«Horizon: An American saga»: Η μεγάλη επιστροφή του Κέβιν Κόστνερ

Μετά το αμφιλεγόμενο «Yellowstone» έρχεται το πρώτο μέρος της επικής τετραλογίας «Horizon: An American saga». Πόσο αντέχει σήμερα ο μύθος του καουμπόι που θεωρεί την κατάκτηση της Δύσης κληρονομικό του δικαίωμα;

Μπορεί ο γοητευτικός αστέρας του Χόλιγουντ να κέρδισε ένα ολόθερμο και παρατεταμένο χειροκρότημα μετά την προβολή της πρώτης ταινίας του franchise «Horizon: An American saga» που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών, ωστόσο η υποδοχή των κριτικών που είδαν το τρίωρο φιλμ υπήρξε μάλλον διχασμένη. Παρ’ όλα αυτά, το πρώτο μέρος της επικής τετραλογίας του Κέβιν Κόστνερ για την κατάκτηση της αμερικανικής Δύσης καθώς ο Εμφύλιος Πόλεμος διχάζει την Αμερική (θα προβληθεί στις αίθουσες στις 27 Ιουνίου, με το δεύτερο μέρος να ακολουθεί στις 15 Αυγούστου) έχει ήδη δημιουργήσει τον μύθο του. Και δεν είναι καθόλου τυχαίος, καθώς έρχεται μετά την τεράστια επιτυχία της σειράς «Yellowstone» που έχει κολλήσει εκατομμύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο στις οθόνες, αλλά και χάρη στην προσωπική εμπλοκή του ίδιου του ηθοποιού, ο οποίος δηλώνει ότι για το «Horizon» έφτασε να υποθηκεύσει μέχρι και το ιδιωτικό του ράντσο στη Σάντα Μπάρμπαρα. Εγινε επίσης γνωστό ότι ο θρυλικός σταρ ανέβηκε σε πολλές θαλαμηγούς εκατομμυριούχων της Κρουαζέτ όχι για να βγει φωτογραφία μαζί τους αλλά για να τους πείσει να βγάλουν τα μπλοκ των επιταγών τους και να χρηματοδοτήσουν τις επόμενες δύο συνέχειες της ταινίας, η οποία αποτελεί όνειρο ζωής για εκείνον από το μακρινό 1988.

Ευθυτενής, κομψός και γοητευτικός, παρέα με πέντε από τα παιδιά του, περπάτησε στο κόκκινο χαλί για να βιώσει μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της καριέρας του. Ο συνήθως σοβαρός, εγκρατής και λιγομίλητος σταρ του Χόλιγουντ λύγισε μετά την πρεμιέρα. Με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησε τους θεατές του φεστιβάλ για την υποστήριξη σε μια ταινία ολόδική του, στην οποία υπογράφει το σενάριο (μαζί με τον Τζον Μπάρετ), τη σκηνοθεσία και την παραγωγή κρατώντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πρόκειται για μια κινηματογραφική δημιουργία που αποτελεί, μαζί με το «Yellowstone», το επιθετικό comeback ενός από τους πιο ανθεκτικούς ηθοποιούς της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Δεν ξέρουμε ακόμη αν το ευρύ κοινό θα αγκαλιάσει το «Horizon» όπως έκανε με το «Yellowstone», αλλά αν κρίνουμε από όσα έχουν γραφτεί μέχρι στιγμής, ίσως και να μην είναι εύκολο στοίχημα. «Εργο ματαιοδοξίας» το χαρακτήρισε το IndieWire, ο «Guardian» θεωρεί ότι «δεν θυμίζει ταινία αλλά συρραφή επεισοδίων τηλεοπτικής σειράς» με αρκετά μπερδεμένη πλοκή, το «Vanity Fair» έγραψε ότι «συναγωνίζεται το “Megalopolis” του Κόπολα ως το μεγαλύτερο αμερικανικό φιάσκο στις φετινές Κάννες», ενώ το «Hollywood Reporter» θέτει ευθέως θέμα άδικης αντιμετώπισης των ιθαγενών της Αμερικής, θεωρώντας ότι «χρειάστηκε πολύς κινηματογραφικός χρόνος μέχρι να φανεί κάποια ευαισθησία».

Η σειρά «Yellowstone» προβάλλεται στο Netflix

Διαχρονικός και ακατάβλητος καουμπόι

Ο Κέβιν Κόστνερ έχει σημαδέψει πολλούς ρόλους ως το απόλυτο αμερικανικό icon. Οι επιτυχίες του παραμένουν εμβληματικές, όπως στους «Αδιάφθορους» δίπλα στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και τον Σον Κόνερι, στον «Σωματοφύλακα» με τη Γουίτνεϊ Χιούστον ή στην ταινία «JFK» μεταξύ άλλων. Ωστόσο ο ρόλος του υπολοχαγού Τζον Ντάνμπαρ στην ταινία «Χορεύοντας με τους λύκους», η οποία κέρδισε επτά βραβεία Οσκαρ το 1991 (μαζί με αυτά της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας για τον Κόστνερ), θα τον συνδέει για πάντα με το επικό γουέστερν και τον ηρωισμό, την περιπέτεια και τον σκληροτράχηλο ατομικισμό της αδάμαστης Δύσης, που ποτέ δεν έπαψαν να τον ελκύουν στη μακρά διαδρομή του. Μαγνητικός στις ερμηνείες του παρότι δεν είναι ηθοποιός μεγάλης ερμηνευτικής γκάμας, ο Κόστνερ μπορεί να ενσαρκώνει υποβλητικά το στερεοτυπικό αντρικό πρότυπο που λέει λίγα, ξέρει πολλά και μαντεύει πολύ περισσότερα με προφίλ που διαγράφεται αδρά κάτω απ’ το καουμπόικο καπέλο του.

Ο χολιγουντιανός σταρ και το είδος Americana δεν χώρισαν στην πραγματικότητα ποτέ, γι’ αυτό και στον πρώτο πρωταγωνιστικό ρόλο του σε σειρά επέλεξε και πάλι έναν ήρωα που έρχεται με παλιά αυτοπεποίθηση και γνώριμα υλικά. Ο μεγαλοκτηματίας Τζον Ντάτον του «Yellowstone» που αγωνίζεται με όλους τους τρόπους να κρατήσει ανέπαφα το αχανές κτήμα του και τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στα απέραντα οικογενειακά βοσκοτόπια της Μοντάνα τού ταίριαξε γάντι σε ένα σύγχρονο ranch story που έγραψε ιστορία ως η πιο δημοφιλής σειρά στις ΗΠΑ έπειτα από χρόνια. Μόνο που οι καιροί έχουν αλλάξει. Και παρά την επιτυχία του το «Yellowstone» ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις, κυρίως για το υπερπροβεβλημένο πρότυπο του τοξικού αρσενικού και την προκατειλημμένη αντιμετώπιση των ιθαγενών, κυρίως των γυναικών.

Σκάνδαλο στο καστ και πολιτιστική ιδιοποίηση

Από το ξεκίνημα της σειράς της Paramount Network το καλοκαίρι του 2018 πολύς λόγος έγινε για την καταγωγή της ηθοποιού Κέλσι Ασμπιλ που ενσαρκώνει την Ινδιάνα νύφη του πατριάρχη της οικογένειας. Η ηθοποιός είχε δηλώσει ότι μέρος της καταγωγής της είναι από τη φυλή Τσερόκι, κάτι που αμφισβητήθηκε, ξεσηκώνοντας αντιδράσεις για απαράδεκτη ιδιοποίηση πολιτιστικής κληρονομιάς. Πέρα από το ατυχές αυτό περιστατικό, αντιδράσεις υπήρξαν συνολικά για τον τρόπο παρουσίασης των ιθαγενών Αμερικανίδων ως θυμάτων της βίαιης συμπεριφοράς των λευκών αντρών, όχι γιατί είναι ιστορικά ανακριβής αλλά εξαιτίας της καταχρηστικής θυματοποίησής τους, που θεωρήθηκε υπερβολική και προσβλητική. Αυτό που εξόργισε ακόμη περισσότερο τους πιο φιλελεύθερους και τους εκπροσώπους των ιθαγενών Αμερικανών ήταν η αντιστροφή των ρόλων στο ιδιαιτέρως απεχθές ζήτημα της υποχρεωτικής στείρωσης των ιθαγενών γυναικών τη δεκαετία του 1970 στην Αμερική.

Στη σειρά δεν είναι κάποια Ινδιάνα που στειρώνεται χωρίς τη θέλησή της, αλλά η λευκή ηρωίδα Μπεθ Ντάτον (που ενσαρκώνεται ανατρεπτικά από τη Βρετανίδα ηθοποιό Κέλι Ράιλι), σεναριακή απόφαση που έδωσε άλλο ένα χαστούκι στις ευαισθησίες της μειονοτικής Αμερικής. Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι όλες τις σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή της Ινδιάνας Μόνικα τις παίρνει ο άντρας της και γιος του βαρόνου γαιοκτήμονα Ντάτον και ότι ακόμη και τη θέση της ως καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο της Μοντάνα την εξασφαλίζει ως χάρη προς τον πεθερό της, μετράμε αρκετούς λόγους που δικαιολογούν πολλές από τις αντιδράσεις. Στο μεταξύ, η απεικόνιση του αρχηγού των Ινδιάνων Τόμας Ρεϊγουότερ (Γκιλ Μπέρμιγχαμ) περίπου ως αντίστοιχου του Τζον Ντάτον στον αμοραλισμό και στις μεθοδεύσεις (εκτός του ότι είναι πιο συγκρατημένος στην εξολόθρευση των αντιπάλων του) καθώς και της Ινδιάνας συμβούλου του ως ανελέητης καπιταλίστριας μας δίνουν ένα αχρείαστο κοκτέιλ στρεβλής φυλετικής απεικόνισης σε μια σειρά του 21ου αιώνα. Ο μόνος γυναικείος χαρακτήρας που διασώζεται, επειδή είναι ο πιο ακραίος της σειράς, είναι η αδίστακτα διαυγής Μπεθ Ντάτον, πρώην θύμα των αντρών και ανεστραμμένη femme fatale, μια μετεωρική περσόνα που σπέρνει ανέμους και θερίζει θύελλες δυναμιτίζοντας τα πάντα στο πέρασμά της.

Οταν το «Ντάλας» συναντά το «Succession»

Οι παλιότεροι θυμούνται ή έχουν ακούσει τις τηλεοπτικές περιπέτειες της οικογένειας Γιούιν και του αυτοκαταστροφικού οικογενειακού ιστορικού τους με φόντο τις πετρελαιοπηγές τους στο Τέξας. Η πανάκριβη γη της Μοντάνα δεν αποτελεί πεδίο μικρότερης έριδας ανάμεσα στους μεγαλοκτηματίες καουμπόι, τους ιθαγενείς Ινδιάνους που τη διεκδικούν από τους λευκούς εισβολείς που την άρπαξαν μέσα απ’ τα χέρια τους και τους αδίστακτους μεσίτες που καραδοκούν για τα ιλιγγιώδη κέρδη από την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής.

Στην πραγματικότητα οι τρεις εναπομείναντες κληρονόμοι του Τζον Ντάτον μοιάζουν πολύ με τα παιδιά του Λόγκαν Ρόι στην ίντριγκα για τη διαδοχή και στον ανελέητο ανταγωνισμό για την αγάπη του πατριάρχη της οικογένειας. Κι αν στους πολυτελείς ουρανοξύστες του «Succession» η αφοσίωση μετριέται με το πόσο χαμηλά θα πέσει κάποιος για μια μονάδα παραπάνω στο χρηματιστήριο, στον χωμάτινο κόσμο του οικογενειακού ράντσου μετράνε πάνω απ’ όλα η σκληρή δουλειά και το αξίωμα ότι όλα πρέπει να παραμείνουν όπως ήταν πριν από επτά γενιές. «Είμαι ο τοίχος ενάντια στην πρόοδο» πρεσβεύει ο Τζον Ντάτον για να διατηρήσει το βασίλειό του και το ιερό δικαίωμα στην ιδιοκτησία του. Και πράγματι ο αρχηγός της οικογένειας ανέχεται την ακραία συμπεριφορά της μοναχοκόρης του Μπεθ, με την οποία συνομιλούν «λες και είναι άντρες», σκοτώνει ή διατάζει την εξόντωση οποιουδήποτε σημαντικού η ασήμαντου εμποδίου στα σχέδιά του λες και είναι ο καουμπόι ξάδελφος του μαφιόζου Τόνι Σοπράνο, αρνείται ακόμη και τη σκέψη ότι το ίδιο ιερό δικαίωμα στη γη του έχουν οι προηγούμενοι, πολύ παλαιότεροι ιδιοκτήτες της. Αυτό όμως που δεν μπορεί ποτέ να διασαλευτεί είναι οτιδήποτε έχει σχέση με τις ιερές, απαραβίαστες και πατροπαράδοτες αρχές που έκαναν την Αμερική μεγάλη.

Το πρότυπο του αρσενικού με τις υπερβολικές δόσεις τεστοστερόνης που διασκεδάζει κυνηγώντας βουβάλια με το λάσο, συχνάζει μόνο σε ροντέο, δεν κουράζεται ούτε φοβάται ποτέ και ξεπερνάει στο άψε σβήσε όλες τις αρρώστιες, ακόμη και τον καρκίνο, δεν ξέρω πόση σχέση έχει με τη ζωή σήμερα σε ένα σύγχρονο αμερικανικό ράντσο. Ξέρω ότι η σειρά, αν και κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή επί πέντε σεζόν χάρη στο σενάριο του Τέιλορ Σέρινταν (που δεν φτάνει όμως τον ανυπέρβλητο κυνισμό του «Succession»), στο πολύ καλό καστ και στην ακριβή παραγωγή προβάλλει ξεκάθαρα τις αξίες της πιο συντηρητικής Αμερικής, σε σημείο που κάποιοι τη χαρακτηρίζουν ρεμπουμπλικάνικο «Game of thrones».

Ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου

Ο Κέβιν Κόστνερ δηλώνει ανεξάρτητος πολιτικά, χωρίς να κρύβει τις ρεπουμπλικάνικες ρίζες του. Μεγαλωμένος σε ένα συντηρητικό και σχετικά στερημένο περιβάλλον, στην εφηβεία του θεωρούσε ότι όσοι διαδήλωναν εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ δεν ήταν πατριώτες. Προτού ακολουθήσει το όνειρό του να γίνει ηθοποιός δούλευε σε ψαράδικες βάρκες, εργάτης σε οικοδομές και οδηγός σε φορτηγά. Από το 1996 έπαψε να είναι Ρεπουμπλικάνος και έκτοτε ψηφίζει κυρίως Δημοκρατικούς, αν και όπως έχει πει «οι αξίες τους δεν αντιπροσωπεύουν πάντα όλα όσα πιστεύω».

Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν διεκδίκησε για τον εαυτό του τον ρόλο του αναμορφωτή του αμερικανικού σινεμά αλλάζοντας την αφήγηση για τους ιθαγενείς της Αμερικής όπως έκανε ο Σκορσέζε με το έπος του «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού». Από την εποχή του «Χορεύοντας με τους λύκους» ο Κόστνερ δίνει τη δική του εκδοχή του αμερικανικού ονείρου, μέρος του οποίου είναι και ο ίδιος, απεικονίζοντας τη σκονισμένη μυθολογία της αμερικανικής Δύσης αντί να δημιουργήσει μια νέα. Φτιάχνει κόσμους που ο μέσος Αμερικανός έχει μάθει να αναγνωρίζει και να σέβεται, πιστεύει ότι είναι έντιμος απέναντι στις μειονότητες, παρόλο που, όπως παραδέχεται, «δεν έχω καλύψει όλα τα κουτάκια». Δεν θέλει να ανακαλύψει ξανά τη Δύση ούτε να παραδώσει μαθήματα ιστορίας, θέλει μόνο να φτιάχνει ταινίες που θα πάει ο κόσμος να δει.


INFO
Το πρώτο μέρος της κινηματογραφικής τετραλογίας του Κέβιν Κόστνερ «Horizon: An American saga» θα βγει στις αίθουσες στις 27 Ιουνίου και το δεύτερο θα ακολουθήσει στις 15 Αυγούστου