Η Μαρία Φιλοπούλου αγαπά το νερό, το φως, το χρώμα. Οι μεγάλων διαστάσεων πίνακές της με τα γαλαζοπράσινα νερά και τα γυμνά σώματα έχουν πια ταυτιστεί με το όνομά της. Συνέντευξη στην Αφροδίτη Ερμίδη και το Docville
Η ίδια αποτυπώνει τις ανά καιρούς εμμονές της στον καμβά. Με αφορμή την αναδρομική έκθεση που διοργανώνει ο συλλέκτης Σωτήρης Φέλιος συνάντησα μια γυναίκα ευγενική, ανεπιτήδευτη, μια γυναίκα που έχει καταφέρει να σταθεί αντάξια πολλών αρσενικών ονομάτων στον χώρο της ζωγραφικής. Η έκθεση με τίτλο «Προσωπικοί παράδεισοι» περιλαμβάνει 14 ζωγραφικές συνθέσεις –κυρίως μεγάλων διαστάσεων– και ένα γλυπτό της.
«Τα έργα καλύπτουν ουσιαστικά όλη την πορεία της δουλειάς μου από τα φοιτητικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα. Το τελευταίο έργο το δημιούργησα μέσα στο 2020. Υπάρχει ένα έργο ενδεικτικά από κάθε περίοδο. Πρόκειται για μια διαδικασία αυτογνωσίας» μου εξηγεί. Εργα της βρίσκονται στα μεγαλύτερα μουσεία της χώρας και σε συλλογές και μουσεία στο εξωτερικό. Εχει κάνει ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στην Κωνσταντινούπολη και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Παρίσι, κλειστοί χώροι και θερμοκήπια
Σπουδάζοντας στο Παρίσι τη δεκαετία του ’80 είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα στον σημαντικό ζωγράφο Λεονάρντο Κρεμονίνι. «Πήγα στο Παρίσι συγκεκριμένα για εκείνον. Του έδειξα τη δουλειά μου, του άρεσε και με δέχτηκε στο εργαστήριό του. Νιώθω πολύ τυχερή γι’ αυτό και ευγνωμονούσα για τα πέντε χρόνια που μαθήτευσα δίπλα του. Μας έκανε όλους να αγαπήσουμε πάρα πολύ τη ζωγραφική και να έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας» λέει η Μ. Φιλοπούλου. Οι επιρροές της από αυτό τον μεγάλο ζωγράφο είναι εμφανείς: έντονο φως, χρώματα, θάλασσα, λουόμενοι. Μάλιστα δεν είναι τυχαίο ότι και ο ίδιος αγαπούσε πολύ την Ελλάδα. «Είχε μανία με τα ηφαίστεια, αγαπούσε την ελληνική ιστορία, τον γοήτευαν τα αρχαία και είχε ταξιδέψει σε όλα μας τα νησιά• στη Μυτιλήνη έζησε για έξι μήνες».
Την περίοδο των φοιτητικών έργων της καταπιάνεται με τους κλειστούς χώρους. «Δούλευα στο εργαστήριο σε μια γωνιά με ένα τελάρο μπροστά μου για να έχω μια φωλιά απομονωμένη και κοιτούσα προς μια τζαμαρία, αναζητώντας το φως. Αυτήν τη δουλειά και κάποια άλλα έργα που είχα κάνει την πρώτη χρονιά που γύρισα στην Ελλάδα έδειξα στην πρώτη μου έκθεση το 1990 στην γκαλερί Ώρα του Ασαντούρ Μπαχαριάν ο οποίος με εμπιστεύτηκε. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα σε ένα εργαστήριο στον σταθμό Λαρίσης, ένα υπέροχο νεοκλασικό με πολύ φως, και εκεί μπήκε πια το χρώμα στη ζωγραφική μου». Η επιστροφή της στην Ελλάδα σηματοδοτεί και την επιστροφή της στο χρώμα και το φως. «Στο Παρίσι δεν μπορούσα να ολοκληρώσω τα έργα μου εξαιτίας της έλλειψης φυσικού φωτός. Εδώ βρήκα το πρόσφορο έδαφος γι’ αυτή την εμμονή μου».
Στην επόμενη ζωγραφική ενότητά της η καλλιτέχνιδα μετατοπίζει το ενδιαφέρον της στην ύπαιθρο, στρέφεται στα θερμοκήπια. «Και αυτό είναι κάτι που προέκυψε ενστικτωδώς, καθώς όταν ήμουν μικρή ο πατέρας μου συνήθιζε να με πηγαίνει σε θερμοκήπια. Για να ζωγραφίσω επισκεπτόμουν εγκαταλειμμένα θερμοκήπια στον Σχινιά και δούλευα πάνω στο έδαφος, εκ του φυσικού. Και εκεί βρήκα τις τζαμαρίες, το κόντρα φως, το πλέγμα, τα σκισμένα πανιά και νάιλον, στοιχεία που με γοήτευσαν». Για μια πενταετία ασχολείται μανιωδώς με τα θερμοκήπια. Γενικώς οι θεματικές της ταυτίζονται με τις εκάστοτε εμμονές της. Και ό,τι αποτυπώνεται στον καμβά της έχει προέλθει απαραιτήτως από βιωματική της εμπειρία. «Δεν μπορώ να δημιουργήσω κάτι που δεν έχω βιώσει» λέει χαρακτηριστικά η ζωγράφος.
«Εξανεμίστηκε σταδιακά ο φόβος μου»
Το 1999 είναι η χρονιά που μπαίνει στη ζωή της το νερό, το οποίο την ακολουθεί μέχρι και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά. «Τελειώνοντας τη δουλειά στα θερμοκήπια πήγαινα δίπλα στην παραλία και έκανα κάποια σκίτσα. Εκείνη την εποχή το να ζωγραφίζεις απλώς ένα τοπίο θεωρούνταν ας πούμε λειψό. Επρεπε η ζωγραφική σου να περιλαμβάνει στοιχεία εσωτερικού χώρου. Ωστόσο έκανα αυτήν τη μελέτη πάνω στο νερό, κατάλαβα ότι βγαίνει κάτι προσωπικό και έτσι ο φόβος που είχα εξανεμίστηκε σταδιακά. Καταπιάστηκα με το νερό και έκτοτε δεν το ξανάφησα». Λουόμενοι σε καταρράκτες, παραστάσεις του βυθού, στον οποίο μερικές φορές απεικονίζονται διάσπαρτες αρχαιότητες. Τα γυμνά ανθρώπινα σώματα προσφέρουν μια αίσθηση ελευθερίας, αγαλλίασης, διάχυτου ερωτισμού.
«Πράγματι αυτός είναι ο στόχος μου. Εάν παρατηρήσετε, σε μια παραλία οργανωμένη τα σώματα είναι σφιγμένα. Αντιθέτως, σε μια παραλία γυμνιστών, για παράδειγμα, τα σώματα είναι χαλαρά – χαλαρά και ελεύθερα». Και αυτοί οι πίνακές της έχουν δημιουργηθεί μέσα από την παρατήρηση. «Εχω γίνει ο μπανιστιρτζής κάτω από το νερό» λέει γελώντας. Σε πολλούς πίνακές της οι κολυμβητές κολυμπούν δίπλα σε αρχαία ερείπια. Αυτό προέκυψε από ένα ταξίδι στο Παμούκαλε της Τουρκίας, την αρχαία Ιεράπολη. «Εκεί υπάρχει μια αρχαία πισίνα με ζεστά ιαματικά νερά με πικροδάφνες τριγύρω και είδα τους λουόμενους να κολυμπούν μέσα στα αρχαία. Από τότε πήγα άλλες επτά χρονιές εκεί».
Γιώργος Ρόρρης: «Δύσκολο και ανυπόφορο στη ζωγραφική είναι αυτό που δεν σου αρέσει»
Τη ρωτώ τι είναι αυτό που τη γοητεύει στο νερό. «Τα πάντα. Το λατρεύω, έχω μανία με το νερό. Είναι αυτή η απεραντοσύνη του, η αντανάκλαση του φωτός επάνω του. Είναι ευφραντικό και ζωοποιό. Αγαπώ την αυτονομία και την ελευθερία που αποκτά το σώμα μέσα στο νερό. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, αλλά για εμένα το νερό είναι καθαρτικό και αντίδοτο για όλα αυτά που ζούμε». Και όπως φαίνεται αυτός ο κύκλος δεν θα κλείσει, καθώς η εμμονή της με το νερό και τη θάλασσα «απλώς χειροτερεύει. Mια μέρα να μη δω τη θάλασσα, αρρωσταίνω».
INFΟ
#MenoumeSpiti | Η Συλλογή Σωτήρη Φέλιου φέρνει κοντά σας διαδικτυακά την έκθεση «Προσωπικοί Παράδεισοι» της Μαρίας Φιλοπούλου. Επισκεφτείτε το website και περιηγηθείτε στους χώρους της έκθεσης ψηφιακά: https://felioscollection.gr/…/syllogi-sotiri-felioy-maria-…/