Ο Δημήτρης Λιόντος, παγοπώλης στην ιχθυόσκαλα Κερατσινίου, μιλάει για το επάγγελμά του που σβήνει και μας μεταφέρει εικόνες άλλων εποχών
Φωτο: Χρήστος Τερζής
Στις 2 τα ξημερώματα τα αυτοκίνητα των ιχθυοπωλών σχηματίζουν ουρά στην κεντρική είσοδο της ιχθυόσκαλας και με το άνοιγμα της βαριάς καγκελόπορτας γίνεται πραγματικό γιουρούσι προκειμένου να φτάσουν πρώτοι στο εκλεκτό και φρέσκο ψάρι που θα φέρει τους πελάτες στο μαγαζί. Οι ψαριές στρώνονται σε φελιζόλ, πάνω σε παλέτες, μπροστά από τα καταστήματα των εμπόρων κι ένα πολύβουο ανθρώπινο μελίσσι ξεκινάει το παζάρι πάνω από σαργούς, λυθρίνια, μπακαλιάρους, τεράστιους ξιφίες και καλαμάρια. Μοιάζει με ένα ατέλειωτο χρηματιστήριο, οι τιμές του οποίου καθορίζονται από το είδος και την ποιότητα του εμπορεύματος αλλά και από τον καιρό και την ψαροσύνη, όπως ονομάζουν με μια λέξη την ποσότητα των ψαριών που καταφέρνουν να βγάλουν κάθε βράδυ οι ανεμότρατες και τα καΐκια.
Με δυσκολία διασχίζει κανείς την αγορά μέσα σε κόσμο που ζητά καλύτερες τιμές, εμπόρους που φωνάζουν και κόβουν τιμολόγια, εργάτες που φορτώνουν κιβώτια με ψάρια σε καρότσια. Τα παπούτσια όλων αναπόφευκτα γεμίζουν λέπια και θρυμματισμένο πάγο, το μοναδικό απαραίτητο υλικό για να διατηρηθούν φρέσκα τα ψάρια. Εμποροι και ψαράδες προμηθεύονται τον πάγο από τον Δημήτρη Λιόντο, τον παγοπώλη της ιχθυόσκαλας που εδώ και 30 χρόνια συνεχίζει με πείσμα την επιχείρηση του πατέρα του Ιωάννη.
«Η δουλειά έχει σημειώσει πτώση κατά 80%. Τα περισσότερα μαγαζιά έβαλαν δικές τους παγομηχανές για να γλιτώσουν το κόστος. Δίνω πάγο μόνο εδώ στην αγορά, στις λαϊκές και σε ελάχιστα καΐκια. Γρι γρι και ανεμότρατες άντε να έχω δύο το πολύ» λέει ο Δημήτρης Λιόντος μετρώντας τις απώλειες της δουλειάς του. «Σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πια το επάγγελμά μας, γιατί είναι ασύμφορο για τον αγοραστή να παίρνει πάγο από εμάς ενώ μπορεί κάλλιστα να έχει μια μηχανή στο μαγαζί του ή στο καΐκι του. Λιγόστεψαν και τα παγοποιεία. Κάποτε είχε πολλά. Είχε στη Νέα Μάκρη, στη Σαλαμίνα, στον Πειραιά, στη Δραγατσανίου, στου Φιξ. Κλείσανε όλα. Τώρα έχουν μείνει ένα στη Χαλκίδα, ένα στα Ψαχνά, ένα στο Μαρκόπουλο και ένα στην Κόρινθο. Ηδη σκέφτομαι τι δουλειά θα κάνω στη συνέχεια, γιατί ακόμη είμαι νέος, δεν μπορώ να αποσυρθώ. Προσανατολίζομαι σε κάτι σχετικό με τον χώρο. Δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο. Το μόνο που γνωρίζω είναι τα ψάρια και ο πάγος. Εδώ έχω μεγαλώσει. Δεν μπορώ να φύγω…»
Εξι εργάτες πηγαινοέρχονται με καρότσια που μεταφέρουν παγοκολόνες. Ενας τις πιάνει με τεράστιους γάντζους, τις ρίχνει στον παγοθρυμματιστή και άλλος κρατάει τη σακούλα που γεμίζει με τον θρυμματισμένο πάγο. 1,80 ευρώ κοστίζει η κολόνα, 3 ευρώ πωλείται η σακούλα. «Είναι δύσκολη δουλειά. Το χειρότερο είναι το ξενύχτι…» συνεχίζει ο κ. Λιόντος. «Τριάντα χρόνια δουλεύω νύχτα και δεν συνηθίζεται με τίποτα, να φεύγεις στις 11 το βράδυ και να βλέπεις τους άλλους να κάθονται στο μπαλκονάκι τους, να πίνουν το ποτάκι τους, παρέα με τη γυναίκα τους. Με τη γυναίκα μου κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι μόνο κάθε Σάββατο. Είμαι από τους λίγους που έχουν κρατήσει οικογένεια. Οι περισσότεροι που εργάζονται στην ιχθυόσκαλα είναι είτε χωρισμένοι είτε κερατάδες…» λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια. «Στην αγορά πρωτομπήκα οκτώ ετών και άρχισα να εργάζομαι στα είκοσι στο πλευρό του πατέρα μου… Δεν έχει καμία σχέση η εικόνα της με τη σημερινή, τα γραφεία με τις ταμειακές μηχανές, τα λογιστήρια, τους γραμματείς, τους υπαλλήλους. Τότε το ταμείο μας ήταν ένα παλιό σακάκι του πατέρα μου, βρόμικο και ξεφτισμένο, κρεμασμένο σε ένα καρφί στον τοίχο. Ερχονταν οι πελάτες, τους έδινε τον πάγο και έβαζαν μόνοι τους τα χρήματα στην τσέπη του σακακιού. Κανείς δεν τα μετρούσε, κανείς δεν τα πείραζε, κανείς δεν σκεφτόταν να βάλει λιγότερα. Τα έπαιρνε μετά το ξημέρωμα ο πατέρας μου κι έφευγε. Ηταν άλλοι άνθρωποι, με άλλη νοοτροπία και κυρίως άλλες αντοχές. Επαιρνε ο πατέρας μου το φορτηγό μας, το λέγαμε “Ταρζάν” –είχε τεράστια μούρη και μεγάλη ξύλινη καρότσα– και πήγαινε στο παγοποιείο της ΕΒΓΑ, στην Ιερά Οδό. Ενας άντρας μόνος του φόρτωνε μία μία κολόνα βάρους 20 κιλών όλο το φορτηγό. Πήγαινε πάλι μόνος του στην αγορά και τις ξεφόρτωνε, τις έκοβε και πάλι από την αρχή δρομολόγιο. Υπήρχε εργάτης που όλη νύχτα έκοβε πάγο, περνούσαν χιλιάδες κολόνες από τα χέρια του και το πρωί κατέβαινε στο καΐκι, σκυφτός, έβαζε ένα ξύλινο λούκι και του ρίχνανε 800 κολόνες, τις κουβάλαγε και τις έκανε ντάνα στο αμπάρι. Σήκωνε 16 τόνους μόνος του σε ένα πρωινό. Σήμερα έχει δική του επιχείρηση στην αγορά. Αυτά πλέον δεν μπορεί να τα κάνει κανείς. Εβλεπες τους γραφικούς εμπόρους και ψαράδες, όπως τους βλέπεις στις παλιές ελληνικές ταινίες, με τα λευκά μαλλιά και τα τσιγκελωτά μουστάκια. Αρχοντάνθρωποι, μάγκες και πανέξυπνοι. Υπήρχε ένας έμπορος, ο συγχωρεμένος ο Δραγάτσης, που σε ένα πακέτο τσιγάρα, μια κασετίνα Sante, έγραφε όλες τις πωλήσεις του, μιλάμε για εκατοντάδες τελάρα, και ποτέ δεν έκανε λάθος. Δεν χρειάζονταν όπως σήμερα ηλεκτρονικούς υπολογιστές και πέντε έξι ανθρώπους σε ένα γραφείο».
Το γραφείο του Λιόντου μοιάζει με κουβούκλιο παλιού εισπράκτορα. Ισα ίσα χωράνε μια καφετιέρα, ένα παλιό ραδιοφωνάκι της δεκαετίας του ’80 που παίζει Μπιθικώτση και ένας πάγκος με το τηλέφωνο, το οποίο χτυπάει ασταμάτητα για τις παραγγελίες διακόπτοντας τη συζήτησή μας: «Eλα, ναι, ακούω…» λέει σημειώνοντας και δίνοντας εντολές «Μανόλη, πιάσε δύο κολόνες του Σπίθα και μία του Μπαρδή…», ενώ παράλληλα φωνάζει στο τηλέφωνο «…που είσαι, το “μπαμπάκι” να φέρεις!».
«Η κρίση χτύπησε όλη την αγορά. Πλέον οι περισσότεροι σου χρωστάνε τα μισά, σκάνε ακάλυπτες επιταγές…» εξηγεί. «Αυτά δεν τα έβλεπες στο παρελθόν. Υπήρχε πολύ χρήμα. Τη δεκαετία του ’70, του ’80, ο τελευταίος εργάτης έβγαζε μεροκάματο 80.000 δρχ. Δεν συζητάω για τους εμπόρους, όσοι ήταν έξυπνοι και δεν τα έφαγαν έκαναν περιουσία. Αυτά δεν γίνονταν όμως, όχι μόνο γιατί υπήρχε το χρήμα αλλά γιατί η αγορά είχε δικούς της νόμους και κώδικες. Επρεπε αυτό που θα πεις αυτό να κανείς. Αν δεν το έκανες έπεφτες στα μάτια τους. Αν ψώνιζες από κάπου και έλεγες αύριο θα φέρω τα λεφτά και δεν τα πήγαινες, ήσουν καμένο χαρτί. Τώρα σου λένε “έλα αύριο να σου δώσω εκατό”, σου δίνουν πενήντα, σου λένε “έλα πάλι μεθαύριο”. Αν γινόταν αυτό πριν από δυο τρεις δεκαετίες, έπεφτε ξύλο, γίνονταν τσακωμοί, έβγαιναν σουγιάδες, μια φορά είχαν πέσει και πυροβολισμοί. Ο νέος σεβόταν τον παλιό, εκτός κι αν επρόκειτο για τζόγο. Τότε έμποροι, ψαράδες και εργάτες γίνονταν ένα, κλείνονταν μέσα στα γραφεία –οι λεγόμενοι ζαράκηδες– παίζοντας μπαρμπούτι. Είχαν χαθεί πολλά λεφτά στον τζόγο, είχαν γίνει και ομηρικοί καβγάδες γιατί κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον για πειραγμένα ζάρια. Βέβαια υπήρχαν και άνθρωποι που δεν τους άγγιζε κανείς. Οπως ο γνωστός μπράβος του ρεμπέτη του Γεννίτσαρη. Διέσχιζε την αγορά με το σακάκι ριγμένο στον ώμο, το ζωνάρι το φαρδύ και από εκεί προεξείχε η “κάμα”, η “σούστα”. Κανείς δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει».
Εχοντας ζήσει μια ζωή ολόκληρη μέσα στην αγορά ο Δημήτρης Λιόντος μεταφέρει εικόνες μιας άλλης εποχής, πιο τραχιάς, χωρίς αμβλυμμένες γωνίες αλλά πιο αθώας. Αν και πολλοί είχαν την άνεση να φύγουν από το δύσκολο επάγγελμα της νύχτας στην ιχθυόσκαλα, ελάχιστοι τελικά το έκαναν. «Από αυτή τη δουλειά φεύγεις μόνο πεθαμένος…» υποστηρίζει ο κ. Λιόντος. «Μόνο τρεις κατάφεραν και πήραν τα χρήματα που έβγαλαν και τα επένδυσαν κάπου αλλού. Ο ένας έκανε πεντάστερο ξενοδοχείο στη Μύκονο. Δεν την παρατάς με τίποτα αυτήν τη δουλειά γιατί σε πωρώνει. Είναι το παζάρι, το νταλαβέρι, το χρήμα, οι άνθρωποι. Δεν πάμε σε καφενεία, δεν έχουμε άλλους φίλους, μόνο αυτό ξέρουμε, αυτή είναι η ζωή μας, πώς να την παρατήσουμε; Ο πατέρας μου είναι 77 ετών και έρχεται ακόμη στο μαγαζί. Αν φύγω, μου λέει, σε έναν μήνα θα πεθάνω. Πώς να το κλείσω αυτό το μαγαζί που είναι χτισμένο κυριολεκτικά με αίμα; Δυο χέρια εργατών έχει φάει μέσα αυτή η μηχανή, όταν έπεσε κούφια κολόνα».
Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει προς στιγμή, μα αμέσως φωτίζεται όταν τον ρωτάμε για την αγαπημένη του στιγμή στην ιχθυόσκαλα. «Το ξημέρωμα…» λέει με βεβαιότητα. «Εκεί γύρω στις 5.00 με 5.30 το πρωί, όταν χαράζει, ανάλογα με την εποχή, σκάει το πρώτο φως και κοιτάζω τα σύννεφα ενώ δουλεύω. Μου λένε καμιά φορά ότι είμαι στον κόσμο μου, ότι χάνομαι. Στην πραγματικότητα κοιτάζω την ανατολή, τη μέρα που έρχεται, τη ζωή που ξαναρχίζει μαζί της! Αυτή είναι η καλύτερη στιγμή μου στην αγορά».
Οι εποχές της ευημερίας και τα γλέντια
Στην ιχθυόσκαλα η δουλειά ήταν δύσκολη και βαριά. Ομως δεν έλειπαν και οι στιγμές ξεγνοιασιάς και χαράς. Για αρκετούς εμπόρους μάλιστα πριν από δεκαετίες η δουλειά απέφερε καλά κέρδη. «Για να φανταστείτε πόσο χρήμα είχε η αγορά εκείνες τις εποχές, την πρώτη Μερσεντές που κυκλοφόρησε στον Πειραιά την είχε ιχθυέμπορος, όταν εμείς δεν ξέραμε τι θα πει αυτοκίνητο, μόνο κάτι αγροτικά κυκλοφορούσαν. Τρέχαμε στις αλάνες να δούμε το πολυτελές αυτοκίνητο…» αφηγείται ο Δημήτρης Λιόντος. «Υπήρχε άλλος έμπορος που έπαιρνε το απόγευμα το αεροπλάνο και πήγαινε για καφέ στην Ιταλία και επέστρεφε το βράδυ. Ο ίδιος έφερνε φίλους του από τα νυχτερινά μαγαζιά, κατευθείαν στη Σκάλα. Ερχόντανε ο Τσιτσάνης, ο Στράτος Διονυσίου και πολλοί άλλοι. Ο Αγγελόπουλος έφερνε το μπουζούκι του και έπαιρνε μαζί τις κοπέλες από το μπαλέτο του. Γέμιζε η ιχθυόσκαλα τραγούδι, γέλια, χορό και όμορφα κορίτσια ντυμένα με τα προκλητικά ρούχα των νυχτερινών κέντρων. Στρώνανε κάτω στα ξύλα ψαρόχαρτα, κάνανε αυτοσχέδια τραπεζάκια, βάζανε μεζέδες, τσίπουρο και γινότανε γλέντι μέχρι το ξημέρωμα».