Η Χρύσα Κακατσάκη γράφει για τον Αλέκο Φασιανό, τον ποιητή των εικόνων

Η Χρύσα Κακατσάκη γράφει για τον Αλέκο Φασιανό, τον ποιητή των εικόνων
Ο Αλέκος Φασιανός με τον Ηλία Πετρόπουλο στο Παρίσι

Post mortem λόγος για τον εμβληματικό ζωγράφο Αλέκο Φασιανό που πέθανε την Κυριακή 16 Ιανουαρίου. 

 

«Eνα πράσινο αστέρι, ένα µπλε,

το ρουµπινί, το µαύρο·

το ’να σου µάτι στα πουλιά,

τ’ άλλο στα κόκκινα· η σιδεροδεσιά

σε φύλλα, φύλλα κι άλλα φύλλα·

το κίτρινο στη σωστή του θέση που την ξέρει µονάχα ο θεός κι ο Μιρό»

Αυτό το ποίηµα ο Γιάννης Ρίτσος θα µπορούσε να το έχει γράψει για τον Αλέκο Φασιανό. Αλλωστε τη λατρεία του για το χρώµα τη συναντάµε στην παιδικότητα του Μιρό, στις απλωµένες επιφάνειες του Ματίς, στην υπαρξιακή αναζήτηση του Βαν Γκογκ σε µια πιο γαλήνια εκδοχή. Αν και αναφερόταν συχνά στις επιρροές του από την αρχαία αττική αγγειογραφία, τις βυζαντινές εικόνες και τη λαϊκή παράδοση, σπανίως κατονόµαζε άλλους ζωγράφους που τον επηρέασαν. Ορθώς από µια πλευρά, αφού ό,τι δανείστηκε το ενέταξε στο αυτόφωτο εικαστικό του ιδίωµα. Ισως να τον σφράγισαν περισσότερο οι ποιητές που µε τις λέξεις τους γεννούν εικόνες. Ο ίδιος έχει εξοµολογηθεί: «∆ογµατικοί δάσκαλοι της τέχνης µου έλεγαν “µην ακούς τους ποιητές”, αλλά εγώ τους άκουσα».

«Αθηναϊκό πανόραμα», 1989 (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου)

∆εν είναι τυχαίο ότι στην πολυσχιδή καλλιτεχνική του δραστηριότητα έχει φιλοτεχνήσει εξώφυλλα και σελίδες των σπουδαιότερων Ελλήνων ποιητών: Σολωµός, Ελύτης, Καβάφης, Σαχτούρης, Λαπαθιώτης, Ρίτσος, Εµπειρίκος, αλλά και πεζογράφων όπως ο Βασιλικός, ο Μανιώτης και ο Ταχτσής. Αλλά κι αυτοί τον αντάµειψαν µε κριτικές και αφιερώσεις από πολύ νωρίς. Σε µια από τις πρώτες του εκθέσεις το 1966 στην γκαλερί Μέρλιν ο Εµπειρίκος γράφει ειδικά γι’ αυτόν το ποίηµα «Ράγκα-παράγκα» που περιλαµβάνεται στον κατάλογο. Μερικά χρόνια αργότερα ο Καρούζος σηµειώνει για τη χυµώδη αυθαιρεσία του ονείρου στις µορφές του: «Σε βαθύ και παιδικό χειµώνα ο Αλέξης Φασιανός έχει τα όνειρά του. Ενας ήλιος έχει αφήσει στην ψυχική φύση των χρωµάτων όλη τη χαρά και τη µαγεία µιας µεταφυσικής ακινησίας που µας ανοίγει θερµά την ανάµνηση του Αρχέτυπου, έτσι όπως εξουσιάζει τη συγκίνησή µας».

 

Είχαν προηγηθεί τα ασπρόµαυρα σχέδια στον θρυλικό τόµο «Τα ρεµπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου. Είχαν γνωριστεί στο Παρίσι και ο Πετρόπουλος τον έφερε σε επαφή µε πνευµατικούς ανθρώπους της Γαλλίας, όπως ο Αραγκόν και ο Λακαριέρ, οι οποίοι ύµνησαν στα κείµενά τους γι’ αυτόν το µεσογειακό φως, τις νωχελικές φιγούρες του, τους ράθυµους ποδηλάτες, τον άνεµο που τους διαπερνά άχρονος, σαν τις εικόνες µιας σταµατηµένης ταινίας. Η δεξιοτεχνία του στο σχέδιο εκφράζεται µε µια µονοκοντυλιά που περιχαρακώνει το στιβαρό σώµα, υλοποιεί την κίνηση, προσθέτει το µνηµειώδες και εσωτερικεύει το συναίσθηµα.

«Νωχελική», 1975 (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου)

Συστηµατική και η ενασχόλησή του µε εξώφυλλα δίσκων, αρχής γενοµένης µε τον «Της γης το χρυσάφι» του Μάνου Χατζιδάκι το 1971. Ο κύκλος αυτών των τραγουδιών ήταν ένας λαϊκός ύµνος για την Ελλάδα, τις εποχές, το φως, τα στοιχεία της φύσης, τις δυνατές ελληνικές εικόνες. Ο Μάνος έλειπε στην Αµερική, αλλά ο Γκάτσος, τον οποίο είχε ως τοποτηρητή, έδωσε οδηγίες στον Φασιανό ο οποίος εµπνευσµένος από το υλικό σχεδίασε τα στάρια, τον ήλιο, τη γη και τους αγρότες. Θα ακολουθήσουν οι «Σκλάβοι πολιορκηµένοι» του Μαµαγκάκη, ο «Σταυρός του Νότου» του Μικρούτσικου, τα «Πικροσάββατα» του Μίκη, τα «Ισόβια» του Κραουνάκη κ.ά.

«Ποδηλάτης» (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου)

Την (εικαστική) ιστορία γράφουν οι παρέες

Μαθητής ακόµα στο Β΄ Γυµνάσιο Αρρένων συζητά τους προβληµατισµούς του για την τέχνη και τη λογοτεχνία µε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Λ. Παπαδόπουλο και τον Χρ. Γιανναρά οι οποίοι φοιτούν στο ίδιο σχολείο. Επιστρέφοντας από το Παρίσι το 1962 συγκατοικεί µε τους Αντώνη Κέπετζη, Νίκο Στεφάνου και Βασίλη Σπεράντζα στο περίφηµο Ατελιέ της Καλλιθέας. Εκεί σύχναζαν ο Ταχτσής, ο Τσαρούχης, ο Εµπειρίκος, η Βακαλό, ο Σινόπουλος, ο Καρούζος, ο Αναλις κ.ά.

«Ξαφνικά µια µέρα, ενώ στεκόµουν στο παράθυρο και κοιτούσα τον ουρανό, µου ήλθε η έµπνευση σαν επιφοίτηση του Αγίου Πνεύµατος να κάνω έναν ποδηλατιστή µε τσιγάρο και καπνό και µε τα µαλλιά να ανεµίζουν». Η στιγµή της έµπνευσής του µοιάζει µάλιστα σχεδόν µεταφυσική: «Οταν το ζωγράφισα, γέµισε το δωµάτιο µε φούµες. […] Στον κήπο του σπιτιού γυρίζαµε και φιλµ. Παρωδίες ∆ράκουλα, όπου εγώ, µεταµφιεσµένος σε βρικόλακα, κυνηγούσα µ’ ένα φιλέ τον Στεφάνου, για να του πιω το αίµα, ενώ η Ασπασία, µια φίλη µας, έπαιζε βιολί επάνω σ’ έναν κορµό δέντρου. Για όλα αυτά, οι γείτονές µας θύµωναν και φώναζαν την αστυνοµία. Ιδίως έγιναν έξω φρενών όταν κάναµε δυο τάφους και βάλαµε επάνω τα ονόµατά µας, µε φωτογραφίες και τσιγκάκια, σαν αυτά που υπάρχουν στα λαϊκά νεκροταφεία».

ΑΛΕΚΟΣ ΦΑΣΙΑΝΟΣ
Ο ζωγράφος στο κορνιζάδικο

Τα επαγγελµατικά του ραντεβού τα έδινε συχνά στο κορνιζάδικο του παιδικού του φίλου Α. Φλέσουρα, σε ένα στενό πίσω από το Καλλιµάρµαρο. Οταν ξεµπέρδευε µε αυτά η πόρτα έκλεινε, έµεναν οι λίγοι εκλεκτοί, έτρωγαν γρήγορα γρήγορα τις ρέγγες και τις φασολάδες που είχαν µαγειρευτεί επιτόπου και άρχιζε η «παράσταση». Ο Φασιανός δήλωνε µε στόµφο «και τώρα θα ζωγραφίσω». Τα πιάτα µαζεύονταν και εκείνος µε το χέρι άπλωνε χρώµα πάνω στην επιφάνεια του πάγκου.

«Οι καβαλάρηδες της φωτιάς», 1982 (Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου)

Η συλλογική µυθολογία της καθηµερινότητας

Πίνακες και µετάλλια, φουλάρια και αφίσες, τασάκια και φλιτζάνια, χαρακτικά και χειροποίητα παιχνίδια αποτέλεσαν τον καρπό µιας µακρόχρονης παραγωγής για την οποία πλειστάκις κατηγορήθηκε ότι καταφεύγει στην ευκολία και την επανάληψη µιας διακοσµητικής ζωγραφικής. Οµως ο Φασιανός έµοιαζε µε παραµυθά που ενώ έστηνε το παραµύθι του, την ίδια ώρα απολάµβανε και κάθε σηµείο της αφήγησής του. Ενα τσιγάρο, ένας γλόµπος, ένα παράθυρο συγκρότησαν το αλφαβητάρι του Νεοέλληνα του οποίου υπήρξε ο λυρικός απολογητής. Οι µορφές του εγγράφονται ανεξίτηλα στο µάτι του θεατή γιατί είναι φορτισµένες και µε τα δικά του βιώµατα που δεν εξιστορούν µια εποποιία αλλά τη συλλογική µυθολογία της καθηµερινότητας.

Η Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος – ιστορικός τέχνης

Documento Newsletter