Η Χριστίνα Δημητρακάκη-Μουστακλή στο Documento: «Θεωρώ τους φασίστες κουτούς, αδιάφορους, χαμηλής νοημοσύνης»

Η Χριστίνα Δημητρακάκη-Μουστακλή στο Documento: «Θεωρώ τους φασίστες κουτούς, αδιάφορους, χαμηλής νοημοσύνης»
(© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Η χήρα του στρατιωτικού-ήρωα της δημοκρατίας που βασανίστηκε βάναυσα από τη δικτατορία μιλάει αποκλειστικά στο Documento.

Με υποδέχτηκε στην πόρτα η κ. Χριστίνα, 82 χρόνων, η χήρα του Σπύρου Μουστακλή, του στρατιωτικού που βασανίστηκε βάναυσα από την απριλιανή δικτατορία µετά το κίνηµα του ναυτικού (23 Μαΐου 1973) επειδή ακριβώς ήταν στρατιωτικός, «δικός τους» δηλαδή, και αντιφρονών. Περάσαµε σε ένα διαµέρισµα γεµάτο από κούτες και κουτιά. Αλλα γεµάτα µε χιλιάδες φωτογραφίες από όλες τις περιόδους της ζωής του και άλλα µε στρατιωτικά έγγραφα και πολύτιµο αρχειακό υλικό. Η γυναίκα αυτή δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, αφού εκτελέστηκε από αντάρτες στον Εµφύλιο. Στην πορεία βίωσε τη µισανθρωπία των χουντικών που βύθισαν τον σύζυγο και πατέρα της µοναχοκόρης τους στην ανηµπόρια και την αφασία. Σήµερα, 36 χρόνια µετά τον θάνατο του Σπύρου Μουστακλή (28 Απριλίου 1986), η Χριστίνα ∆ηµητρακάκη-Μουστακλή παραδίδει ένα βιβλίο-ντοκουµέντο, δίνοντας φωνή στον άνθρωπό της.

Το παλικάρι που «Του ζήτησαν να μαρτυρήσει/ Δε μίλησε/ Του τσάκισαν τα δόντια/ Του τσάκισαν τα δάχτυλα/ Του τσάκισαν τα πλευρά/ Σιωπούσε/ […]/ Αυτός σιωπούσε/ Κοίταζε μόνο/ Αιώνες μακριά…» καταπώς έγραψε ο Αντώνης Δωριάδης για τον Σπύρο Μουστακλή (από το προσωπικό αρχείο της Χριστίνας Δημητρακάκη-Μουστακλή, © Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Σας συναντώ σε ένα µικρό διαµέρισµα στο Παγκράτι. Μένατε εδώ όλα τα χρόνια;

Στο Παγκράτι µέναµε, αλλά όχι στον ίδιο δρόµο. Λίγο παρακάτω, στην πλατεία Πλαστήρα ήµασταν, και εδώ ήρθαµε µετά τον θάνατο του Σπύρου και τη συνταξιοδότησή µου ως οδοντιάτρου.

Σας ρώτησα γιατί στο βιβλίο σας το Παγκράτι χαρακτηρίζεται ως άντρο χουντικών, εκείνα τα χρόνια τουλάχιστον.

Ακριβώς έτσι ακουγόταν και ο κόσµος έλεγε ότι όλες οι συνωµοσίες και οι συγκεντρώσεις των χουντικών εδώ πέρα γίνονταν. Ηταν βολικό το Παγκράτι, πολύ κοντά στο κέντρο και στις δηµόσιες υπηρεσίες, γι’ αυτό εδώ κατοικούσαν πολλοί δηµόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί και πολιτικοί.

Θα µπορούσε να ιδρυθεί ένα µουσείο Σπύρου Μουστακλή µε τα προσωπικά του αντικείµενα που έχετε στην κατοχή σας;

Βεβαίως. Ο Μουστακλής αντιπροσωπεύει τη νεότερη ιστορία από τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο µέχρι το 1986 που πέθανε. Ο Σπύρος από τα 17 του χρόνια συµµετείχε ως αντιστασιακός στον Β΄ Παγκόσµιο στο πλευρό του Ζέρβα. Ακολούθησαν η θητεία του στον Εµφύλιο, στην Κορέα, την Κύπρο.

Nεαρός σε στρατιωτικές ασκήσεις: ο Σπύρος Μουστακλής ίσως υπήρξε ένα από τα άλλοθι μιας κοινωνίας που καμωνόταν πως δεν ήξερε τι συνέβαινε για επτά χρόνια (από το προσωπικό αρχείο της Χριστίνας Δημητρακάκη-Μουστακλή, © Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Θα µπορούσε αυτό το ογκώδες βιβλίο να αντιπροσωπεύει τη φωνή του Μουστακλή που του στέρησαν οι βασανιστές του;

Θα σας απαντήσω µε κάτι που γράφω µες στο βιβλίο: «Το αφιερώνω στον πατέρα που δεν γνώρισα και στον άντρα που δεν έζησα». Αυτοί οι δύο άνθρωποι της ζωής µου, οι Ελληνες, δεν µπόρεσαν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Ποτέ. Τον µπαµπά µου τον σκότωσαν οι κοµµουνιστές στον Εµφύλιο χωρίς καν να περάσει από δίκη. Τον άντρα µου τον βασάνισαν οι ακροδεξιοί τόσο ώστε να µην µπορεί να µιλήσει, ήταν αφασικός. Κάθε άνθρωπος είναι υποχρεωµένος να υπερασπίσει τον εαυτό του για καθεµία κατηγορία που του αποδίδουν. Αφού οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν µπόρεσαν να µιλήσουν, δεν έπρεπε κάποιος να τους υπερασπιστεί; Ο κάποιος αυτός στον ένα ήταν το παιδί του και στον άλλο η σύντροφός του. Τα υπόλοιπα είναι θέµατα της πολιτείας και για µένα ήταν πολύ µεγάλο χρέος όχι µόνο απέναντί τους, αλλά και απέναντι στην Ιστορία. Εφόσον έχω ζήσει γεγονότα και καταστάσεις, δεν τα άκουσα από διηγήσεις, έπρεπε να τα καταγράψω όσο κι αν δεν µου ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστο.

Τι παράξενη συνθήκη πάντως να σκοτώνουν τον πατέρα σας οι µαχητές του ∆ΣΕ και να βασανίζουν τον σύζυγό σας οι φασίστες.

Ο µπαµπάς µου ήταν δάσκαλος, ούτε καν µε τους δωσίλογους που ζούσαν στο χωριό. Μάλιστα όταν άρχισε ο Εµφύλιος θυµάµαι σαν όνειρο να του λένε οι συγγενείς µας στην Αθήνα να έρθει και εκείνος εδώ µε την οικογένειά του. Η απάντησή του ήταν: «∆εν µπορώ να έρθω. Αφενός έχω δυο µικρά παιδιά, αφετέρου είµαι δηµόσιος υπάλληλος και δεν µπορώ να αφήσω στραβά τα παιδιά του κόσµου».

Η εκτέλεση του πατέρα σας σας δηµιούργησε αντικοµµουνιστικά συναισθήµατα; Θυµίζω πως η Αλίκη Βουγιουκλάκη δήλωνε µια ζωή δεξιά µόνο και µόνο γιατί οι αντάρτες είχαν εκτελέσει τον πατέρα της.

Μα ο πατέρας µου ήταν µαζί µε τον πατέρα της Βουγιουκλάκη όταν τον συνέλαβαν. Συναντήθηκαν σε ένα χωριό στην Τρίπολη. Ηξερα ότι αυτοί που θα µπορούσαν να είχαν βοηθήσει τον πατέρα µου, όπως ο πρόεδρος του χωριού, δεν το έκαναν, ακόµη και όταν η µητέρα µου τους παρακαλούσε, γιατί οι αντάρτες ζητούσαν χαρτιά. Αυτούς τους ανθρώπους τους έβλεπα κάθε µέρα. Πηγαίναµε µικρές µε την αδερφή µου σε σπίτια και όλοι µας µιλούσαν για τον µπαµπά µου. Είχα έναν πόνο, αλλά όχι µίσος. Ακόµη και στο πανεπιστήµιο που µε συµβούλευαν να ψηφίσω απείχα απ’ όλο αυτό. Ευτυχώς, µικρή βρέθηκα στην Κοµοτηνή, σε άλλο περιβάλλον, να µη βλέπω τους δολοφόνους του πατέρα µου, παρόλο που πάντα µε βασάνιζε το θέµα του. Ακουγα να µιλάνε για πολιτική απ’ όλες τις πλευρές και προσπαθούσα µόνη µου να δω τι συνέβαινε πραγµατικά. Μίσος πάντως δεν µπορούσα να έχω.

Η Χριστίνα Δημητρακάκη-Μουστακλή δείχνει μια από τις φόρμες εκστρατείας του ταγματάρχη Σπύρου Μουστακλή (© Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Μίσος για τους κοµµουνιστές δεν είχατε, πώς νιώσατε όµως όταν µετά τη χούντα αντικρίσατε στο στρατοδικείο τους βασανιστές του συζύγου σας;

Γνώριζα προσωπικά τους περισσότερους. Ηταν πολύ δύσκολο για µένα να παρευρεθώ στο στρατοδικείο. ∆εν ήξερα καν τι σήµαινε δικαστήριο προτού γίνει η δίκη. Θυµάµαι ότι είχα πάει στην αδερφή µου για Σαββατοκύριακο στην Τρίπολη. Είχε οριστεί να καταθέσω την ερχόµενη Τρίτη. Ενδεικτικά σας λέω ότι ρώτησα έναν θείο µου: «Μπαρµπα-Μιχάλη, τώρα που θα πάω στο στρατοδικείο πού θα κάθοµαι, πού θα κοιτάζω;». Η ηµεροµηνία άλλαξε και όταν γύρισα την Κυριακή έψαχναν να µε βρουν ο Τάσος Μήνης (σ.σ.: αξιωµατικός της Πολεµικής Αεροπορίας µε αντιδικτατορική δράση) και ο στρατηγός Βαρδουλάκης. Με βρήκαν το βράδυ, είχα αφήσει όµως τον Σπύρο στο ΚΑΤ. Ενηµερώθηκα ότι η µέρα της κατάθεσής µου ήταν η ∆ευτέρα τελικά, οπότε σηκώθηκα πρωί πρωί να βγάλω τον Σπύρο από το νοσοκοµείο.

Ειδοποίησα τον Μήνη: «Είµαι στο ΚΑΤ και δεν θα προλάβω να βρίσκοµαι στην ώρα µου, κάνε κάτι». Τηλεφώνησε εκείνος στο στρατοδικείο και µου έδωσαν δίωρη αναβολή. Πέρασε ο Μήνης µε τη γυναίκα του µε το αυτοκίνητο και µας πήραν. Φτάνοντας στο Ρουφ ρωτάω τον Μήνη: «Τάσο, τι θα λέω εγώ εκεί;». Μου απαντάει: «Τώρα ξύπνησες, Χριστίνα; Τόσο καιρό δεν µπορούσες να µε ρωτήσεις;». ∆ιαλύθηκα. Οταν ήρθε η σειρά µου είπα αυτά ακριβώς που είχα ζήσει. ∆εν µίλησε κανένας. Ούτε οι στρατοδίκες ούτε οι κατηγορούµενοι. Σιωπή µεγάλη έπεσε. Εκτός από τον Μήνη, είχα τηλεφωνήσει και σε ένα φίλο γυµνασιάρχη που βρισκόταν στην Παιανία. «Πάω στο στρατοδικείο, ελάτε να µε βοηθήσετε… να κρατάει κάποιος τον Σπύρο». Μου απάντησαν: «Θα είµαστε και εµείς εκεί», µια φράση που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο εκπαιδευτικός αυτός είχε κάνει στην Κορέα µε τον Σπύρο, ήµασταν σαν οικογένεια. Σε µια στιγµή ο Σπύρος αγρίεψε, σηκώθηκε και σήκωσε το χέρι του για να δείξει τα τραύµατά του. Το παράδοξο είναι ότι βάσει νόµου τα θύµατα της χούντας δεν είχαν δικαίωµα να εκπροσωπηθούν από δικηγόρους, σε αντίθεση µε τους κατηγορούµενους που είχαν δικηγόρους. Θυµάµαι τον Γ. Αλφαντάκη, έναν από τους υπερασπιστές των χουντικών, αλλά σίγουρα θα ήταν κι άλλοι.

Οταν γνωρίσατε τον Μουστακλή είχατε ιδέα για τη στρατιωτική αντιστασιακή του δράση;

Τον γνώρισα στην Κοµοτηνή. Οι θείοι µου ήταν οδοντίατροι και τους επισκέφτηκε µια µέρα που πόνεσε το δόντι του. Κάναµε πολλή παρέα µε στρατιωτικούς οικογενειακώς. Εµάς µας έλεγαν «χαµουτζήδες» γιατί δεν καταγόµασταν από την Κοµοτηνή. Παντρεύτηκα τον Σπύρο το 1967, λίγους µήνες µετά το πραξικόπηµα.

Ενα τσιγάρο σε διάλειμμα της δίκης της χούντας (© Αριστοτέλης Σαρρηκώστας/αρχείο ΕΡΤ)

Είχατε επίγνωση πως δεν θα κάνατε ήσυχη συζυγική ζωή στο πλάι ενός τέτοιου ανθρώπου;

Βεβαίως. Προτού παντρευτούµε ερχόταν στο πανεπιστήµιο και µου έλεγε πόσο πολύ κυνηγούσαν στον στρατό τους δηµοκρατικούς. Ακουγα και µάθαινα πολλά πράγµατα. Ηταν πολύ δύσκολο το θέµα µας, γιατί µόλις είχα πάρει το πτυχίο µου και έπρεπε να ανοίξω ιατρείο. Εκείνος πάλι µόλις είχε γυρίσει από την Κύπρο και µε βοήθησε πάρα πολύ. Ανοίξαµε ιατρείο στην πλατεία Πλαστήρα, όπου ανέκαθεν ήταν το στέκι του Σπύρου και τον ήξεραν όλοι. Επρεπε να βρούµε διαµέρισµα και να προµηθευτώ τον εξοπλισµό µου.

Ως σύζυγός του τον εµψυχώνατε;

Εβλεπα την ταλαιπωρία του προτού παντρευτούµε. Ηταν τόσο στενοχωρηµένος που µου έλεγε ότι θα αποχωρήσει οικειοθελώς από το στράτευµα. Πίστευε πως τον είχαν ταλαιπωρήσει πολύ. Με την αφέλειά µου του είπα: «Γιατί να φύγεις από τον στρατό; Εχεις µια στρωµένη δουλειά». Ξέρετε τι µου απαντούσε; Οτι δεν θα γινόταν βαθµοφόρος, δεν θα προχωρούσε η καριέρα του. Επιπλέον ήταν αποφασισµένος, δεν µπορούσες εύκολα να του αλλάξεις κάτι. ∆εν γινόταν, έτσι εγώ απλώς έβλεπα και µε στενοχωρούσε η έλλειψη αξιοκρατίας στη χώρα µου.

Τη στιγµή που πήγατε στο νοσοκοµείο και αντικρίσατε τον άνθρωπό σας σε άθλια κατάσταση οι στρατιωτικοί γιατροί σάς αντιµετώπισαν εχθρικά, σαν να είχατε λέπρα, όπως γράφετε χαρακτηριστικά στο βιβλίο.

Με έβλεπαν σαν κάτι παράξενο, παρείσακτο και µένα ο νους µου πήγε στην ιατρική. Είπα µέσα µου: «Χανσενική είµαι;». Ούτε µε κοίταζαν ούτε µου µιλούσαν. Αυτό έγινε το 1973, πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, όταν ο Σπύρος βρισκόταν στην Πολυκλινική Αθηνών. Φανταστείτε πόσο πωρωµένοι ήταν οι άνθρωποι αυτοί για να αντιµετωπίζουν έτσι τη γυναίκα ενός φρικτά βασανισµένου ανθρώπου. Προηγουµένως, για 47 ηµέρες πέρναγα από τα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ µε την κόρη µας µωρό στα χέρια µου και οι εσατζήδες µου έλεγαν: «∆εν έχουµε εδώ κάνα τέτοιο όνοµα». Το ίδιο και όταν τους τηλεφωνούσα. Και στο µεταξύ ο Σπύρος ήδη είχε φύγει από το ΕΑΤ-ΕΣΑ χωρίς να το ξέρω. Να πω εδώ ότι στη σύλληψή του για τη συµµετοχή του στο κίνηµα Ελεύθεροι Ελληνες δεν τον πείραξαν καθόλου, παρότι ο ίδιος ζητούσε να τον ανακρίνουν. Τηλεγραφούσε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ να τον περάσουν από ανάκριση, αλλά ποτέ δεν τον κάλεσαν. Ούτε και στην Ασφάλεια στην Μπουµπουλίνας –όπου πήγαινα συνέχεια και δεν µε άφηναν να τον δω– τον πείραξαν. Αυτό γινόταν το 1969, όταν ήρθαν και τον πήραν από το σπίτι µας.

Στην Μπουµπουλίνας µίλαγα µε τον Μπάµπαλη (σ.σ.: αξιωµατικός της αστυνοµίας πόλεων και αρχιβασανιστής της χούντας). «∆εν µπορείτε να τον δείτε» µου έλεγε, «περάστε αύριο µεθαύριο και βλέπουµε». Μια µέρα του είπα: «Ανησυχώ αν είναι καλά» και µε διαβεβαίωσε πως είναι καλά, γιατί είναι συνάδελφός τους και τον προσέχουν. Τελικά ζήτησα να δω τον Μάλλιο (σ.σ.: επίσης αξιωµατικός της αστυνοµίας πόλεων και αρχιβασανιστής της χούντας). Μαζί µου είχα και την κουνιάδα µου, την αδερφή του Σπύρου, που είχε έρθει από το Μεσολόγγι για να τον δει. Με άφησαν και πέρασα στο γραφείο του Μάλλιου: «Εχω αγωνία γιατί ακούγονται πολλά για εδώ µέσα» του είπα, εννοώντας φυσικά την Deutsche Welle και τις ξένες ανταποκρίσεις. «∆εν µπορώ, κύριε Μάλλιο, να έρχοµαι και να µου λέτε “βλέπουµε”. Εχω ιατρείο και δεν µπορώ να αφήνω µέρα µεσηµέρι τους ασθενείς µου». Με διαβεβαίωνε και αυτός πως ο Σπύρος ήταν καλά. «Εγώ σας πιστεύω» του έκανα, «αλλά ακούµε πολλά». Σε µια φάση η καηµένη η κουνιάδα µου ύψωσε τη φωνή της και αυτός τότε της είπε απειλητικά: «Κυρία µου, ξέρετε ότι βρίσκεστε στην Ασφάλεια Αθηνών αυτήν τη στιγµή;». ∆εν άντεξα και του είπα κι εγώ: «Αλίµονο αν δεν νιώθουµε ασφαλείς µες στην Ασφάλεια Αθηνών». Με άφησε τελικά και τον είδα για δύο λεπτά, αυτό µόνο.

Η επίσκεψη του Αλέκου Παναγούλη στην Πολυκλινική τον Σεπτέμβριο του 1973 (από το προσωπικό αρχείο της Χριστίνας Δημητρακάκη-Μουστακλή, © Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Με το χέρι στην καρδιά, όταν µάθατε πως η 17Ν δολοφόνησε τον Μάλλιο πώς νιώσατε;

Εκτός από τον Μάλλιο, νοµίζω ότι δολοφόνησαν τον Μπάµπαλη (σ.σ.: το 1979 η οργάνωση Ιούνης ’78) και µερικούς άλλους, έτσι δεν είναι; Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν: «Αυτοί έκαναν τόσα βασανιστήρια, βασάνισαν αλύπητα κόσµο και κοσµάκη στην ταράτσα της Μπουµπουλίνας». Τι να έλεγα; Οτι δεν τους άξιζε; Ενας τέτοιος θάνατος τους άξιζε, όχι παράσηµα. Αδικοσκοτωµένους θα τους έλεγα; Αυθόρµητα ήταν αυτά, τα αισθήµατα και οι σκέψεις µου, και το βρίσκω απόλυτα λογικό.

Υπάρχει κάποια σηµαντική ιδιωτική στιγµή που δεν την αναφέρατε στο βιβλίο;

Ο Σπύρος έφευγε το πρωί και γύρναγε το µεσηµέρι και εγώ έκανα όλες τις δουλειές, του µαγείρευα κ.λπ. εκτός από το ιατρείο που είχα. Καταλάβαινα ότι ήταν πάρα πολύ νευρικός και ανήσυχος. Τον έβλεπα που έπαιρνε το τουφέκι και µου έλεγε πως πήγαινε για κυνήγι στην Κόρινθο. Μια φορά πήρε και µένα στη Λάρισα. Κάθε µέρα τότε γίνονταν συλλήψεις και εγώ τόλµησα να πω για ένα συγκεκριµένο πρόσωπο που δεν άντεξε τα βασανιστήρια και κατέδωσε συνεργάτες του: «Κι αυτός πια, έπρεπε να τα πει όλα τώρα; Κουταµάρα». Με κοιτάει και µου λέει: «Μη µιλάς. Οταν φτάνεις στο σηµείο αυτό δεν ξέρεις. Μην κατηγορείς».

Τροµερό να το λέει αυτό ο Μουστακλής που έπαθε ό,τι έπαθε επειδή δεν µαρτύρησε.

∆εν µίλαγε σ’ εµένα γι’ αυτά. Συναντιόµασταν µε Παγκρατιώτες φίλους του στην πλατεία Πλαστήρα και πάντα µε τον Απόστολο Κακλαµάνη που ήταν η βασική παρέα µας. Τα έλεγαν για τη χούντα και σ’ εµένα µιλούσε µόνο για το κυνήγι. Προφανώς δεν πήγαινε για κυνήγι, αλλά συναντούσε ανθρώπους και έκαναν δράσεις. Μα κάθε πρωί να µου λέει πως πήγαινε για κυνήγι στην Κόρινθο; Κοντά µας καθότανε και ο ηθοποιός ο Σταύρος Παράβας. Αυτός τον αγαπούσε πολύ τον Σπύρο. Ηταν φίλοι πραγµατικοί. Επίσης, πάντα µας καλούσε στις παραστάσεις του ο Στέφανος Ληναίος, µας είχε πρόσκληση. Ο Σπύρος πάντα ήθελε να βγαίνουµε έξω στα καλύτερα εστιατόρια και µαγαζιά. Ξέρετε ποια άλλη τον αγαπούσε τροµερά; Η Πατρινιά τραγουδίστρια, η Πόλυ Πάνου, που ένα βράδυ έβγαλε και του χάρισε µια σειρά από χρυσές αλυσίδες που φόραγε. Ο Μάνος Κατράκης επίσης, που µου τον γύριζε κατά τις εφτά το πρωί από τα ξενύχτια τους. «Καλά, δεν θα πεις και τίποτε σ’ εµένα; Ολο µε τους καλλιτέχνες και µε τους στρατιωτικούς τους φίλους σου θα τα λες;» τον ρώτησα κάποια στιγµή. «Τι να σου πω;» µου απάντησε, «άµα σε συλλάβουν, µε το πρώτο σκαµπίλι που θα φας θα τα µαρτυρήσεις όλα». «Καλά λες, εντάξει» είπα εγώ.

Φαντάζοµαι πόσο θα είχε πέσει και ψυχολογικά εκτός από σωµατικά ο άνθρωπος.

Ηταν πάρα πολύ νευρικός. ∆εν µπορούσε να σταθεί πουθενά. Μετά τον βασανισµό του έκατσε πολύ καιρό στα νοσοκοµεία. Τον επισκέπτονταν πάρα πολλοί άνθρωποι µες στη χούντα. Οι χουντικοί, από την άλλη, έβαζαν δικούς τους ντυµένους γιατρούς, καθαρίστριες και νοσοκόµους για να τον παρακολουθούν. Εκεί συναντήσαµε τον Παναγούλη και ήταν µια σηµαντική συνεύρεση των δυο τους. Είχε παρακολουθήσει ακόµη και την εκποµπή του Μαστοράκη µε τους φοιτητές του Πολυτεχνείου. Ετυχε να έχουµε µια τηλεόραση που του είχαν φέρει οι φίλοι του οι ναυτικοί. Στο µεταξύ είχε γίνει και το Πολυτεχνείο – στο Σύνταγµα έβλεπες παντού τανκς. Πήρα ειδική άδεια για να µπορώ να τον επισκέπτοµαι στο νοσοκοµείο. Ο Σπύρος άκουγε από την Πολυκλινική, που ήταν στην Πειραιώς 3, τι γινόταν στο Πολυτεχνείο και ενηµερωνόταν. Γέµιζε από χαρά, γιατί πίστευε πολύ στα νέα παιδιά. Ενα βράδυ τις πρώτες µέρες του Πολυτεχνείου, ενώ µιλούσε περιστασιακά και µε λίγες µόνο φράσεις, τον ακούω να µου λέει: «Vivere pericolosamente». Αναρωτήθηκα σε ποια ξένη γλώσσα µου µίλησε. Γύρισα και αµέσως ξύπνησαν τα λατινικά στο µυαλό µου. Ο Σπύρος πάλι νόµιζε πως δεν κατάλαβα, αφού δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι γνωρίζουν λατινικά. Ετσι πρόσθεσε: «Ζην επικινδύνως». Μετέφρασε τη φράση του, φανταστείτε. Για να µου δώσει να καταλάβω καλύτερα τη φράση «ζην επικινδύνως» σήκωσε το δεξί του ανάπηρο χέρι µε το αριστερό και το άφησε πάλι κάτω. Μου είπε στην ουσία: «Εγώ έπαθα ό,τι έπαθα γιατί έζησα επικίνδυνα. Τώρα θέλω να πάω στο Πολυτεχνείο, αλλά δεν µπορώ».

Οταν είδατε τον Παττακό στην τηλεόραση, λίγο προτού πεθάνει, να λέει «καλά του κάναµε του Μουστακλή» τι αισθανθήκατε;

Τι να σας πω… Εκανε και τον θρησκευόµενο ο Παττακός. Είδα για χιλιοστή φορά τι ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Μόνο άνθρωποι δεν ήταν. Αυτός ιδιαίτερα.

Θέλω να σας πάω στη δίκη της χούντας. Μεταφέρετε και µένα, αν θέλετε, στην αίθουσα του στρατοδικείου.

Οι άνθρωποι αυτοί έβγαιναν στα διαλείµµατα της δίκης και επιδείκνυαν τροµερό θράσος. Γύρισα και είπα στην Αµαλία Φλέµινγκ και την Αθηνά Παναγούλη: «Μα καλά, αυτοί εδώ είναι τόσο ζωηροί που φαίνονται σαν κατήγοροι κι εµείς φαινόµαστε σαν κατηγορούµενοι». Θυµίζω πως έγινε και επεισόδιο κατά τη διάρκεια ενός διαλείµµατος της δίκης, όταν χουντικοί χτύπησαν άσχηµα έναν εξαίρετο δηµοσιογράφο µπροστά στα µάτια µας.

(από το προσωπικό αρχείο της Χριστίνας Δημητρακάκη-Μουστακλή, © Τατιάνα Μπόλαρη/Eurokinissi)

Υπάρχει µίσος µέσα σας γι’ αυτούς τους ανθρώπους;

Βεβαίως και υπάρχει. Και γι’ αυτούς και για τους συνεργάτες τους, αλλά και γι’ αυτούς που ακόµη τους ακολουθούν, που συνεχίζουν να είναι φασίστες. Τους θεωρώ κουτούς, αδιάφορους, χαµηλής νοηµοσύνης, πωρωµένους…

Πιστεύετε πως η πολιτεία τίµησε τον Σπύρο Μουστακλή όσο του άξιζε;

∆εν θα µπορούσα να µιλήσω επ’ αυτού. ∆εν είµαι από τους ανθρώπους που ζητάνε πράγµατα. Το εφαρµόζω και στους φίλους µου που µου λένε «γιατί δεν µας ζητάς κάτι;». Εγώ περιµένω να δει κάτι κάποιος και να µου δώσει, δεν θέλω να το ζητήσω. Ο καθένας πρέπει να ξέρει τις υποχρεώσεις του και τα χρέη του. Με ρώτησε µια σπουδαία δηµοσιογράφος από τη βόρεια Ευρώπη αν έχω συγχωρήσει τους βασανιστές του συζύγου µου. Της απάντησα: «∆εν µοιράζω συγχωροχάρτια εγώ». Καλά δεν της είπα;

Τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιδοθείτε σε αγώνα µε το που παραλάβατε σακατεµένο τον Σπύρο Μουστακλή; Το δηµοκρατικό σας φρόνηµα, η αγάπη για τον σύζυγο, οι αρχές που πήρατε κοντά του;

Ολα αυτά µαζί. Πρωτίστως εξαιτίας των πιστεύω µου. ∆εν θα µπορούσα να µείνω αδιάφορη µπροστά στη βία που δέχεται ένας άνθρωπος. Τι άλλο καλύτερο από τη δηµοκρατία; Ενας άνθρωπος που ξέρει στοιχειωδώς γράµµατα και ιστορία θα είναι µε το µέρος της δηµοκρατίας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και υπέρ των ανθρώπινων δικαιωµάτων. Αυτές είναι οι αρχές µου.

Αισθάνεστε µέρος της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας;

(χαµογελάει) Συνήθως δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες. ∆εν επιδιώκω να προβάλλω τον εαυτό µου, απλώς θέλω να λέω ότι έκανα το καθήκον µου. Εγραψα αυτό το βιβλίο για να πω «ήµουν κι εγώ εκεί». Κυκλοφόρησε τελικά µε τη βοήθεια του Θεού και των ανθρώπων που µε βοήθησαν στο συγγραφικό κοµµάτι. Πιστέψτε µε, ακόµη και αυτήν τη στιγµή έχω αγωνία: προσφέρει αυτά που έπρεπε το βιβλίο;

INF0

Η βιογραφία «Σπύρος Μουστακλής – Ενας ελεύθερος πολιορκημένος» της Χριστίνας Δημητρακάκη-Μουστακλή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λειμών

Documento Newsletter