Ο κορυφαίος Έλληνας σχεδιαστής μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 1937. Ήταν γιος του Κώστα Τσεκλένη από τον Πύργο και της Μελανίας Παστιρματζή με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλωσε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη Σχολή Μωραΐτη. Ο Γιάννης Τσεκλένης θεωρείται ως ο κορυφαίος Έλληνας σχεδιαστής μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο οποίος εισήγαγε την ελληνική μόδα στον σύγχρονο διεθνή κόσμο. Οι δημιουργίες του από το 1965 έως το 1991, πωλήθηκαν παγκοσμίως από τα κορυφαία καταστήματα, σε περισσότερες από 30 χώρες.
Η καλλιτεχνική συνεισφορά του στην Ελλάδα, έχει αναγνωριστεί και του έχουν απονεμηθεί διάφορες διακρίσεις. Έχει λάβει τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος το Χρυσό Μετάλλιο της Μόδας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μόδας, την Κόρη των Κυκλάδων από το Ελληνικό Κέντρο Μόδας και το Βραβείο Δίολκος της Ελλληνικής Ακαδημίας Marketing.
Η συνέντευξη Τσεκλένη
Ακολουθεί η συνέντευξη που είχε δώσει ο Γιάννης Τσεκλένης για την πορεία του στην Έμυ Ντούρου και το Docville για το φύλλο του Documento που κυκλοφόρησε στις 14/10/2018
Η πορεία του όχι µόνο δεν είχε νεκρούς χρόνους, αλλά οι εξελίξεις έτρεχαν µε τέτοιες ταχύτητες και σε τέτοια έκταση που ακούγοντάς τον να µιλάει νιώθει κανείς ότι έχει ζήσει δέκα ζωές.
Ο Γιάννης Τσεκλένης αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα κεφάλαια της µόδας των τελευταίων πέντε δεκαετιών. Εκτός από τα θρυλικά του υφάσµατα και ρούχα σχεδίασε αεροπλάνα, τρένα, λεωφορεία, τρόλεϊ, αντικείµενα, σπίτια. Η έκθεσή του στο Φουγάρο, η οποία γίνεται σε συνεργασία µε το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυµα, εστιάζει στο έργο του µέσα από συλλογές ρούχων και υφασµάτων του, ξεκινώντας από την πρώτη του συλλογή το 1965 και καταλήγοντας στο 1991 µε την οριστική του αποχώρηση από τον κόσµο της µόδας. Περιλαµβάνει επίσης µακέτες υφασµάτων, φωτογραφίες, ντοκουµέντα της εποχής, ταινίες και σπάνιο εποπτικό υλικό από το αρχείο του σχεδιαστή. Ακολουθούν όσα είπε κατά τη συζήτησή µας.
Από την οικογενειακή επιχείρηση στα πρώτα σχέδια
Στα δεκαπέντε µου άρχισα να ασχολούµαι µε την οικογενειακή επιχείρηση υφασµάτων. Σύντοµα ο πατέρας µου αντιλήφθηκε ότι είχα καλή µατιά. Επέλεγα µε το ένστικτο. Απέκλεια οτιδήποτε µε ενοχλούσε και διάλεγα πράγµατα φρέσκα. Το 1961 ίδρυσα τη διαφηµιστική εταιρία Spectra. Αρχισα να συνεργάζοµαι µε τον Μεταξά –έχω σχεδιάσει από το 1960 το µπουκάλι που αργότερα έγινε αµφορέας–, έκανα καµπάνιες για την Αιγαίον, για τα τσιµέντα Τιτάν και άλλες µεγάλες εταιρείες.
Ο πατέρας µου τότε είχε τον καηµό ότι µε έχανε από το ύφασµα και µου έλεγε «λίγο περισσότερες ώρες σε θέλουµε στο κατάστηµα». Πώς να του πω όµως ότι το κατάστηµα ήταν τόσο µικρούλι µπροστά σε αυτό που πήγαινα να κάνω. Συνέχισα να πηγαίνω για δυο τρεις ώρες τη µέρα. Οταν ασθένησε και ήταν στα τελευταία του µου έδωσε µια ευχή να παραµείνω στη µόδα και εγώ χαριτολογώντας αργότερα έλεγα ότι ήταν ευχή και κατάρα, γιατί µε έριξε στον λάκκο µε τα φίδια. Μετά τον θάνατό του αποφάσισα ότι το κατάστηµα δεν θα ήταν απλώς εµπορικό, αλλά θα γινόταν σηµείο δηµιουργίας. Και σχεδίασα τα πρώτα µου υφάσµατα.
Οταν έπιασα το µολύβι για να κάνω τα δικά µου σχέδια ήµουν ήδη αυτοδίδακτος ζωγράφος µε διακρίσεις. Τα σχέδια που έκανα δεν υπήρχαν πουθενά στην παγκόσµια αγορά. Η µόνη συγγένεια που είχα ήταν µε τον Εµίλιο Πούτσι και τον Κεν Σκοτ στο Μιλάνο, οι οποίοι έκαναν bold prints, δηλαδή δηµιουργούσαν µε έντονα χρώµατα, ωστόσο δεν έκαναν θέµατα. Αντλούσα τα θέµατά µου από την επικαιρότητα, την πολιτική, τις τέχνες, από ό,τι συνέβαινε παγκοσµίως.
Η Νέα Υόρκη και η Ελίζαµπεθ Αρντεν
Ο Ντίµης Κρίτσας, ο οποίος ήταν πελάτης µου, ένας από τους λίγους ντιζάινερ που ξεχώριζαν από τον αχταρµά των οίκων ραπτικής, είδε τα σχέδιά µου και του άρεσαν. Πήραµε µέρος σε ένα φεστιβάλ που οργάνωνε ο ∆ηµοσιογραφικός Οργανισµός Λαµπράκη. Το πανηγυρικό opening έγινε στη Θεσσαλονίκη, µετά το φεστιβάλ πήγε Βυρηττό, Αλεξάνδρεια, Βενετία και το φινάλε έγινε στην Αθήνα έπειτα από ενάµιση µήνα πάνω σε ένα από τα καράβια του Ποταµιάνου, τον «Αχιλλέα», ένα από τα κορυφαία κρουαζιερόπλοια της εποχής.
Ετσι αποφασίσαµε να δηµιουργήσουµε µια συλλογή µε καµιά δεκαπενταριά σχέδια σε υφάσµατα δικά µου τα οποία ράφτηκαν από τον Ντίµη και τα πήγαµε στην Αµερική. Τον ∆εκέµβριο του 1965 κάναµε ένα πολύ ωραίο σόου στο St. Regis της Νέας Υόρκης. Μέσω της βοήθειας που λάβαµε από τον τότε διευθυντή του ΕΟΤ στη Βόρεια και Νότια Αµερική καταφέραµε µέσα σε 48 ώρες να γίνουµε µεγάλο θέµα στον Τύπο. Αµέσως ήρθε εκπρόσωπος από τον οίκο Ελίζαµπεθ Αρντεν και µας ζήτησε να της πάµε τη συλλογή να τη δει. Τελικά πήρε τη συλλογή του Κρίτσα και παρήγγειλε πέντε χιλιάδες µέτρα ύφασµα από µετάξι σε σχέδιά µου. Τα έφτιαξε, ξεπούλησε και µας έγραψε ένα γράµµα να µας ευχαριστήσει, αντί να την ευχαριστήσουµε εµείς.
Αυτό µας έφερε ένα πολύ µεγάλο συµβόλαιο µε έναν οργανισµό δεκαέξι εταιρειών που λεγόταν Puritan Fashions Corporation, ο οποίος µας προσέλαβε για τη δηµιουργία µιας µεγάλης καµπάνιας που λεγόταν The Greek Fashion Odyssey. Ο Ωνάσης τότε διέθεσε πολλά εισιτήρια στους ανθρώπους της Puritan για να έρθουν στην Ελλάδα να φωτογραφίσουν. Επρόκειτο για καµπάνια αξίας ενός εκατοµµυρίου δολαρίων –µιλάµε για το 1967– και πληρωθήκαµε πολύ καλά για τότε. ∆υστυχώς όµως έφτασε την ώρα που µας έκατσαν στο κεφάλι οι συνταγµατάρχες. Το επόµενο µεγάλο γεγονός ήταν ότι το καλοκαίρι του ’68 παντρεύτηκε ο Ωνάσης την Τζάκι. Τότε άρχισαν οι Αµερικανοί να βλέπουν την Ελλάδα στον χάρτη.
Μετά τη δουλειά µε την Puritan αυτονοµήθηκα από τη συνεργασία µε τον Ντίµη και έφτιαξα µια συλλογή µε την οποία ξεκίνησα για να κάνω τις δικές µου µπουτίκ στην Ελλάδα, µε ένα πολύ µικρό εργαστήριο. Τότε συνεργάστηκα µε βιοµηχανίες και καταστήµατα της Βρετανίας και της Γερµανίας. Σύντοµα η δουλειά µου βρέθηκε σε 2.000 καταστήµατα της Αµερικής και της Απω Ανατολής.
Αυτά συνέβαιναν απολύτως συνειδητά από µένα αλλά αποδείχτηκε ότι η στρατηγική µου ήταν σαν να είχε σχεδιαστεί από δέκα marketeers. ∆ιότι λόγω του licensing άρχισαν να µου τηλεφωνούν από τα µήκη και τα πλάτη της γης για να µε προβάλουν. Ενιωσα έτοιµος τότε να κάνω µια µεγάλη ελληνική µονάδα στο Μαρκόπουλο και να αρχίσω να τροφοδοτώ την παγκόσµια αγορά. Η περιπέτειά µου αυτή ήταν η πρώτη επαφή µου µε τα φίδια µες στον λάκκο, διότι συνεργάστηκα µε την Ελληνική Τράπεζα Βιοµηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ), η οποία µε έγδαρε. Το ’74 κατάφερα να εγκαινιάσω την παραγωγή. Και πρόλαβα να βρω τη θέση µου στις αγορές, παρά τα προβλήµατα που αντιµετώπιζα.
«Ο Τσεκλένης ήθελε να ζήσει και έζησε»
Ο δερµατότυπός µου µε τις φακίδες και τα κόκκινα µαλλιά σε συνδυασµό µε το άγχος και την περιπέτεια που έζησα µε την τράπεζα είχαν αποτέλεσµα να εκδηλωθεί το ’75 µελάνωµα στο αριστερό χέρι. Με χειρούργησε ο καλύτερος γιατρός του κόσµου στο Memorial της Νέας Υόρκης. ∆εν το κράτησα µυστικό, γιατί εµένα δεν µε τρόµαζε τίποτε. Κι αφού δεν τρόµαζα εγώ, θεώρησα ότι δεν θα τρόµαζε και κανένας άλλος. Να όµως που τρόµαξαν οι τράπεζες, επειδή ήµουν ο βασικός µοχλός και κύριος µέτοχος σε όλες τις δραστηριότητες στη βιοµηχανική εταιρεία και σε άλλες πέντε έξι εταιρείες. Θεώρησαν ότι ήµουν άλογο που θα πέθαινε και µου έκοψαν τα κεφάλαια κίνησης.
Πάλεψα έτσι ενάµιση χρόνο, από το καλοκαίρι του ’75 µέχρι το ’77. Τότε ήταν που διαγνώστηκε υποτροπή στο µελάνωµα, η οποία έµοιαζε µε µετάσταση. Η µόνη λύση ήταν ο ακρωτηριασµός. Αυτό ήταν δυσάρεστο αλλά και πάλι δεν µε φόβισε·είχα πειστεί ότι θα ζήσω. Εµαθα µάλιστα ότι όταν κάποτε ρωτήθηκε για µένα ένας γιατρός, βοηθός του µεγάλου Αµερικανού που µε χειρούργησε, είπε: «Ο Τσεκλένης ήθελε να ζήσει και έζησε».
Μετά την επέµβαση εµφανίστηκε σαν από µηχανής θεός ο ευφάνταστος και µοναδικός Ελληνας επιχειρηµατίας Γιάννης Γεωργακάς, ιδρυτής του Μινιόν. ∆οκιµάσαµε να κάνουµε σχολικές ποδιές µε υπογραφή. Από τότε είχα αγάπη για τα σαφάρι τα οποία φοράω ακόµη και έτσι έφτιαξα αντρικά και γυναικεία ρούχα. Φαίνεται ότι στα σαφάρι προηγούµαι κατά έναν χρόνο του Ιβ Σεν Λοράν. Τα λάτρευε και ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος αγόραζε ό,τι καινούργιο σχέδιο έβγαινε. ∆εν είχα την τύχη και την τιµή να τον γνωρίσω, αλλά άκουγα από τους πωλητές του Μινιόν ότι ήταν φανατικός.
Η δοκιµή αυτή µε τον Γεωργακά έδειχνε ότι θα συνεχίζαµε τη συνεργασία. Εγώ όµως ήδη είχα φτάσει σε οικονοµικό αδιέξοδο και πλέον αντιµετώπιζα πρόβληµα σε ό,τι αφορά την προσωπική µου ελευθερία, γιατί τότε δεν υπήρχαν ρυθµίσεις των 100 και 120 δόσεων. Τότε είχε ποινικό και πήγαινες µέσα. Φανταστείτε ότι έφυγα από την Ελλάδα τον Αύγουστο του ’77 και µέχρι το τέλος του ’78 µου είχαν ρίξει στο κεφάλι 180 µήνες φυλακή από το ΙΚΑ. Κατέχω το ρεκόρ έναντι του Κοσκωτά. Εφυγα λοιπόν και πήγα στη Νέα Υόρκη, έκλεισα το εργοστάσιο, έκανα µια κίνηση να αφήσω όλες µου τις µετοχές στο προσωπικό για να αναλάβουν τη µονάδα και να τη δουλέψουν. ∆εν το θέλησαν όµως. Ηταν όλο νεολαία από την περιοχή των Μεσογείων. Μερικοί από αυτούς είπαν πολύ λεβέντικα: «Οχι, τον θέλουµε πίσω να το ξαναστήσει».
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Πήγα στη Νέα Υόρκη µε το International Management Group, µια κολοσσιαία εταιρεία που εκπροσωπούσε και το Βατικανό, η οποία ήταν η µεγαλύτερη εταιρεία µάνατζµεντ σε licensing (αδειοδότηση) στον κόσµο. Το όνοµά µου ακουγόταν ακόµη δυνατά κι έτσι έκανα συµβόλαιο µε διάφορες εταιρείες στην Απω Ανατολή. Εφτιαξα επιµέρους µικρές παραγωγές τις οποίες δεν είχα πια εγώ, γιατί δεν είχα οµάδα ανθρώπων, αλλά άλλες εταιρείες. Από αυτές έπαιρνα royalties (δικαιώµατα) και έτσι επιβίωνα οικονοµικά. Ταυτόχρονα η Dupont, η µεγαλύτερη εταιρεία νηµάτων στον κόσµο, µου ανέθεσε µια πειραµατική συλλογή για την qiana, µια ποιότητα η οποία φιλοδοξούσε να ξεπεράσει το µετάξι. Εφτιαξα αυτήν τη συλλογή πάνω σε σχέδιά µου από έργα του Ελ Γκρέκο. Ηρθε τότε ο Γεωργακάς και µε βρήκε στη Νέα Υόρκη και µου ζήτησε να κάνουµε συµβόλαιο για εννιά χρόνια. Του έλεγα ότι µπορεί να µην υπάρχω σε δύο χρόνια, µε αυτά που µου έλεγαν οι γιατροί, όµως εκείνος επέµενε.
Λίγους µήνες µετά ο παλιός συµµαθητής και φίλος µου Μίλτος Εβερτ, τότε υπουργός Βιοµηχανίας, έδωσε πολύ µεγάλο αγώνα να γυρίσω πίσω για να στήσουµε ένα κέντρο σχεδιασµού και µου πρόσφερε ανακωχή µε τα της ∆ικαιοσύνης. Ο Γεωργακάς µε υποδέχτηκε στο αεροδρόµιο και µε πήγε στο Μινιόν όπου είχε διοργανωθεί σόου Τσεκλένης. Εκεί µου έδωσε το συµβόλαιο που είχαµε κάνει και µου ζήτησε να το σκίσω, απελευθερώνοντάς µε. Στο νέο συµβόλαιο που κάναµε αναζωογονήσαµε το όνοµα Τσεκλένης πρώτα στην Ελλάδα φτιάχνοντας πολύ ωραίες µπουτίκ µέσα στο κατάστηµα. Αν και ξεκινήσαµε πολύ καλά, είχαµε µια ατυχία, τη φωτιά στο Μινιόν το 1980. Εκεί κάηκαν µεταξύ άλλων οι επτά µπουτίκ.
Οταν το 1977 ξεκινήσαµε τη συνεργασία µας µε τα σχολικά, πουλήσαµε 20.000 κοµµάτια. Το ’82 φτάσαµε τις 130.000 κι εκεί µας ήρθε ο κεραυνός από τον µακαρίτη Βερυβάκη, τον τότε υπουργό Παιδείας, ο οποίος κατήργησε τις σχολικές ποδιές Φεβρουάριο µήνα. Σε µια νύχτα έκλεισε εκατό βιοτεχνίες, σαν να πήρε ένα σφυρί και τις έσπασε. Εµείς είχαµε αγοράσει για εκείνη τη σχολική χρονιά 320.000 µέτρα ύφασµα ειδικής ποιότητας που έφτιαχνε για µας η Πειραϊκή-Πατραϊκή. Ηταν πολύ ακριβό για να εξαχθεί. Μας πήρε επτά οκτώ χρόνια να το εξαντλήσουµε.
Οι φασονιέρηδες και οι ντιζάινερ του Κολωνακίου
Ανανέωσα τότε την επαφή µε την Αµερική και έφτασα να είµαι ισότιµος σε προβολή µε τον Βερσάτσε. Εβλεπα παρ’ όλα αυτά ότι η παραγωγή της Ελλάδας θα πήγαινε κατά διαόλου. Η χώρα που θα έπρεπε να αναπτυχθεί σαν µια νέα Ιταλία δεν έχει φτιάξει brands. Στις δεκαετίες του ’70 και ’80 αναπτυσσόταν η πλεκτοβιοµηχανία στην Ελλάδα, εννοούµε τα ζέρσεϊ, τα µακό, τα φούτερ. Κυρίως στην κεντρική Μακεδονία υπήρχε βιοµηχανική ανάπτυξη τεράστιων διαστάσεων και έρχονταν οι ξένοι µε το σχέδιο και το ύφασµά τους και ανέθεταν το µασηµένο φαΐ στα µυαλά των ηλίθιων Ελλήνων, οι οποίοι άρχισαν να γίνονται φασονιέρηδες. Η τύχη του φασονιέρη όµως είναι ότι γίνεται price taker, ενώ αυτός που κάνει δικό του brand είναι price maker.
Μάζεψα τότε τους Ελληνες σχεδιαστές και µέσω του Ινστιτούτου Μόδας που υπήρχε από το 1970 φέραµε τους κορυφαίους δηµοσιογράφους, συντάκτες και προέδρους καταστηµάτων και έγινε στην Ελλάδα µια µεγάλη διοργάνωση µόδας. Οµως οι συνάδελφοί µου προτίµησαν την εκ του ασφαλούς δουλίτσα τους εδώ, χωρίς να κάνουν ένα ταξίδι, χωρίς να προσπαθήσουν να πουλήσουν πουθενά, χωρίς να µεγαλώσουν την παραγωγή. Πολλές φορές λέω ότι για να ανακαλύψεις ηπείρους πρέπει να διαπλεύσεις ωκεανούς. Αυτοί διέπλευσαν τη γούρνα που λέγεται πλατεία Κολωνακίου, την µπανιέρα, τον µπιντέ όπως την έλεγαν. ∆εν µου άρεσε το Κολωνάκι. Το µόνο που έχω κάνει εκεί ήταν ότι έζησα στη Σκουφά όταν γύρισα από την Αµερική για περίπου έξι επτά χρόνια. Ελεγα αν είναι να δω τους ανθρώπους του Περισσού, γιατί να µην πάω απευθείας εκεί;
Στη δεκαετία του ’80 µου έγινε πρόταση από το περιβάλλον του Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβω ως πρόεδρος του διοικητικού συµβουλίου την Πειραϊκή-Πατραϊκή. Θεώρησα ότι ήταν µια σφαίρα επιρροής για να κάνουµε λίγο branding. ∆ούλεψα πολύ σκληρά για δύο χρόνια, έφυγα από τους ανθρώπους του µάρκετινγκ του πατέρα Μητσοτάκη. Μας φώναζαν κλέφτες όσους διοικούσαµε την εταιρεία, µάλιστα µας κατηγορούσαν για πράγµατα που είχαν κάνει οι δικοί του οι οποίοι ανέλαβαν µετά. Στη συνέχεια µου ζητήθηκε από την Ολυµπιακή να ανακαινίσω τον στόλο της. Είχα κάνει τις στολές της Ολυµπιακής το 1971 όταν µε είχε καλέσει ο Ωνάσης. Λόγω της παλιάς µου σχέσης, στη δεύτερη συνεργασία µου δεν βιάστηκα να υπογράψω συµβόλαιο. Οταν πήγα πλέον να υπογράψω ξεκινούσε το βρόµικο ’89. Ακυρώθηκε η παραγγελία. Εκανα δικαστικό αγώνα πέντε χρόνων και στο τέλος δεν πήρα µία.
Το ’90 πια που έβλεπα τις βιοµηχανίες υφασµάτων να κλείνουν αποφάσισα να φύγω από τον χώρο της µόδας. Αποχώρησα σιωπηρά. Μέσα σε δύο µήνες ξεκίνησα τα πρώτα boutique hotels στην Ελλάδα. Στη συνέχεια αναπτύχθηκα πολύ στα µέσα µεταφοράς, το 1998 σχεδίασα τα τρόλεϊ, µετά ζήλεψε η ΕΘΕΛ και έπειτα ήρθε ένα συµβόλαιο από το 1999 µέχρι το 2004 που αφορούσε όλα τα τρένα ΟΣΕ και προαστιακού. Συνέχισα πλέον σε οικιστικά σύνολα και σπίτια ή συγκροτήµατα κατοικιών, όπου έχω αναπτυχθεί σχετικά και µε αυτά έχω επιζήσει. ∆εν έχω λύσει τα προβλήµατά µου. Μπορεί να έχω ένα καλό σπίτι αλλά έπρεπε πάντα να δουλεύει η µηχανή. Λέω ότι είµαι 81 αλλά µια χαρά είµαι, τα µυαλά µου πάνε καλά, οπότε µπορώ να συνεχίσω. ∆εν διανοήθηκα ποτέ να πάρω σύνταξη· ούτε σε εφιάλτη δεν θέλω να το δω.