Η «ασφαλής» μέχρι τα μέσα Ιουνίου χώρα, χάρη στις συλλογικές προσπάθειες της κοινωνίας που συμμορφώθηκε στα μέτρα της επιτροπής των ειδικών τα οποία υλοποίησε η κυβέρνηση με τη στήριξη σύσσωμης της αντιπολίτευσης, μοιάζει να φαίνεται μακρινό παρελθόν.
Ηδη η Ελλάδα έχει μπει στην κόκκινη λίστα άλλων χωρών (Νορβηγία, Φινλανδία κ.ά.), ενώ εξακολουθούν να λαμβάνονται σπασμωδικά μέτρα με παλινωδίες και αντιφάσεις, επιρρίπτοντας φυσικά την ευθύνη ατομικά και στην απερισκεψία των νέων. Εν κατακλείδι, η προσπάθεια είναι να φανεί ότι την επιτυχή έκβαση της πρώτης φάσης πιστώνονται η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός, ενώ την αποτυχία τού χωρίς σχεδίου ανοίγματος στην οικονομία και στον τουρισμό τη χρεώνεται η ελλιπής ατομική ευθύνη των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων. Αν και η αδιαφορία και ο οχαδερφισμός, παράγωγα μιας κοινωνίας ατομικισμού, δεν είναι αμελητέα, το να επιρρίπτεις στην ατομική ευθύνη την αποτυχία της κρατικής και κυβερνητικής πολιτικής πάει πολύ.
Η κυβέρνηση δεν τόλμησε να ασκήσει άκαμπτη και σταθερή πολιτική υπεράσπισης της δημόσιας υγείας ως πρόταγμα απέναντι στις πιέσεις των εγχώριων και διεθνών λόμπι του τουρισμού. Αφησε τις πύλες εισόδου ουσιαστικά ανοικτές στον εισερχόμενο τουρισμό χωρίς υποχρέωση υγειονομικού διαβατηρίου, δηλαδή επίδειξης αρνητικού τεστ για όλους, και αρκέστηκε σε δειγματοληπτικά τεστ, τα αποτελέσματα των οποίων έβγαιναν όταν οι ελεγχόμενοι είχαν ήδη φτάσει στον τελικό προορισμό τους. Επίσης τεράστια είναι η ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διότι ακόμη μια φορά δεν κατάφερε να έχει κοινή πολιτική.
Τα σπασμωδικά μέτρα για πολλές περιοχές, ανάμεσά τους πολλές τουριστικές περιοχές και νησιά, όπως η Πάρος, η Αντίπαρος και η Μύκονος, αποτελούν τη χαριστική βολή για χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις. Ο ΕΟΔΥ είτε ψεύδεται είτε είναι ανίκανος να επιτελέσει το έργο του. Δεν είναι δυνατόν π.χ. στις Κυκλάδες μέχρι πρόσφατα και προτού παρθούν τα αυστηρά μέτρα να ανακοινώνει μέχρι τρία τέσσερα κρούσματα καθημερινά και αιφνιδίως να παίρνει μέτρα που αντιστοιχούν σε δεκάδες κρούσματα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και με φόντο την αυξανόμενη ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων η οικονομία μας βυθίζεται σε βαθιά ύφεση, οι εργαζόμενοι και οι μικρές επιχειρήσεις είναι τα πρώτα θύματα μιας πολιτικής που είχε ήδη φανεί με υφεσιακά αποτελέσματα και προ κορονοϊού από το τελευταίο τρίμηνο του 2019.
Αυτό που συντελείται τώρα αποτελεί και τον ανομολόγητο στόχο της κυβέρνησης της ΝΔ: μείωση και συμπίεση του μισθολογικού κόστους και εξοστρακισμός των μικρών επιχειρήσεων. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε την ενίσχυση της αναστολής εργασίας έναντι της ενίσχυσης της απασχόλησης, την παρεπόμενη μείωση των μισθών με την παγίωση του μισθού των 534 ευρώ, την απώλεια του 13ου και 14ου μισθού για τις χιλιάδες των εργαζομένων που συνεχίζουν να βρίσκονται σε αναστολή; Τη μη επικύρωση της συλλογικής σύμβασης εργασίας για δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους στον επισιτισμό – τουρισμό, την τεράστια αβεβαιότητα των χιλιάδων εποχικών εργαζόμενων, τη συνεχή απειλή δεκάδων χιλιάδων απολύσεων, την ολοένα αυξανόμενη ανεργία; Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε τον αποκλεισμό εκατοντάδων χιλιάδων μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων από τον τραπεζικό δανεισμό, τη μετ’ εμποδίων και πολύ καθυστερημένη δυνατότητα πρόσβασης –για όσους τα καταφέρουν– σε ισχνά χρηματοδοτικά εργαλεία που σημειωτέον είναι εργαλεία δανεισμού και όχι μη επιστρεπτέας ενίσχυσης;
Τα παραπάνω δημιουργούν ακόμη μια φορά το πλαίσιο μιας ευρείας κοινωνικής αντίδρασης, οργάνωσης και αυτοοργάνωσης συλλογικών αγώνων. Αποτελούν βεβαίως και το πλαίσιο για την αυξημένη πολιτική ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης να επεξεργαστεί και να αναδείξει, πέραν και του πολύ σημαντικού προγράμματος «Μένουμε όρθιοι», ένα συνολικό όραμα βιώσιμης κοινωνικά και οικολογικά δίκαιης ανάπτυξης, αντίστοιχο των σύνθετων απαιτήσεων της εποχής μας – ακόμη και μέσα από το επερχόμενο συνέδριό του, το οποίο πρέπει να διεξαχθεί το φθινόπωρο πάση θυσία.
Ο Νίκος Συρμαλένιος είναι βουλευτής Κυκλάδων του ΣΥΡΙΖΑ