Μια αναδρομή σε όλες τις γκανγκστερικές ταινίες που έκανε ο Σκορσέζε ξύνοντας πληγές και γκρεμίζοντας αμέτρητα ταμπού, με όχημα πάντα μια θαρραλέα ματιά που δεν ήξερε τι πάει να πει συμβιβασμός.
Για πολλούς είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός σκηνοθέτης. Για άλλους είναι ο Αμερικανός δημιουργός που έκανε τις δύο νευρώσεις του (τη μαφία και τον καθολικισμό) τέχνη. Όλοι όμως συμφωνούν ότι είναι ο μόνος σκηνοθέτης που κατάφερε να διατηρήσει τη δημιουργική του ανεξαρτησία τόσο απέναντι στους μηχανισμούς του Χόλιγουντ όσο και στις συμβάσεις της παραδοσιακής αφήγησης.
Μεγαλύτερη απόδειξη για την ισχύ των ανωτέρω από τον «Ιρλανδό» του δεν υπάρχει. Αν όμως με την ταινία αυτή κλείνει –καθώς φαίνεται– τους λογαριασμούς του με το αμερικανικό οργανωμένο έγκλημα, προκειμένου να βρούμε την αφετηρία του προσωπικού ταξιδιού του θα χρειαστεί να πάμε αρκετά πίσω στον χρόνο.
Αμφισβητώντας το Χόλιγουντ
Στην αρχή της δεκαετίας του ’70 το αμερικανικό σινεμά ετοιμάζεται να μπει στην πιο δημιουργική φάση του. Ηδη λίγα χρόνια νωρίτερα τα χρηστά ήθη και ο συντηρητισμός μιας ολόκληρης εποχής δοκιμάζονται πρωτόγνωρα με ταινίες όπως οι «Ξένοιαστος καβαλάρης», «Μπόνι και Κλάιντ», «Ο πρωτάρης» ή «Ο καουμπόι του μεσονυχτίου», που αναγκάζουν το παλιό Χόλιγουντ να αλλάξει… ρούχα καθώς ο αέρας ελευθερίας και αμφισβήτησης που φυσούσε στα πλατό των στούντιο απειλούσε να τα σαρώσει όλα. Δίπλα στα παλιά ονόματα που επιδιώκουν την αλλαγή (Κασαβέτις, Πέκινπα, Ρομέρο, Τζούισον, Κρέιμερ, Πεν) έρχονται να προστεθούν κάποιοι νέοι σκηνοθέτες που τολμούν να αμφισβητήσουν την παντοκρατορία του Χόλιγουντ με φιλμ σκληρά και «περίεργα».
Ένα τέτοιο ήταν οι «Κακόφημοι δρόμοι» του άγνωστου τότε Μάρτιν Σκορσέζε, που επιχειρεί το 1973 μια ρεαλιστική σκιαγράφηση της ιταλικής κοινότητας στη Νέα Υόρκη με όρους κοινωνιολογικής ανάλυσης, απόλυτου αμοραλισμού και απύθμενης βίας. Στην τρίτη μόλις ταινία του ο 31χρονος σκηνοθέτης ξέρει καλά τι κάνει προσθέτοντας στην γκανγκστερική πλοκή στοιχεία δράματος, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει μέχρι τότε με αυτό τον τρόπο στο αμερικανικό σινεμά. Κεντρικός χαρακτήρας του έργου είναι ο Τσάρλι Κάπα (Χάρβεϊ Καϊτέλ), ένας μικροκακοποιός που έχει μεγάλες βλέψεις: θέλει να γίνει αξιοσέβαστος γκάνγκστερ και να ανοίξει φτερά, αλλά οι κακόφημοι δρόμοι της Μικρής Ιταλίας θα τον κρατήσουν αγκιστρωμένο εκεί. Οποια σχέδια κάνει θα ανατραπούν είτε από την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά του ψυχωσικού ξαδέλφου του Τζόνι (Ρόμπερτ ντε Νίρο) είτε λόγω της αγαπημένης του Τερέζα (Εϊμι Ρόμπινσον) είτε από τη βαθιά ενοχική του στάση.
Αρκετά αυτοβιογραφικό –το σενάριο είναι βασισμένο σε νεανικά βιώματα του σκηνοθέτη– και γυρισμένο με έντονα slow motion (σήμα κατατεθέν του Σκορσέζε), εκπληκτικό σάουντρακ από Stones μέχρι Ρενάτο Καροζόνε και μια απίθανη εναρκτήρια σεκάνς στους ήχους του «Be my baby», το φιλμ σημαδεύεται από την υπαρξιακή αγωνία του ήρωα ο οποίος συνειδητοποιεί ότι η πνευματική υπεροχή του δεν αρκεί για να τον σώσει από το σκοτάδι των κακόφημων συνοικιών και κυρίως από τις παλιές αμαρτίες του. Η ταινία εντυπωσιάζει και για έναν ακόμη λόγο. Γυρισμένη σχεδόν την ίδια εποχή με τον «Νονό», κινείται στην αντίπερα όχθη από εκείνη των μαφιόζων του Κόπολα. Οι αντιήρωες του Σκορσέζε είναι φτωχαδάκια, πλακατζήδες και νταήδες που παλεύουν για λίγο σεβασμό αλλά τα χρέη τούς πνίγουν. Επίσης, πηγαίνουν σινεμά, αγαπούν και ερωτεύονται, κάνουν την προσευχή τους στην εκκλησία και φοβούνται τη θεϊκή τιμωρία. Ο Σκορσέζε πάντως δεν είχε να φοβηθεί τίποτε με το φιλμ αυτό, το οποίο παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάννες και του άνοιξε τον δρόμο για μια μεγάλη καριέρα.
Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος
Θα χρειαστεί να περάσουν σχεδόν δύο δεκαετίες για να επιστρέψει και πάλι ο Μάρτιν στον τόπο του εγκλήματος. Το 1990 φτιάχνει μια πιο ζοφερή –αν και άκρως γοητευτική– από τους «Κακόφημους δρόμους» ταινία, με θέμα και πάλι κάποια «Καλά παιδιά» από τη Μικρή Ιταλία. To παράλογο και η βία κυριαρχούν για 30 και πλέον χρόνια στη ζωή των Ρέι Λιότα, Ρόμπερτ ντε Νίρο, Πολ Σορβίνο και Τζο Πέσι αλλά συνεχίζουν απτόητοι μέχρι να έρθει η ώρα της κρίσης. Κλοπές, εκβιασμοί, ναρκωτικά και κυρίως μια γλοιώδης επίδειξη δύναμης και χρήματος είναι οι βασικές αμαρτίες τους. Η αλλαγή στρατοπέδου για τον κεντρικό ήρωα, που θα γίνει καταδότης των παλιών συνεργατών του –η πραγματική ιστορία του γκάνγκστερ Χένρι Χιλ–, χρησιμεύει στον σκηνοθέτη για να εισχωρήσει ακόμη πιο βαθιά στον αυστηρό κοσμο των γκάνγκστερ. Ταχυδακτυλουργικά μονοπλάνα, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, σαρωτική κάμερα και τα μαγικά κοψίματα της Θέλμα Σκουνμέικερ συνθέτουν μια ακαταμάχητη κινηματογραφική εμπειρία, που προτάθηκε για έξι Οσκαρ και κέρδισε ένα για την ερμηνεία του Τζο Πέσι.
Έπειτα από πέντε χρόνια η ίδια ομάδα επανασυστήθηκε για το «Καζίνο», το οποίο θεωρήθηκε άδικα από κάποιους κακόβουλους ως μια από τα ίδια. Στην όγδοη συνεργασία του με τον Ντε Νίρο ο σκηνοθέτης γίνεται ακόμη πιο εξομολογητικός και ειλικρινής. Η μοναξιά του ήρωα μοιάζει με τη μοναξιά του σκηνοθέτη που πασχίζει να βρει τη δική του φωνή στα παιχνίδια εξουσίας που στήνονται γύρω του. Μελαγχολία στο Λας Βέγκας με τη μαφία (του Χόλιγουντ;) να στέκεται στη σκιά της Ιστορίας, αλλά στην ουσία είναι εκείνη που εξακολουθεί να κάνει κουμάντο ακόμη και στα προσωπικά ζητήματα του ήρωα.
Από τα μαθήματα γκανγκστερικής ιστορίας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο 19ος αιώνας. Για τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» ο φακός του Σκορσέζε ταξιδεύει σε εκείνη την εποχή όταν οι αντιμαχόμενες ομάδες «ντόπιων» και μεταναστών δημιουργούν με φωτιά και τσεκούρι το αμερικανικό έθνος ξεκινώντας από τη μετονομασία του Νέου Αμστερνταμ σε Νέα Υόρκη. Γυρισμένο στα στούντιο της Τσινετσιτά στη Ρώμη το 2002, η ταινία έχει μια βιρτουοζιτέ που θαμπώνει το βλέμμα αλλά όχι και το μυαλό παρά την ιστορική της ακρίβεια (οι μάχες σώμα με σώμα των Ιρλανδών καθολικών με τους προτεστάντες, η μεγάλη πυρκαγιά κ.ά.). Η παρουσία όμως του «Χασάπη» Ντάνιελ Ντέι-Λιούις είναι απέραντα χορταστική και είναι ο βασικός λόγος που η ταινία προτάθηκε για δέκα Οσκαρ, αν και τελικά δεν κέρδισε ούτε ένα.
Φέτος ο «Ιρλανδός», εκτός του ότι είναι ακόμη ένα τυπικό γκανγκστερικό fresco, οδηγεί τη διαχείριση της καθολικής ενοχής του Σκορσέζε σε πρωτόγνωρες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Παράλληλα με την εντυπωσιακή τοιχογραφία της αμερικανικής ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο σκηνοθέτης φτάνει επιτέλους στην ποθητή απολύτρωση και την ολοκλήρωση του γκανγκστερικού οικοδομήματος. Η οριστική μορφή, εκτός από νοσηρή και αποτρόπαιη, έχει τα χαρακτηριστικά του τελικού απολογισμού μιας θλιβερής ζωής που χτίστηκε πάνω στο έγκλημα και στον εφιάλτη.
Οι γυναίκες των γκάνγκστερ
Η θέση της γυναίκας στις γκανγκστερικές ταινίες του Σκορσέζε δεν είναι πρωταγωνιστική, με εξαίρεση την παρουσία της Σάρον Στόουν (φωτογραφία) στο «Καζίνο» (δεν είναι τυχαίο ότι εδώ η Αμερικανίδα σταρ είχε τη μοναδική μέχρι σήμερα οσκαρική της υποψηφιότητα), όπου πέρα από αντικείμενο ερωτικού πόθου είναι και το καθοριστικό πρόσωπο που φέρνει τον αμαρτωλό ήρωα πιο κοντά από ποτέ στις φλόγες της προσωπικής του κάθαρσης.
Μέχρι τότε ήταν από διακοσμητική –η Τερέζα (Εϊμι Ρόμπινσον) στους «Κακόφημους δρόμους» πιέζει τον Χαρβεϊ Καϊτέλ να εγκαταλείψει τις παρανομίες για να ζήσουν ήσυχα– έως υποστηρικτική όπως φαίνεται με την ερμηνεία της Λορέιν Μπράνκο στα «Καλά παιδιά». Εκεί που η Κάρεν διαθέτει τουλάχιστον τον τσαμπουκά για να τα «χώσει» στον Χένρι (Ρέι Λιότα) που την έστησε στο ραντεβού, προτού «αποπλανηθεί» και αυτή από τη μεγάλη ζωή –υπέροχη η σκηνή με το μονοπλάνο στην οποία η ηρωίδα οδηγείται από το χέρι του αγαπημένου της μέσα από τις «κουζίνες» των μαφιόζων όπου λίγοι έχουν πρόσβαση στο πρώτο τραπέζι πίστας του Copacabana!– και το εύκολο χρήμα που ζητάει από τον αγαπημένο της δείχνοντας με τα δάχτυλα το ποσό που χρειάζεται για να ψωνίσει.
Η παρουσία της Κάμερον Ντίαζ ως καπάτσας γοητευτικής κλέφτρας είναι ενταγμένη απόλυτα στο πλαίσιο μιας στιλιζαρισμένης αστικής τοιχογραφίας εποχής στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις. Ευτυχώς στον «Ιρλανδό» τα μέχρι πρότινος κακώς κείμενα διορθώνονται με τον πιο εμφατικό τρόπο. Η διακριτική, σιωπηλή παρουσία της Αννα Πάκουιν και το όλο νόημα βλέμμα στον πατέρα της κάθε φορά που κάποιος γνωστός ή φίλος του εξαφανίζεται είναι η «κραυγή» απόγνωσης για το μακάβριο θέατρο παραλόγου που ξεδιπλώθηκε όλα αυτά τα χρόνια μπροστά στα μάτια της.