Εν αναμονή των ευρωαποφάσεων τα πράγματα δυσκολεύουν για την ελληνική οικονομία. Καμπάνα κινδύνου και από το ΙΟΒΕ, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει να αγνοεί την οικονομική πραγματικότητα ελπίζοντας ότι κρύβοντας το κεφάλι της στην άμμο θα βελτιωθούν οι δείκτες. Με την ΕΕ να μην έχει συμφωνήσει ακόμη σε συγκεκριμένο σχέδιο σωτηρίας, οι αρνητικές προοπτικές δείχνουν μη αναστρέψιμες.
Ενα βασικό πρόβλημα αρκετών πολιτικών που μιλούν για την οικονομία είναι ότι αντί να έχουν ως βάση τα πραγματικά στοιχεία και τις τάσεις που αποκαλύπτουν και με αυτά ως δεδομένα να χαράζουν την τακτική τους, κινούνται εντελώς ανάποδα. Αποφασίζουν δηλαδή το αφήγημα που θα προβάλουν και μετά παριστάνουν ότι έχουν σχέδιο, αφήνοντας επί της ουσίας τη χώρα ανοχύρωτη. Γιατί κάθε αφήγημα είναι στοιχείο του σχεδίου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να το υποκαθιστά.
Σχέδιο χωρίς σχέδιο
Στη διακυβέρνηση Μητσοτάκη αυτός ο ανάποδος βηματισμός, η κυριαρχία μιας ορισμένης αφήγησης για σχέδιο και η αδιαφορία γι’ αυτήν καθαυτή την τακτική που θα συνιστούσε σχέδιο, είναι ο κανόνας. Γι’ αυτό άνοιξαν οι τουριστικοί προορισμοί της χώρας χωρίς κανείς να γνωρίζει τι ακριβώς θα γίνει αν υπάρξει πρόβλημα και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός και οι συνεργάτες εξακολουθούν να βλέπουν τις επενδύσεις να έρχονται το 2021 χωρίς να υπάρχει το παραμικρό στοιχείο που να συνηγορεί υπέρ αυτής της εκτίμησης.
Διότι πώς να υπάρξουν επενδύσεις όταν λ.χ. η Γερμανία αντιμετωπίζει τη «δυσκολότερη οικονομική κατάσταση στην ιστορία της», όπως έχει πει η ίδια η Ανγκελα Μέρκελ, παρότι διαθέτει το αδιανόητο για τα ελληνικά δεδομένα ποσό των 130 δισ. για την αντιμετώπιση της κρίσης; Και πώς είναι δυνατόν να ισχύουν –έστω και τροποποιημένες επί τα χείρω– οι εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης όταν η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δηλώνει ότι «η οικονομική κρίση που πυροδότησε η πανδημία θα προκαλέσει βαθιές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία»;
Η κ. Λαγκάρντ βέβαια προσθέτει μια αισιόδοξη νότα στις εκτιμήσεις της διαπιστώνοντας ότι «η Ευρώπη βρίσκεται σε εξαιρετική θέση», αλλά, όσο κι αν δεν μας αρέσει ή μας ενοχλεί, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε αυτή την Ευρώπη. Γιατί δεν διαθέτει βιομηχανία, δεν έχει σημαντικό εξαγωγικό εμπόριο και ο κατασκευαστικός της τομέας είναι σε χρόνια ύφεση. Αλλωστε η κ. Λαγκάρντ θεωρεί ότι θα χρειαστεί η εκπόνηση «ενός πλαισίου οικονομικής πολιτικής που θα επιτρέψει την επιστράτευση των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων», κάτι που ακόμη δεν είναι ορατό, καθώς οι αποφάσεις της ΕΕ για την ενίσχυση των κρατών-μελών διαρκώς μετατίθενται για κάποια στιγμή στο μέλλον.
Για την ώρα οι ηγέτες της ΕΕ το μόνο που έχουν καταφέρει είναι να συμφωνήσουν ότι… διαφωνούν και να αποφασίσουν ότι θα επιχειρήσουν εκ νέου να τα βρουν στις 17 Ιουλίου, στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής με φυσική παρουσία των Ευρωπαίων ηγετών μετά την πανδημία.
Εν αναμονή των ευρωαποφάσεων όμως τα πράγματα σκουραίνουν για την ελληνική οικονομία, καθώς η τουριστική κίνηση διαγράφεται χειρότερη και από τα δυσμενέστερα σενάρια, ενώ το ΙΟΒΕ αναθεώρησε (και αυτό) επί τα χείρω τις εκτιμήσεις του.
Οσο πάει και βαθαίνει
Το ίδρυμα εκτιμά πλέον ότι η ύφεση θα βαθύνει περισσότερο αγγίζοντας το 9% σύμφωνα με το «αισιόδοξο» σενάριο, ενώ με βάση το δυσμενές θα πιάσει το 13% – πριν από τρεις μήνες το ΙΟΒΕ προέβλεπε ότι η ύφεση το τρέχον έτος θα κινηθεί μεταξύ 5% και 10%.
Αρνητική είναι η πρόβλεψη και ως προς τις επενδύσεις, καθώς ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής Νίκος Βέττας σημείωσε ότι «για το 2021 δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για την ανάπτυξη». Συμπλήρωσε μάλιστα ότι «δεν έχουμε πει ότι αυτό που θα χάσεις το 2020 θα το κερδίσεις το 2021. Ελπίζεις ότι θα το κερδίσεις. Αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να το διεκδικήσεις και να το κερδίσεις μέσα από στροφή του οικονομικού υποδείγματος». Το δυστύχημα είναι ότι η συζήτηση για το οικονομικό υπόδειγμα στο οποίο πρέπει να στραφεί η χώρα δεν έχει επί της ουσίας ανοίξει, ενώ με τους χειρισμούς της «γαλάζιας» διακυβέρνησης δεν διαφαίνεται σοβαρή πιθανότητα ουσιαστικού διαλόγου για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.