Αποτροπιασμό προκαλούν τα όσα κατέθεσε στην 16η ανακρίτρια, η δεύτερη γυναίκα, η οποία έζησε τη φρίκη στα χέρια του αστυνομικού που κατηγορείται ότι κρατούσε φυλακισμένη και εξέδιδε την 18χρονη κοπέλα στην Ηλιούπολη.
Η 27χρονη σήμερα γυναίκα, στην κατάθεσή της η οποία έγινε στις 23 Ιουλίου, αναφέρεται στην χρονική περίοδο 2016-2017 και καταγγέλλει ότι ο αστυνομικός, την βίαζε την εξέδιδε και την κρατούσε φυλακισμένη σε ένα σπίτι από αυτά που γυρίζονταν ταινίες. Η ίδια κάνει λόγο για πάρτυ με δημόσιες σεξουαλικές πράξεις, μάσκες και μανδύες, αλλά και την προσπάθεια του αστυνομικού να εξωθήσει στην πορνεία μία ανήλικη.
Ο 39χρονος αστυνομικός Δημήτρης Μπουγιούκος φέρεται να είχε εμπλακεί σε πολλές περιπτώσεις ίδιας ή παρόμοιας φύσης και μέρα με τη μέρα τα θύματά του σπάνε τη σιωπή, βρίσκουν το κουράγιο και τον καταγγέλλουν.
Πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά καταγγελία κατά του ήδη προφυλακισμένου αστυνομικού και τη δεύτερη που συμπεριλαμβάνεται στη συγκεκριμένη δικογραφία. Την ύπαρξη της καταγγελίας είχε γνωστοποιήσει η δικηγόρος της 18χρονης, Αντωνία Λεγάκη από τα μέσα Ιουλίου.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσε στην ανακρίτρια η νεαρή γυναίκα έμπλεξε μέσα από μια διαδικασία χειραγώγησης με τον 39χρονο αστυνομικό ο οποίος, την αιχμαλώτισε, την χτυπούσε, τη βίασε απειλώντας τη με το όπλο του, την εξέδιδε και την εξανάγκαζε να κάνει ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου, χρησιμοποιώντας τις μετά ως μοχλό πίεσης και μέσο εκβιασμού, ενώ παράλληλα της έδινε χάπια, που είχαν παρενέργειες όπως διάρροια, εμετοί και ημικρανίες.
Η ίδια όπως αναφέρει στην κατάθεσή της γνώρισε τον αστυνομικό σε ένα πάρτυ. Εκείνος τις επόμενες ημέρες της έστελνε συνεχώς μηνύματα και της ζητούσε επίμονα να συναντηθούν.
«Ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο από το σπίτι μου και ενώ εγώ του είχα πει να πάμε για καφέ αυτός με πήγε σε κάποιο ξενοδοχείο. Εγώ του είπα ότι δεν θέλω να πάω σε ξενοδοχείο και αυτός μου είπε να μην φοβάμαι και ότι θα πάμε στην καφετέρια που έχει το ξενοδοχείο στην ταράτσα. Μόλις μπήκαμε στο ασανσέρ έβγαλε το όπλο και μου είπε να μην μιλήσω και ότι θα μπούμε σε ένα δωμάτιο. Όταν μπήκαμε μέσα αυτός άφησε το όπλο σε εμφανές σημείο, ξάπλωσε στο κρεβάτι και μου ζήτησε να τον χαϊδέψω στα επίμαχα σημεία και να του κάνω στοματικό έρωτα», αναφέρει στην κατάθεσή της η 27χρονη.
Η καταγγέλλουσα κατάφερε και έκανε ένα τηλεφώνημα και ζήτησε βοήθεια τότε ο αστυνομικός φοβήθηκε και έφυγαν. «Μετά από αυτό μου ζητούσε συγγνώμη και έλεγε πως ήταν ένα κακόγουστο αστείο», συμπληρώνει.
Ο Δ. Μπουγιούκος – πάντα κατά την καταγγελία της 27χρονης – συνέχιζε να της στέλνει μηνύματα και να προσπαθεί να βρεθούν χρησιμοποιώντας ως αφορμή ένα μικρό χρηματικό ποσό που της είχε δανείσει.
«Με πήγε με το αυτοκίνητο κάποια έρημη τοποθεσία στο βουνό. Έβγαλε το όπλο του και όταν μου είπε ”πάμε στο πίσω κάθισμα” του είπα ότι ”δεν θέλω να κάνω κάτι”. Αυτός ενώ κρατούσε το όπλο του μου είπε ”Θέλεις να κάνεις κάτι”. Προσπάθησα να βρω διάφορες δικαιολογίες για να τον αποφύγω και να μην έρθω σε επαφή μαζί του. Αυτός άφησε το όπλο στο μπροστινό κάθισμα βγήκε από το αυτοκίνητο πήγε στο πίσω κάθισμα με τράβηξε και εμένα εκεί και με βίασε. Με υποχρέωσε να του κάνω στοματικό έρωτα πιέζοντας μου το κεφάλι προς το κάτω. Κατά τη διάρκεια της πράξης ήταν βίαιος απέναντι μου. Μετά με βίασε και μόλις τελείωσε μου είπε ότι θα συνεχίσει να γίνεται αυτό γιατί αλλιώς θα σκοτώσει τους γονείς μου. Του είπα ότι θα βρω τα λεφτά και θα του τα επιστρέψω για να με αφήσει ήσυχη αλλά εκείνος δεν ενδιαφερόταν πλέον για τα χρήματα. Εκείνη τη μέρα για πρώτη φορά μου είπε ότι θα γυρίσω ταινία», σημειώνει στην κατάθεσή της.
Η καταγγέλλουσα υποστηρίζει πως έπεσε θύμα βιασμού του αστυνομικού πολλές φορές μέσα σε λίγους μήνες ενώ υπογραμμίζει πως κάθε φορά υπήρχε η απειλή του όπλου.
Τα γυρίσματα δεν άργησαν να έρθουν, με τον κατηγορούμενο να κρατάει ολόκληρο το χρηματικό ποσό και από τις τρεις ταινίες που γυρίστηκαν. Η μία ταινία γυρίστηκε σε ένα σπίτι το οποίο έμελλε να είναι και η φυλακή της 27χρονης. Ο αστυνομικός, σύμφωνα με την κατάθεσή της, της είπε ότι έχει κανονίσει να μείνει (σ.σ. η κοπέλα) σ’ αυτό το σπίτι και από εκεί να πηγαίνει στα ραντεβού που θα της έκλεινε για με άλλους άνδρες. «Εγώ αντέδρασα και του είπα ότι δεν θέλω να το κάνω αυτό και αυτός άρχισε να με πιέζει και να με απειλεί πάλι με τη ζωή των γονιών μου. Στην τρίτη ταινία που γύρισα μου επιβεβαίωσε ότι έχει κλείσει το σπίτι και ότι πλέον είναι δεδομένο ότι θα πηγαίνουμε άλλους άντρες έναντι αμοιβής. Μου αγόρασε κινητό στο όνομά του, μου είπε ότι θα έρχομαι σε συνεννόηση με μια τηλεφωνήτρια η οποία θα με ενημερώνει για τα ραντεβού. Είχαν αναρτηθεί φωτογραφίες μου στο site … και μέσω αυτού του site κλείνονταν τα ραντεβού».
«Κάποιο βράδυ μου είπε ότι είχα δύο επιλογές για το υπόλοιπο της βραδιάς είτε να πάω μαζί του για να πείσουμε μια άλλη κοπέλα να γυρίσει κι αυτή ταινία είτε να πάω σ’ ένα πάρτι που είχε κανονίσει ο Σειρηνάκης. Εγώ επέλεξα να πάω στο πάρτυ. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω άλλη κοπέλα αυτά που είχα ζήσει εγώ. Ζήτησα να πάω στο σπίτι μου πρώτα για να αποχαιρετήσω τους γονείς μου γιατί κατάλαβα ότι ήταν η τελευταία ημέρα που θα τους έβλεπα. Ήταν καλύτερα γι’ αυτούς να απαλλαγούν από εμένα και να φύγω γιατί θα μάθαιναν όσα είχα κάνει και θα με έδιωχναν από το σπίτι. Ο κατηγορούμενος μου έλεγε ότι εφόσον είχαν γυριστεί ταινίες δεν υπήρχε επιστροφή γιατί αυτές μένουν. Αυτό ήθελε να πετύχει από την αρχή, να με εκβιάζει μέσω των ταινιών. Μου έλεγε επίσης ότι δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσω και ότι αν τον δώσω και μιλήσω, αυτός θα βγει λάδι. Εγώ πήγα στο πάρτυ. Εκεί απαγορεύονταν τα κινητά. Ο κατηγορούμενος με άφησε και έφυγε δεν ήρθε μαζί. Το πάρτι ήταν στο γκάζι, στο κλαμπ L. Όσοι συμμετείχαν φορούσαν μάσκες και μανδύες και από μέσα εσώρουχα. Εκεί οι ερωτικές πράξεις γίνονταν δημόσια».
Όπως αναφέρει στην κατάθεσή της, τα ραντεβού γίνονταν εκτός σπιτιού:
«Ερχόταν κάποιος ”Ρένος” με έπαιρνε με ένα πράσινο – λαδί αυτοκίνητο. Αυτός περίμενε να τελειώσω το ραντεβού και μετά με ξαναγύρισε στο σπίτι ή με πήγαινε στο επόμενο ραντεβού. Υπήρχε και ένας άλλος οδηγός “Βασίλης”, ο οποίος ερχόταν σπάνια. Τα ραντεβού ήταν καθημερινά, κυρίως βραδινές ώρες, έφταναν τα έξι έως εφτά την ημέρα. Το κάθε ραντεβού ήταν 140 με 150 €. Από αυτά εγώ κρατούσα τα 60 και τα υπόλοιπα τα έδινα στον οδηγό. Μετά τα 60 € τα έβαζα σε ένα χρηματοκιβώτιο στο σπίτι, όπως μου είχε υποδείξει ο κατηγορούμενος».
Η ίδια αναφερόμενη στην περίοδο της αιχμαλωσίας της από τον αστυνομικό κάνει λόγο και για την παρουσία ενός ανήλικου κοριτσιού που ο Δ. Μπουγίουκος προσπαθούσε να εξωθήσει στην πορνεία, αλλά και για μία ακόμα ενήλικη που και εκείνη εξέδιδε ο κατηγορούμενος.
«Την περίοδο που ήμουν στο σπίτι, ο Μπουγιούκος είχε φέρει εκεί, μία κοπέλα ανήλικη της οποίας το όνομα δεν το θυμάμαι. Την είχε φέρει εκεί δύο τρεις φορές για να δει το σπίτι για να μείνει και να κάνει κι αυτή βίζιτες. Αυτή δεν μπορούσε να γυρίσει ταινίες γιατί ήταν ανήλικη. Εγώ άκουσα ότι αυτή είχε πολύ κακές σχέσεις με τους γονείς της και έμενε στη νονά της και έτσι την είχε προσεγγίσει ο Μπουγιούκος. Επίσης στο σπίτι έμενε μαζί μου κάποιες φορές και άλλη μία κοπέλα την οποία βάζανε να εκδίδεται. Είχαμε πάει μαζί σε κάποια ραντεβού. Γενικά ο Μπουγιούκος δεν ήθελε οι κοπέλες να έχουμε σχέσεις μεταξύ μας και να γνωρίζουμε η μια την άλλη γι’ αυτό δεν ξέρω να σας πω λεπτομέρειες».
Η 27χρονη κατάφερε να δραπετεύσει με τη βοήθεια κάποιων τρίτων, οι οποίοι αντιλήφθηκαν την τραγική της κατάσταση αφού περιφερόταν σαν ζωντανή νεκρή, είχε χάσει πολλά κιλά, ήταν αδύναμη και φαινόταν μονίμως εξουθενωμένη.
Στην ανάκριση, έδωσε το παρόν και πραγματογνώμονας-ψυχολόγος όπως προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία.
Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Ιωάννη Μανάφα, η 27χρονη σήμερα καταγγέλλουσα «παρουσιάζει τυπικά χαρακτηριστικά κρίσεων μετατραυματικών επεισοδίων, και καταθλιπτικά επεισόδια. Παράλληλα παρουσιάζει, παρεμβατικές σκέψεις και αναμνήσεις και αναβιώσεις της εμπειρίας με έντονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις – οξεία δραστηριότητα αυτόνομου νευρικού συστήματος. Βιώνει σε μεγάλο βαθμό ανασφάλεια (φόβο και τρόμο) και βρίσκεται σε επιφυλακή. Επίσης παρατηρείται, αρνητικές σκέψεις και συναισθήματα ανηδονια, αυτουποτίμηση και χαρακτηριστικά αυτοκαταστροφής. Η κατάσταση της κινδυνεύει να παγιωθεί με αποτέλεσμα να υποστεί ριζική αλλαγή της προσωπικότητας της».