Το βιβλίο του Γιάννη Λεοντάρη «Οι κάτοικοι της σκηνής» προσφέρει στους ηθοποιούς εργαλεία διαχείρισης του θεατρικού κειμένου.
Στους θιάσους παλαιότερων εποχών, που κάποτε και υπό την πίεση της ανάγκης συγκροτούνταν εκ του προχείρου, η πρώτη και ασφαλώς η κρισιμότερη ερώτηση του θιασάρχη σε όσους συνεργάτες πρότειναν ένα καινούργιο μέλος δεν αφορούσε την κίνηση, το ύφος ή το παράστημα του υποψηφίου αλλά την άνεση του λόγου. Αυτό που ενδιέφερε πρωτίστως ήταν αν ο ηθοποιός «τα λέει» ή «δεν τα λέει». Από τότε φυσικά έχουν αλλάξει πολλά, αλλά ουδέποτε αμφισβητήθηκε σοβαρά πως η λέξη φτιάχνει τον ηθοποιό και η λέξη τον χαλάει. Η διαπίστωση αυτή είναι κοινή σε κάθε εγχειρίδιο σκηνικής πρακτικής από την αρχαιότητα έως σήμερα, τουλάχιστον για το είδος του θεάτρου που έχει στο επίκεντρο τον λόγο. Ισχύει από τότε που η πρώτη λέξη αποσπάστηκε από το στόμα του ηθοποιού σαν πουλί από τη φωλιά του και επιδίδεται στον θεατή με αξιώσεις βαθύτερης επικοινωνίας. Η διερεύνηση των δυνατοτήτων του θεατρικού λόγου να υπερβεί την καθημερινή χρήση των λέξεων και να διανύσει την απόσταση από το επίκαιρο νόημα ως την πιο απόμακρη και την πιο απωθημένη σημασία μιας έκφρασης αποτελεί λοιπόν ιδιαίτερη και άκρως απαιτητική μέριμνα κάθε σκηνοθέτη με θεωρητικό υπόβαθρο.
«Είναι εργαλείο σκηνικής πρακτικής»
Από την άποψη αυτή είναι σημαδιακό ότι ο Γιάννης Λεοντάρης ξεκίνησε την επιστημονική και καλλιτεχνική του πορεία με διδακτορική διατριβή που είχε θέμα τη σιωπή στην κινηματογραφική και τη λογοτεχνική αφήγηση, ώσπου να φτάσει, διαγράφοντας έναν πλήρη κύκλο, σε μια εξαιρετικής ποιότητας εργασία με θέμα τα προβλήματα εκφοράς του σκηνικού λόγου από τους ηθοποιούς που εδώ αποκαλούνται «Κάτοικοι της σκηνής» (εκδ. Υψιλον). Ο ανά χείρας τόμος, λέει ο συγγραφέας, «είναι κυρίως εργαλείο σκηνικής πρακτικής. Ως τέτοιο δεν αποσκοπεί στο να οδηγήσει τον ηθοποιό ή τον σπουδαστή/φοιτητή σε μια κλειστή διαδρομή αλλά, αντίθετα, να προτείνει μια σειρά από πρακτικά εργαλεία διαχείρισης του θεατρικού κειμένου, ελπίζοντας κάποια απ’ αυτά να εμπνεύσουν και να βοηθήσουν τους κατοίκους της σκηνής. Στόχος του βιβλίου είναι να πολλαπλασιάσει τα ερωτήματα, να αναδείξει τον σύνθετο χαρακτήρα τους και τις πιθανές διαδρομές για τη διαχείρισή τους μέσα από έναν επινοημένο και δυναμικό διάλογο με κείμενα σημαντικών δασκάλων της θεατρικής τέχνης».
Στην πραγματικότητα το βιβλίο του Λεοντάρη υπερβαίνει κατά πολύ τη χρησιμότητα ενός πλοηγού για την ακίνδυνη διέλευση του ηθοποιού από τους σκοπέλους της σκηνής, γιατί η εργαλειοθήκη του ξεχειλίζει προς κάθε κατεύθυνση. Αποστρέφεται τις τελεσίδικες απαντήσεις και όχι μόνο πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα αλλά θέτει σε διαρκή επανέλεγχο την ίδια τη σύνθεση του ερωτηματολογίου. Προσφέρει ολόκληρες δοκιμές και μισές υποσχέσεις, τονίζοντας μάλιστα πως η εμπρόθετη αθέτηση και η συνειδητή τους υπονόμευση είναι ουσιώδες μέρος της θεατρικής αυτογνωσίας. Ερευνά λεπτομερώς κάθε πτυχή των λεκτικών δράσεων που ο ίδιος εισηγείται και μελετά τις επιπτώσεις που αφορούν την ακροβατική σχέση σώματος και λόγου αλλά αρνείται να συντάξει κάποιον οδικό χάρτη με αξιώσεις οριστικότητας. Ετσι αφήνει το παιχνίδι ανοιχτό ως την επόμενη πρόβα και παραπέμπει μια χθεσινή απόφαση στην αυριανή της αναθεώρηση.
Αποτύπωμα δεκαετούς θεατρικής δράσης
Η πρόβα αποτελεί για τον συγγραφέα, που φαίνεται να συμμερίζεται σε μεγάλο βαθμό την ανάλογη οπτική του Λευτέρη Βογιατζή, την πεμπτουσία της θεατρικής λειτουργίας. Τα ημερολόγια πρόβας, λοιπόν, επέχουν θέση σεισμογραφικού διαγράμματος για τον σκηνοθέτη, καθώς καταγράφουν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηθοποιών, τις έκδηλες στην επιφάνεια των σκηνικών συμβάντων αλλά και τις υπόγειες, στο ημίφως της συνείδησης, αντιδράσεις τους απέναντι στην εξέλιξη της δράσης, τις μεταστροφές, τις υπαναχωρήσεις και τις ε παν α προσεγγίσεις τους απέναντι σε κάθε ρόλο ή μάλλον σε κάθε πρόσωπο που καλούνται να ερμηνεύσουν. Η υψηλή πνευματικότητα, ο άμετρος πλούτος και η ηθική ακεραιότητα της πρόβας διασώζονται ασχέτως αν το υλικό της προαχθεί σε παραστάσιμο ή παραμείνει άπαιχτο. Γιατί τα ποικίλως επαναλαμβανόμενα και πάντοτε διαφορετικά συμβάντα της πρόβας «χαρίζουν ενίοτε απείρως πιο ενδιαφέρουσες ποιότητες και αποχρώσεις σκηνικής ζωής στους κατοίκους της σκηνής από εκείνες που παράγονται στην παράσταση. Είναι άλλωστε αναπόφευκτο: κάθε παράσταση είναι μια πράξη βίας απέναντι στην πρόβα».
Το δοκίμιο του Λεοντάρη αποτελεί εν πολλοίς αποτύπωμα της δεκαετούς θεατρικής του δράσης ως σκηνοθέτη του θιάσου Κανιγκούντα αλλά σπονδυλώνεται επίσης από αναφορές στο έργο και στις θεωρητικές απόψεις μιας πλειάδας σημαντικών σκηνοθετών του 20ού αιώνα. Απαρτίζεται από επτά ενότητες στις οποίες εξετάζονται διεξοδικά όλες οι πτυχές της λεκτικής δράσης. Η εκφορά κάθε λέξης, κάθε φράσης και κάθε διαλόγου προβάλλεται ως φυσικά και αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τη σωματικότητα του ηθοποιού. Η ρηματική της ενέργεια συνεκφέρεται με την ανάσα και την τονικότητα των δρώντων υποκριτών και μεταβαίνει στον θεατή με τον παλμό και την ένταση, την ταχύτητα και τη διεύθυνση που εκείνοι επιλέγουν. Οι ηθοποιοί είναι άλλωστε, λέει επιλογικά ο Λεοντάρης, οι μοναδικοί κάτοικοι της σκηνής – και ενώ ο σκηνοθέτης είναι φιλοξενούμενος και με αβέβαιο μέλλον παρά την έως τώρα κυριαρχία του, εκείνοι θα παραμείνουν στο σανίδι ως το τέλος του παιχνιδιού που δεν έχει τέλος.
ΙΝFO
Tο βιβλίο του Γιάννη Λεοντάρη «Οι κάτοικοι της σκηνής» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Υψιλον