Κατά_x000D_
την ελληνική μυθολογία η Εστία είναι η θεότητα που συμβολίζει την οικιακή ζωή,_x000D_
γεγονός που οδήγησε τους αρχαίους Ελληνες στην πεποίθηση ότι η λατρεία της_x000D_
έφερνε ειρήνη και αρμονία στο σπίτι.
Το όνομα της Εστίας επιλέχτηκε να δοθεί στην πρώτη ελληνική γυναικεία ποδοσφαιρική ομάδα που αποτελείται από γυναίκες πρόσφυγες και μετανάστριες. Ο στόχος για την ποδοσφαιρική ομάδα Hestia είναι διττός: από τη μια να γίνει καταφύγιο για τις παίκτριες και από την άλλη οι υποστηρικτές της υψώνοντας τις φωνές τους να υπερασπιστούν τα δικαιώματα αυτών των ευάλωτων γυναικών. Γυναίκες που μπορεί να προέρχονται από διαφορετικές χώρες αλλά έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: πέρασαν από την κόλαση. Και πλέον μέσω του αθλητισμού –σε ερασιτεχνικό τουλάχιστον επίπεδο αποδεικνύει και πάλι ότι δεν γνωρίζει σύνορα– βρήκαν ένα κίνητρο για να αντεπεξέλθουν στην καθημερινότητά τους, η οποία παραμένει δυσβάσταχτη.
«Δεν θα εγκαταλείψουν»
«Η δημιουργία της ομάδας Hestia FC οφείλεται σε ένα πρόγραμμα του Διεθνούς Κέντρου Ολυμπιακής Εκεχειρίας (ΔΚΟΕ)» ανέφερε στο Documento η ιδρύτρια και μάνατζερ της ομάδας Κατερίνα Σάλτα. «Η ομάδα ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου Μαρτίου. Είχε προηγηθεί η επιλογή μου από τον οργανισμό HIR –δραστηριοποιείται διεθνώς για τους παγκόσμιους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών μέσω του ποδοσφαίρου– ως μιας από τις δώδεκα πρέσβειρες σε ευρωπαϊκό επίπεδο που κληθήκαμε να σχηματίσουμε ομάδες ευάλωτων γυναικών».
Η Κατερίνα είχε συγκροτήσει και παλαιότερα ποδοσφαιρικά προγράμματα για πρόσφυγες και μετανάστες και «είχα διακρίνει το κενό που υπάρχει σε αθλητικές δραστηριότητες για γυναίκες πρόσφυγες και μετανάστριες. Συνάμα είχα βιώσει τον τρομερά θετικό αντίκτυπο του αθλητισμού σε ευάλωτους πληθυσμούς». Αυτήν τη στιγμή στην ομάδα υπάρχουν 22 αθλήτριες (18 έως 40 ετών) από πολλές χώρες: Συρία, Αφγανιστάν, Ιράν, Ιράκ, Αίγυπτο, Μαρόκο, Αλγερία, Καμερούν, Κονγκό, Ερυθραία, Αιθιοπία, Τατζικιστάν, Τουρκία και Σιέρα Λεόνε. Η ομάδα –προπονήτρια είναι η Μαίρη Γαβαλά– προπονείται σε γήπεδο που έχει παραχωρήσει ο Οργανισμός Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων. Οι περισσότερες παίκτριες «δεν είχαν ξαναπαίξει μπάλα κι όμως πλέον λένε πως ό,τι κι αν γίνει στη ζωή τους –γιατί το αύριο γι’ αυτές είναι πολύ αβέβαιο–, δεν θα εγκαταλείψουν ποτέ το ποδόσφαιρο».
Νίκη σε ευρωπαϊκό τουρνουά
Στην ομάδα υπάρχουν εθελόντριες –Ελληνίδες, Ελληνοαμερικανίδες, Αγγλίδες και Ισπανίδες– πολλές εκ των οποίων συμμετέχουν και ως παίκτριες. «Επιλέξαμε εθελόντριες για λόγους κοινωνικής ένταξης, ώστε οι παίκτριες να έρθουν σε επαφή με την τοπική κοινωνία, αρχικά μέσω των εθελοντριών αλλά και επειδή φοβόμουν ότι θα αντιμετωπίζαμε πρόβλημα με την ανεύρεση γυναικών που να κατέχουν ταξιδιωτικά έγγραφα».
Οπως κι έγινε. Η Ηestia FC προ ολίγων ημερών κατέκτησε το ευρωπαϊκό τουρνουά ποδοσφαίρου Global Goals World Cup που έγινε στην Κοπεγχάγη και προκρίθηκε στους τελικούς του παγκόσμιου τουρνουά που θα διεξαχθεί από την ίδια οργάνωση στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για τεράστια επιτυχία που παραλίγο όμως να μην επιτευχθεί: «Ολες οι παίκτριες εκτός από δύο δεν είχαν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα προκειμένου να ταξιδέψουν στην Κοπεγχάγη, αφού πρόκειται για διαδικασία που μπορεί να κρατήσει μέχρι και τρία χρόνια. Οπότε την ομάδα στη Δανία εκπροσώπησαν οι εθελόντριες. Ακόμη και αυτές οι δύο παίκτριες δεν κατάφεραν να ταξιδέψουν, αφού λίγες μέρες πριν από την αναχώρησή μας εκδιώχθηκαν από τις καταλήψεις στις οποίες διέμεναν. Από τη στιγμή που έμειναν στον δρόμο και υπήρχε ζήτημα επιβίωσης, προτεραιότητά τους ήταν πώς θα φύγουν από την Ελλάδα, επειδή τρόμαξαν πολύ, ειδικά ύστερα από όσα έχουν περάσει. Οι εθελόντριες πάντως μπόρεσαν επάξια να εκφράσουν τις ιστορίες των παικτριών και να υψώσουν τη φωνή τους για εκείνες που δεν είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται στην Κοπεγχάγη».
«Βασικό στοιχείο η ανομοιογένεια»
«Η ομάδα αποτελείται –δυστυχώς– από γυναίκες που δεν είχαν κάποια ευκαιρία στην εκπαίδευση αλλά και από άλλες με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης: έχουμε δικηγόρο, γιατρό και μια κοπέλα που έχει τελειώσει αγγλική φιλολογία. Βασικό στοιχείο της ομάδας είναι η ανομοιογένεια, το πώς διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικό εκπαιδευτικό και επαγγελματικό status quo κατά το παρελθόν έχουν ενωθεί» σημειώνει. Η Hestia FC διαδραματίζει πλέον νευραλγικό ρόλο στη ζωή των παικτριών, ειδικά αν ληφθεί υπόψη το παρελθόν τους: «Εχουμε γυναίκα από την Αφρική που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και την οικογένειά της επειδή έπεσε θύμα βασανιστηρίων. Εχουμε γυναίκες που έχουν εκφράσει ότι στο παρελθόν ένιωθαν πολύ αδύναμες και πλέον για πρώτη φορά εκφράζονται και νιώθουν ασφαλείς. Μια παίκτρια από το Ιράν, η οποία είναι μητέρα, ερχόταν πέρσι να δει την έφηβη κόρη της που συμμετείχε σε αντίστοιχο πρόγραμμα. Την παρακολουθούσε από τις κερκίδες, γεγονός που στη χώρα της δεν θα ήταν εφικτό αφού μέχρι και πέρσι τον Ιούνιο απαγορευόταν η είσοδος των γυναικών στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Πλέον είναι στην ομάδα και είναι η κόρη της αυτή που την καμαρώνει από τις κερκίδες».
«Πολύ δυνατή ήταν η στιγμή που δώσαμε το πρώτο μας φιλικό μετά την κατάκτηση του τροπαίου, όπου για πρώτη φορά ήρθαν οι σύζυγοι των παικτριών μαζί με τα παιδιά τους για να τις παρακολουθήσουν. Πρόκειται για κάτι που πρέπει να κατανοήσουμε πόσο δύσκολο είναι, ειδικά για τους μουσουλμάνους, αφού ανεξαρτήτως θρησκείας η κουλτούρα τους είναι πολύ συντηρητική. Αν φανταστεί κανείς πόσο υποδεέστερο είναι το γυναικείο ποδόσφαιρο ακόμη και σε αναπτυγμένες χώρες και πόσο έντονη είναι η διάκριση των δύο φύλων στον αθλητισμό, ήταν μοναδικό θέαμα να βλέπεις πόσο υποστηρικτικοί ήταν οι σύζυγοι των παικτριών» υπογραμμίζει.
«Παράδειγμα η αλλαγή ζωής»
Οι περισσότερες από τις παίκτριες «μένουν σε δομές φιλοξενίας και προσφυγικά camps, όπως του Σκαραμαγκά, άλλες σε διαμερίσματα ή ξενώνες που υποστηρίζονται από ΜΚΟ. Κάποιες πιο δυναμικές, με γνώση της αγγλικής ή της ελληνικής γλώσσας, έχουν καταφέρει να βρουν δουλειά είτε στον χώρο του προσφυγικού ως μεταφράστριες είτε προσφέροντας βοήθεια σε κάποιο σπίτι. Πολλές δεν είχαν το έναυσμα και δεν ένιωθαν ασφάλεια για να κάνουν οτιδήποτε στην καθημερινότητσ σε μια πόλη που δεν γνώριζαν, οπότε περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους κλεισμένες σε τέσσερις τοίχους».
«Μέσω του ποδοσφαίρου βγήκαν από το σπίτι τους και ανακάλυψαν την πόλη όπου διαμένουν. Εχουν κάτι να προσμένουν, γιατί οι περισσότερες δεν είχαν κάποια ενασχόληση να τους δίνει κουράγιο. Αισθάνονται ότι ανήκουν κάπου. Και το ανήκειν είναι πολύ σημαντικό, επειδή αυτές οι γυναίκες έχουν αποχωριστεί τα πάντα: πατρίδα, σπίτι, συγγενείς και φίλους. Εχουν περάσει τα πάνδεινα ταξιδεύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα και εξακολουθούν να ζουν σε αντίξοες συνθήκες. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να σε δένει κάτι με άλλους ανθρώπους. Ενδυναμώνεσαι. Αρκετές παίκτριες ανέφεραν ότι νιώθουν για πρώτη φορά στη ζωή τους ελεύθερες, ότι κάποιος επιτέλους ακούει τα όνειρα, τις επιθυμίες και τις ανησυχίες τους, ότι επαναπροσδιόρισαν τους στόχους που είχαν θέσει για τη ζωή τους ή ότι ανακάλυψαν καινούργιους» παρατηρεί η Κ. Σάλτα.
Οι δυσκολίες για την ομάδα είναι μεγάλες: «Πολλοί έχουν δείξει ενδιαφέρον, αλλά στην ουσία οικονομικά δεν βοήθησε κανείς, εκτός από τη χρηματοδότηση του ΔΚΟΕ που καλύπτει τα απολύτως απαραίτητα. Δεν έχουμε ποδοσφαιρικά παπούτσια ούτε την κατάλληλη ένδυση. Οι περισσότερες παίκτριες δυσκολεύονται να πληρώσουν και το εισιτήριο για τα μέσα μεταφοράς. Ευελπιστώ να γίνει αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι το πρόγραμμα, αφού αυτές οι κοπέλες γίνονται παράδειγμα για κάθε γυναίκα με λιγότερες δυνατότητες, η οποία μπορεί να πάρει τη ζωή της στα χέρια της και να τα αλλάξει όλα μέσω μιας μπάλας».
«Στον Πειραιά πόνεσα»
Η ιδρύτρια της ομάδας έχει πολύχρονη εθελοντική παρουσία στη φιλοζωία, την προστασία του περιβάλλοντος και στο προσφυγικό: «Οταν το 2015 η λεγόμενη προσφυγική κρίση –γιατί η Ελλάδα έχει γνωρίσει πολύ μεγαλύτερες προσφυγικές κρίσεις στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν– ήρθε στην πόλη μας, τον Πειραιά, δεν μπορούσα απλώς να παρακολουθώ από τον καναπέ». Η εθελοντική προσφορά της εκείνη την περίοδο τη στιγμάτισε: «Η Μυτιλήνη που ήταν η πρώτη μου επαφή με ξάφνιασε. Η Ειδομένη λόγω των τραγικών συνθηκών με τρόμαξε και ο Πειραιάς με πόνεσε περισσότερο απ’ όλα. Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές ήταν ένα βροχερό βράδυ Μαρτίου στον Πειραιά. Δεν είχαμε τα μέσα για να καλύψουμε τις ανάγκες τόσων χιλιάδων ανθρώπων» εξιστορεί και στιγμιαία η φωνή της σπάει λόγω συγκίνησης, «αφού όσες φορές και να επαναλάβεις αυτές τις στιγμές συγκινείσαι. Εκείνη την ημέρα υπήρχε μια εννεαμελής οικογένεια με παιδιά, έναν ηλικιωμένο με πρόβλημα στην καρδιά και ένα 14χρονο σε αναπηρικό αμαξίδιο με σωλήνα που έφευγε από την τραχεία. Σε εκείνους τους ανθρώπους έπρεπε να πω ότι δεν μπορούσα να τους δώσω ούτε καν σκηνή ή κουβέρτες. Επρεπε να μείνουν στο απόλυτο πουθενά. Σιχάθηκα τον εαυτό μου και το ανθρώπινο είδος».
«Να βαδίσουμε μαζί»
Σχολιάζοντας τον ρατσισμό που έχουν βιώσει και στη χώρα μας οι πρόσφυγες από σημαντικό μέρος της κοινωνίας, η Κατερίνα ανέφερε ότι «είναι εύκολο να κρίνει κανείς κάτι που δεν έχει συναντήσει. Δεν αναφέρομαι στο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, γιατί είναι ακραίο και δεν ξέρω τι να εκφράσω γι’ αυτό, αλλά συμβουλεύω τους υπόλοιπους ανθρώπους να αλληλεπιδράσουν με τους πρόσφυγες. Εκτός του ότι έχουμε πολλά κοινά στοιχεία με τους Αραβες, είχαμε προγόνους πρόσφυγες και μπορεί πολύ εύκολα –γιατί μια κλωστή είναι η ζωή– να βρεθούμε στην ίδια θέση. Δεν θα θέλαμε τότε κάποιος να μας απλώσει το χέρι του και να μας βοηθήσει να σηκωθούμε;».
Απώτερος στόχος «είναι η διαχείριση της ομάδας από τις παίκτριες», ενώ σύντομα θα επιδιωχθεί η ενσωμάτωση και Ελληνίδων ευάλωτων παικτριών, αφού «μόνο έτσι θα επιτευχθεί η κοινωνική ένταξη. Ελληνες, πρόσφυγες και μετανάστες πρέπει να βαδίσουμε μαζί, να γνωριστούμε και να γίνουμε ένα. Ο αθλητισμός άλλωστε δεν γνωρίζει σύνορα. Είμαστε τριάντα άτομα, μιλάμε έξι διαφορετικές γλώσσες κι όχι απλώς συνεννοούμαστε, αλλά έχουμε γίνει οικογένεια».