Σε μια επίσκεψή του το 1841 στο κοιμητήριο του Κάνονγκεϊτ στο Εδιμβούργο ο Κάρολος Ντίκενς στάθηκε μπροστά στον τάφο του Εμπενίζερ Λένοξ Σκρούτζι. Η ταφόπλακά του έγραφε «meal man», περιγράφοντας το επάγγελμά του ως εμπόρου σιτηρών. Στο μυαλό του Ντίκενς η λέξη meal έγινε mean και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία του μικροπρεπή ήρωά του Εμπενίζερ Σκρουτζ, τον οποίο μέχρι σήμερα ταυτίζουμε με την τσιγγουνιά αλλά και την ποταπή συμπεριφορά.
Δύο χρόνια από εκείνη τη «συνάντηση» και έχοντας ήδη δημοσιεύσει τον «Ολιβερ Τουίστ» (σε συνέχειες το 1837-39) επισκέφτηκε τα ορυχεία κασσίτερου στην Κορνουάλη, όπου ήρθε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα πάνω στην οποία δομήθηκε το θαύμα της βιομηχανικής επανάστασης – τις άθλιες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν παιδιά, τα οποία συχνά πέθαιναν προτού καν προλάβουν να φτάσουν στην εφηβεία. Είχε και ο ίδιος παρόμοια πείρα, καθώς έζησε πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια και σε ηλικία μόλις δώδεκα χρόνων αναγκάστηκε να εργαστεί σε εργοστάσιο βερνικιών παπουτσιών.
Στόχος του ήταν μέσα από την ιστορία του κακότροπου Σκρουτζ, ο οποίος είχε αρκετά στοιχεία παρ
μένα από τον πατέρα του, να μιλήσει για τις συνθήκες διαβίωσης της εργατικής τάξης καθώς και για την ανάγκη θέσπισης νόμων που θα στήριζαν τους εργαζόμενους και βεβαίως τα παιδιά που λόγω φτωχικής καταγωγής ήταν αναγκασμένα να εργάζονται. Το «Christmas carol», η χριστουγεννιάτικη ιστορία φαντασμάτων (ήταν της μόδας τότε ιστορίες με αντίστοιχη θεματική), κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα του 1843. Σε αυτήν τα πνεύματα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος επισκέπτονται τον Σκρουτζ για να τον αφυπνίσουν και να τον κάνουν να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απανθρωπιάς του.
Ο Ντίκενς συχνά χαρακτηρίζεται πατέρας των Χριστουγέννων με την έννοια ότι έδωσε νόημα σε μια κοινή εργάσιμη ημέρα μετατρέποντάς την μέσα από τα γραπτά του σε γιορτή εστιασμένη στην οικογένεια. Φυσικά ήταν πολύ περισσότερα, μια προσωπικότητα που μέχρι σήμερα εντυπωσιάζει για τον τρόπο που κατέγραψε τους μη προνομιούχους μιας ολόκληρης εποχής.
Ο Κάρολος Ντίκενς εντυπωσιάζει για τον τρόπο με τον οποίο κατέγραψε τους μη προνομιούχους μιας ολόκληρης εποχής