν θα προχωρήσει σε ακύρωση της καταδίκης της Λούσιο για ανθρωποκτονία με ποινή την εκτέλεση.
Η συγκινητική επιστολή και η Καρντάσιαν
Το 2022, η Κιμ Καρντάσιαν, η οποία ασχολείται ενεργά με την απόδοση δικαιοσύνης για θύματα κακοδικίας στις ΗΠΑ, μίλησε για την συγκεκριμένη υπόθεση όταν δέκα από τα παιδιά της Λούσιο έγραψαν μια επιστολή στον κυβερνήτη του Τέξας Γκρεγκ Άμποτ και στο Συμβούλιο Χωροταξίας και Αποφυλάκισης του Τέξας, ζητώντας τους να αποσύρουν τη θανατική ποινή της μητέρας τους.
“Σας ζητάμε να χαρίσετε τη ζωή της μητέρας μας, Μελίσα Λούσιο. Σας ζητάμε να μπει τέλος σε αυτή την υπόθεση. Ζητάμε ειρήνη”, αναφερόταν στην επιστολή.
Η Καρντάσιαν είχε χαρακτηρίσει την επιστολή “σπαρακτική” και δήλωσε ότι υπάρχουν “πολλά άλυτα ερωτήματα γύρω από αυτή την υπόθεση και τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν”.
Διαβάστε επίσης:
Γάζα: Η Χαμάς καλεί τον Τραμπ να πιέσει το Ισραήλ για κατάπαυση του πυρός