Η Δεξιά δεν έχει ανάγκη από ηγέτες, ποτέ δεν είχε: κυβερνούσε και κυβερνά με τον καθολικό έλεγχο των δομών της εξουσίας και με αυταρχισμό που της διασφαλίζει τον έλεγχο των αντιδράσεων στην επίφαση άσκησης της δημοκρατίας.
Η Δεξιά έχει ανάγκη από εντεταλμένους εκπροσώπους στη λειτουργία των δημοκρατικών δομών και των ανεξάρτητων αρχών. Κάποτε μάλιστα κυβερνούσε ακόμη και με ξόανα ή με ανδρείκελα.
Η Δεξιά εκπροσωπεί τα συμφέροντα των ισχυρών και θεωρεί πατριωτικό καθήκον και εθνικό συμφέρον την –με κάθε τρόπο– επιβολή αυτών των συμφερόντων. Ετσι πολιτεύεται στο εσωτερικό, με αυτό το πρίσμα χτίζει συμμαχίες στο εξωτερικό.
Τη δικαστική επί παραδείγματι εξουσία φροντίζει να την ελέγχει απόλυτα με την ασφαλή μέθοδο του διορισμού της ηγεσίας της, με τον ορισμό των βολικών δικαστών σε υποθέσεις που την καίνε και με την παραχώρηση ειδικών προνομίων στους λειτουργούς της, που αποτελεί την πλευρά της «νόμιμης» εξαγοράς της.
Οσο για τη λειτουργία της ανεξάρτητης, ακηδεμόνευτης και μαχητικής δημοσιογραφίας, δεν απαιτείται η μελέτη των απάντων του Γκέμπελς, αρκεί μια γρήγορη ματιά στη λίστα Πέτσα.
Η Αριστερά, αντιθέτως, έχει ανάγκη από μεγάλους ηγέτες γιατί εκπροσωπεί την πολυπληθή αλλά και πλέον ανίσχυρη πλευρά, των αδυνάτων και κοινωνικά αδικημένων, αυτών που αποτελούν το αντικείμενο της εκμετάλλευσης, με τη βολική για τους ισχυρούς νομοθέτηση μέτρων που υπαγορεύουν στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία και με την επισπεύδουσα εφαρμογή τους από το δικό τους γκουβέρνο.
Η Αριστερά δεν είχε ποτέ στη βάση της ιδεολογίας της τον έλεγχο των δομών της εξουσίας αλλά την επιβιωτική ανάγκη για τον κομματικό έλεγχο των ιδεολογικών παρακαταθηκών της, από τον φόβο της εισροής τοξικών κυμάτων που –χωρίς στεγανά– θα μολύνουν την άχραντη ιδεολογική «θεία κοινωνία» των δοκιμασμένων πιστών.
Αυτή ακριβώς υπήρξε και η κύρια αιτία των διασπάσεων στην ιστορία των κομμουνιστικών και αριστερών κομμάτων.
Από την άλλη, βέβαια, η Αριστερά επαίρεται ότι επηρεάζει πολύ ευρύτερες μάζες λαού από τους προσερχόμενους στην κάλπη της, ενώ κομπάζει (απολύτως δίκαια) ότι βρίσκεται σε θέση ιδεολογικής πρωτοπορίας, αφού μπορεί να μην ελέγχει τις εξελίξεις αλλά σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις επηρεάζει.
Επειδή δεν υπάρχει αυτόματος και απρόσωπος ιδεολογικός μηχανισμός επιρροής των ευρύτερων λαϊκών μαζών απαιτούνται δύο βασικές προϋποθέσεις ώστε η Αριστερά να αναδειχτεί σε πλειοψηφική κοινωνική και πολιτική δύναμη ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων:
Πρώτον, η επικυρίαρχη αστική εξουσία –και με τη δράση των προοδευτικών δυνάμεων– να βρεθεί σε αδιέξοδο στην απρόσκοπτη άσκηση της πολιτικής της, απειλούμενη με κατάρρευση, ειδικότερα σε εμπόλεμες καταστάσεις ή σε μεγάλες οικονομικές κρίσεις.
Δεύτερον, να υπάρξει εκείνος ο ηγέτης στην πλευρά της αριστερής ριζοσπαστικής και προοδευτικής παράταξης που θα εμπνεύσει και θα επηρεάσει πολύ ευρύτερες μάζες από αυτές που την ψηφίζουν ή που αποτελούν περιστασιακό ακροατήριό της ή ακόμη ακόμη συμμαχούν μαζί της σε κοινωνικούς αγώνες για να πετύχει την ανατροπή.
Παρά τα όσα η ίδια η Αριστερά προβάλλει και ισχυρίζεται, δηλαδή ότι ο ηγέτης είναι ήσσονος σημασίας γι’ αυτήν, η παγκόσμια ιστορία διδάσκει ότι καμία πολιτική και κοινωνική επανάσταση ή πολιτική ανατροπή δεν επιτεύχθηκε χωρίς την ύπαρξη μιας χαρισματικής ηγετικής προσωπικότητας.
Η ελληνική κομμουνιστική και ριζοσπαστική Αριστερά έχει αναδείξει σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες που επηρέασαν και καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό την ιστορία του τόπου, καθώς επηρέασαν μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες αλλά δεν κατάφεραν ποτέ την πολιτική ανατροπή.
Για πρώτη φορά σε περίοδο ειρήνης και ομαλού κοινοβουλευτικού βίου –με σοβούσα τη μεγαλύτερη σύγχρονη οικονομική κρίση– μόνο ο Αλέξης Τσίπρας κατόρθωσε με την ηγετική του προσωπικότητα να καταστήσει την Αριστερά πλειοψηφική κοινοβουλευτική δύναμη –μόνος εναντίον όλων– και να κερδίσει το στοίχημα για τον τόπο, ενώ συνεχίζει να αποτελεί τη μόνη δύναμη ανάσχεσης της μητσοτακικής λαίλαπας.
Οι επιθέσεις που δέχεται ο Αλέξης Τσίπρας και από συντρόφους του (ακόμη και για το αυτονόητο και σαφέστατα αριστερό μήνυμά του για τον Δεκαπενταύγουστο) θυμίζουν τα λόγια του Λάο Τσε: «Ο καλύτερος ηγέτης είναι εκείνος που οι άλλοι ίσα που καταλαβαίνουν την ύπαρξή του. Οταν η δουλειά τελειώσει και ο στόχος επιτευχθεί θα πουν: το κάναμε μόνοι μας».
Ο Θύμιος Γεωργόπουλος είναι οικονομολόγος