Με αφορμή τη διπλή επέτειο της γέννησης και του θανάτου του Βασίλη Τσιτσάνη (18 Ιανουαρίου 1915-18 Ιανουαρίου 1984) αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έκανε για το Documento η Έμυ Ντούρου με τη Χαρούλα Λαμπράκη, η οποία συνεργάστηκε με τον θρυλικό δημιουργό για επτά ολόκληρα χρόνια.
Κάθε βράδυ που τραγουδάω λέω ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, το «Σαν απόκληρος γυρίζω». Μου το είπε έτσι, μου το έμαθε έτσι που δεν μπορώ να το ξεχάσω. Το τραγουδάω και βλέπω την ανταπόκριση στα μάτια του κόσμου. Με τον Τσιτσάνη γνωριστήκαμε το 1965. Τη χρονιά που βγήκα. Ηταν κι εκείνος στην Columbia, όπως κι εγώ. Άκουσε το πρώτο μου τραγούδι, το «Ανάθεμά σε πια ζωή» που μου είχε δώσει ο Νίκος Δαλέζιος. Ζεϊμπέκικο. Του άρεσε ο τρόπος που το έλεγα και είπε: «Φωνάξτε μου αυτό το κοριτσάκι να έρθει σπίτι». Εμενε Αχαρνών τότε. Και πήγα. Είχα και θάρρος και θράσος μαζί, με την καλή έννοια το λέω. Φτάνω έξω από την πόρτα, χτυπάω το κουδούνι. «Καλώς το» μου λέει. Εμένα εκείνη τη στιγμή με έπιασε μια τρεμουλίτσα. «Τι κάνεις; Καλά;» ρωτάει. «Ναι» απαντάω. Είχε ήδη πάρει το μπουζούκι και μου λέει: «Για πάμε αυτό το τραγουδάκι». Ξεκινάμε λοιπόν το «Δε ρωτώ ποια είσαι». Τελειώνουμε και με κοιτάζει. «Καλά» μου λέει, «αύριο θα πάμε στο εργοστάσιο –έτσι λέγαμε τότε την Columbia– και θα το γράψουμε». Οντως πήγαμε και έτσι κάναμε την πρώτη μας κοινή επιτυχία. Κάτι είδε σε μένα ο Τσιτσάνης, κάτι άκουσε που του έκανε κι έτσι μείναμε μαζί επτά ολόκληρα χρόνια. Συνεργαστήκαμε δισκογραφικά και φυσικά γίναμε και φίλοι, δεν το συζητώ. Πατέρας μου ήταν ο Τσιτσάνης. Στην πορεία ήρθαν πολλές επιτυχίες, όπως το «Κορίτσι μου όλα για σένα», το «Με παράσυρε το ρέμα» κ.ά. Ποτέ δεν εγκατέλειψα αυτά τα τραγούδια. Κάποια στιγμή οι δρόμοι μας χώρισαν επαγγελματικά, ποτέ όμως σε φιλικό επίπεδο. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί όταν έκανα τον «Σταυραετό» του Πλέσσα έμαθα εντελώς τυχαία ότι ενώ θα έπρεπε να παίρνω ποσοστά από την εταιρεία, δεν έπαιρνα. Εμείς τότε παίρναμε μόνο τα εκτελεστικά. Κάποιος μου είπε ότι θα έπρεπε το συμβόλαιό μου να γράφει και για ποσοστά. Οταν υπέγραφα, από την πολλή χαρά μου δεν κοίταξα τα ψιλά γράμματα που λένε. Κι γι’ αυτό τον λόγο έφυγα από την εταιρεία.
Άνθρωπος γλυκός αλλά κλειστός
Είμαι πολύ τυχερή γιατί έχω ζήσει με ανθρώπους μεγάλους. Μεγάλους στο μυαλό, στο γράψιμο και στη ζωή. Δεν τους έζησα μόνο στις πρόβες. Εγώ ζούσα με τον Τσιτσάνη. Ημουνα κάθε μέρα σπίτι του, με εκείνον και την οικογένειά του. Μαζί του πήγα τις μπομπονιέρες στην εκκλησία την ημέρα που παντρευόταν η Βικτωρία, η κόρη του. Με είχανε σαν κορίτσι δικό τους. Ο Τσιτσάνης ήταν άνθρωπος γλυκός αλλά κλειστός. Δεν ήταν όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που ήταν πολύ κοινωνικός. Και ο Τσιτσάνης ήταν κοινωνικός, αλλά μαζεμένος. Για να καταλάβετε, βγαίναμε να πάμε στο πάλκο και ο κόσμος από κάτω χειροκροτούσε, χαμός! Ο Τσιτσάνης ένευε και χαμογελούσε. Ο μπαρμπα-Γιάννης τους χαιρετούσε όλους. «Γεια σας, παιδιά!» φώναζε με ενθουσιασμό. Αλλος άνθρωπος. Αυτοί μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσαν.
Δεν ήταν αυστηρός ο Τσιτσάνης. Ήταν ήπιος άνθρωπος. Σου έδινε όμως με την πρώτη να καταλάβεις τι θέλει να πεις. Ηταν πολύ λεπτολόγος. Μια νότα να μην ήταν όπως ήθελε, το αλλάζαμε. Δεν ήταν όπως άλλοι που έλεγαν «δεν πειράζει μωρέ, άσ’ το να περάσει». Να φανταστείτε, όταν είχα φύγει από την Columbia, με είχε ζητήσει από την εταιρεία μου για να διορθώσουμε κάτι που είχαμε κάνει. «Δεν θα πούμε καινούργια τραγούδια» προσπαθούσε να τους πείσει, «απλώς σε αυτό το τραγούδι είναι μια νοτίτσα που δεν μου κάθεται και πρέπει να τη διορθώσουμε». Με πολύ κόπο με δίνανε όμως. Και του έλεγα εγώ «Τσίλα –γιατί έτσι τον λέγαμε–, μην ανησυχείς, θα ’ρθω να το πω». Και του άρεσε. Εμένα με έλεγε Νινί.
Ωραίος άνθρωπος ο Τσιτσάνης. Λιγομίλητος. Δεν ήθελε να μπερδεύεται πολύ με πολλά. Οσα έλεγε όμως ήταν σωστά. Δεν ήταν εύκολο να σταθεί ένα κορίτσι στο πάλκο εκείνη την εποχή. Ειδικά όταν μιλάμε για ένα κορίτσι που έπρεπε να σταθεί ανάμεσα σε Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου. Στάθηκα όμως. Τα κατάφερα γιατί δεν είχα ψώνιο. Μου γνώριζε φίλους του παλιούς, όπως τον Τσαρούχη. Ερχονταν να τον δουν από την Πατρονικόλα μέχρι άνθρωποι του μεροκάματου. Δεν τους ξεχώριζε. Έρχονταν άνθρωποι που ήθελαν να ακούσουν, για παράδειγμα, τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Ο Βερνίκος ερχόταν για ένα τραγούδι. Και άφηνε λεφτά στο μαγαζί, σε όλους.
Στο υπόγειο της Γλυφάδας
Πολλές φορές ήμουν στο υπόγειο όπου έγραφε ο Τσιτσάνης, στη Γλυφάδα. Είχε ένα φλιτζάνι καφέ κι έγραφε. «Για πάμε αυτό, για πάμε εκείνο» μου έλεγε. Δούλευε συνέχεια. Κοιμόταν λίγο, μόνος του στον χώρο του στο υπόγειο. Ηθελε να είναι απομονωμένος. Μόνος του έφτιαχνε και το καφεδάκι του. Και δεν ήθελε πολλά πολλά.
Με έπαιρνε τηλέφωνο: «Νινί, έχεις δουλειά; Ελα να καθίσουμε λίγο από δω». Πήγαινα από εκεί. «Για πάμε να φτιάξουμε αυτό το τραγουδάκι» έλεγε και το είχε φτιάξει ήδη. «Από μένα τι θες;» του έλεγα, «αφού το έχεις ήδη φτιάξει». «Ε, πες το να δούμε πώς είναι» απαντούσε. Δεν σε πίεζε ποτέ ο Τσιτσάνης. «Πες το να δούμε πώς είναι, να βάλεις κάτι κι εσύ» έλεγε. Ημασταν πολύ φίλοι. Πατέρας και κόρη ήμασταν. Μου στοίχισε πάρα πολύ που έφυγε από τη ζωή. Για δύο ανθρώπους έχω κλάψει πάρα πολύ, για τον Τσιτσάνη και για τον Μανώλη Αγγελόπουλο που δουλέψαμε πολλά χρόνια μαζί και τι ωραίος άνθρωπος που ήτανε.
Με τον Τσιτσάνη έκανα και την πρώτη μου συναυλία το 1968. Μέσα στο Χίλτον, σε μια μεγάλη αίθουσα, χωρίς μικρόφωνα. Ο Τσιτσάνης, ο Ρεπάνης, εγώ, ο Πετσάς στην κιθάρα και ο Δέδες στο μπάσο. Μαγική βραδιά. Μετά κάναμε συναυλίες παντού. Εχω ζήσει πολλές συγκινητικές βραδιές τόσα χρόνια στο τραγούδι. Η πιο συγκινητική απ’ όλες ήταν η πρώτη φορά που με ανέβασε ο Τσιτσάνης δίπλα του. Κι ας τραγουδούσα σε άλλα κέντρα πριν. Είπαμε το «Απόψε στις ακρογιαλιές». Και έγινε ο χαμός! Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτήν τη βραδιά.