Η ζωή που άξιζε να ζήσω

Η τρανσέξουαλ συγγραφέας και ηθοποιός Μπέττυ Βακαλίδου γράφει στο Documento για την αιώρηση της ανάμεσα στη φρίκη της πραγματικότητας και την ευωχία της τέχνης

Κείμενο: Μπέττυ Βακαλίδου

Σάββατο ήταν όταν άφησα τη μήτρα της μάνας μου κι αντίκρισα το ανελέητο φως εκείνου του καλοκαιριού του 1950. Πέμπτο αγόρι στη σειρά! Δεν ξέρω αν χάρηκαν οι γονείς μου ή αν απογοητεύτηκαν που δεν βγήκα κορίτσι. Αν συνέβη το πρώτο πρέπει να με μίσησαν αμέσως και εσαεί. Αν συνέβη το δεύτερο, προσδοκούσα ότι θα χαίρονταν όταν 34 χρόνια μετά γινόμουν γυναίκα.

Μέχρι τα 12 έζησα στην αφάνεια, τυλιγμένο από την αδιαφορία όλων. Ενίοτε αντάμα με μια ανεξήγητη αυστηρότητα. Δεν καταλάβαινα πολλά, όμως όταν στα 12 μου άρχισαν να ανθίζουν τα πρώτα σκιρτήματα της ερωτικής μου προτίμησης προς τους φίλους μου τότε θύμωσαν πολύ! Η απαξίωση σε συνδυασμό με ανελέητους ξυλοδαρμούς κράτησαν δυόμιση χρόνια! Χωρίς αποτέλεσμα! Δεν έπαψα να είμαι πούστης! 

Και λίγο προτού γίνω 15 έφυγα και ήρθα στην Αθήνα δίχως να γνωρίζω άνθρωπο. 1965 και σε 7 μήνες πρόλαβα να γνωρίσω ανθρώπους «σαν εμένα καμωμένους» και κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνος. 16 Φεβρουαρίου 1966 μπουκάρει ο τρίτος αδερφός μου, ο πιο σκληρός της οικογένειας, και με συνοπτικές διαδικασίες με έκλεισε στο αναμορφωτήριο. Δεν κατάφερα να τελειώσω το εξατάξιο τότε γυμνάσιο. Ανακάλυψα όμως τα βιβλία και το σινεμά. Διάβασα εκατοντάδες βιβλία και είδα αμέτρητες ταινίες. Ήταν η διαφυγή μου, ήταν ο άλλος μου κόσμος. 

 Όταν έγινα 19 έπρεπε να φύγω από το «άσυλο». Μη έχοντας πού να πάω, μπάρκαρα στα καράβια και μόλις πιάσαμε Ορλεάνη το ’σκασα και πήγα στη Νέα Υόρκη μετανάστης χωρίς χαρτιά. Για δυο χρόνια έπλυνα αμέτρητα πιάτα μέχρι που το 1972 γύρισα στην Αθήνα. Για δυο χρόνια πάλι έκανα πολλές δουλειές, όπως λαντζέρης, γκαρσόνι, μπογιατζής, υπαλληλάκος. Τη λοιδορία και την εκμετάλλευση επειδή ήμουν ένα αγόρι αλλιώτικο από τα άλλα δεν την άντεξα και βγήκα στη Συγγρού για να μην έχω κανέναν κερατά ανάγκη. Αϊ σιχτιρ πια. Ήταν μια δύσκολη απόφαση και μια δουλειά ακόμη δυσκολότερη. Όμως έπρεπε να επιζήσω. Και επέζησα ακροβατώντας ανάμεσα στη φρίκη της δουλειάς και στην τέχνη με όποια μορφή της. Θέατρο, σινεμά, μουσική, βιβλία. Το 1984 πήγα στην Καζαμπλάνκα, εγχειρίστηκα και έγινα γυναίκα και δεν το μετάνιωσα ποτέ. Αντίθετα, κατάλαβα ότι αυτό ήθελα να είμαι πλέον. Και άρχισα να κάνω αυτό που είχα μάθει να κάνω καλά. Για 15 χρόνια όργωσα την επικράτεια με το πλαστικό αιδοίο μου φτύνοντας και χύνοντας αίμα ιδρώτα και φλόκια! 

Βουτηγμένη στα σκατά κατάφερα να κοιτάζω τα αστέρια και επέζησα υγιής, ισορροπημένη, αυτάρκης και ανεξάρτητη

Ως το 2000 που τα άφησα όλα, γεμάτη εμπειρίες και τραύματα, πληγές και εφιάλτες, αλλά και πολύ σεξ, άγριο και τρυφερό, βρόμικο και ρομαντικό, πληρωμένο ή με δόσεις! Βουτηγμένη στα σκατά κατάφερα να κοιτάζω τα αστέρια και επέζησα υγιής, ισορροπημένη, αυτάρκης και ανεξάρτητη.

Μετά την «Μπέττυ» στα καρέ της «Στρέλλας»

Το 1980 έγραψα το πρώτο αυτοβιογραφικο βιβλίο μου «Μπέττυ», στο οποίο βασίστηκε ο Δημήτρης Σταύρακας και έκανε τη μικρού μήκους ταινία «Μπέττυ». Την επόμενη χρονιά έγραψα το «Πόσο πάει» εξιστορώντας τις ζωές τεσσάρων τρανς. Και έναν χρόνο μετά έπαιξα στο θέατρο! «Πρόσωπα φυσικά και αλλόκοτα» του Τζουζέπε Πατρόνε Γκρίφι. Σκηνοθεσία Γιάννης Διαμαντόπουλος, μετάφραση Παύλος Μάτεσις, σκηνικά – κοστούμια Διονύσης Φωτόπουλος. Το καταχάρηκα δίπλα στην εξαιρετική Ντίνα Κώνστα! 

Το 2009 συμμετείχα στη «Στρέλα» του ταλαντούχου Πάνου Κούτρα. Μια από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου! Τώρα συμμετέχω στη θεατρική παράσταση «Αμάραντα» των Παύλου Μάτεσι – Γλυκερίας Μπασδέκη σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη (bijoux de kant) δίπλα στους Αλέκο Συσσοβίτη, Μαρία Πανουργιά και Αλέξανδρο Παπαϊωάννου. 

Απολαμβάνω τον ρόλο της Αντώνας, που σαν άλλη Μπέττυ ‒μεταξύ αλήθειας, φαντασίας, ρεαλισμού ή παραληρήματος‒ σκοτώνεται και χαίρεται, υποφέρει και γλεντάει, κλαίει και πικρογελάει κάνοντας σλάλομ σε μια Ελλάδα που από τη δημιουργία της κολυμπάει ανάμεσα στη γενναιότητα και στον Εφιάλτη, στον φόβο, τη λαμογιά, την πίκρα, τη δειλία, τη δόξα, την αδικία και την ανικανότητα. Σαν Αντώνα, τέλος, φέρω και μεταφέρω ατόφια τα τραύματα μιας χώρας που πεθαίνει άδικα των αδίκων.

Ετικέτες