«100 νεκροί, ένα σπίτι και μία παραίτηση».
Θα μπορούσε να είναι τίτλος ταινίας αν οι παραγωγοί του Χόλιγουντ ήξεραν τον Γιώργο Παπαχρήστο και τον είχαν προσλάβει ως σεναριογράφο. Θα τον αντάμειβαν έτσι για την καλπάζουσα φαντασία και το θράσος του να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα με ένα προϊόν μυθοπλασίας ώστε να μην ασχολείται η κοινή γνώμη με το μελανιασμένο από τις απανωτές αποτυχίες και θανάτους σώμα της κυβέρνησης αλλά με το εξοχικό του Αλέξη Τσίπρα. Σίγουρα ωστόσο δεν έχει επισκεφθεί το σπίτι του Βολταίρου πρόσφατα, όπου ακόμη πλανιέται το φάντασμα του Γάλλου φιλοσόφου μουρμουρίζοντας: «Διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες». Ανθρακες λοιπόν
ο θησαυρός και έμεινε μόνο η ρετσινιά του λογοκριτή στο κείμενο της Ελενας Ακρίτα, που χρόνια τώρα διατυπώνει με παρρησία τη γνώμη της και ας κατέληξε αυτήν τη φορά σε παραίτηση. Tην επόμενη φορά ο δημοσιογράφος των «Νέων» να ρωτήσει τους γείτονες πόση ώρα ανάβει τα καλοριφέρ ο Τσίπρας. Καλή η κουτάλα των αφεντικών αλλά επικίνδυνη, ειδικά την εποχή των social media που κάθε γκάφα ή ατόπημα αναπαράγεται με την ταχύτητα του φωτός.
Η λογοκρισία φυσικά δεν είναι ασυνήθιστη ούτε η μοναδική πληγή της δημοσιογραφίας. Στημένα ρεπορτάζ, όπως αυτό του Mega την περίοδο του δημοψηφίσματος που πρόβαλε εικόνα από τη Νότια Αφρική ως φωτογραφία έξω από ελληνική τράπεζα, και πάσης φύσεως εναγκαλισμοί με τους πολιτικούς και την εξουσία, είτε με μπουναμάδες από μυστικά κονδύλια είτε με δημόσιους
ακκισμούς, φαγιά, γατιά κ.λπ., πάντοτε υπήρχαν. Ποτέ όμως δεν είχαν πάρει τέτοια έκταση, αφού τα περισσότερα ΜΜΕ κατάντησαν πολυπλόκαμο χταπόδι που τρέφεται με πέτσινο δημόσιο χρήμα για να εκστασιάζεται μπροστά στα θαύματα του Μωυσή.
Αυτό που εκλείπει σιγά σιγά είναι το ήθος. Αν η Ακρίτα διαθέτει υπογραφή και εμπειρία να υπερασπίζεται τον εαυτό της, δεν συμβαίνει το ίδιο με ανθρώπους της διπλανής πόρτας, τις οροθετικές που διασύρονται, τον κάτοικο του Αιγίου που αυτοκτονεί λόγω ανυπόστατων κατηγοριών, επιλέγοντας μια τραγική αριστοτελική κάθαρση, όπως η ηρωίδα στο φιλμ «Η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» με την κατασκευασμένη ενοχή. Το κακό έχει παραγίνει. Η πένα π.χ. του Στέφανου Κασιμάτη συγχέει τον σαρκασμό και το χιούμορ με την ξετσιπωσιά και τη ρυπαρότητα. «Ω, οι μπούκλες! Πού πήγαν οι ασημένιοι βόστρυχοι; Αυτοί που κάποτε (μόλις πριν από έναν χρόνο) σκίαζαν το πλατύ μέτωπο του Κατρούγκαλου!» έγραψε για έναν άνθρωπο που πάσχει από καρκίνο. Στα χνάρια του και η Λίνα Κλείτου που θεωρεί την όποια ασθένεια κάτι σαν στίγμα με πυρωμένο σίδερο, χαρακτηρίζοντας την Ακρίτα «καταθλιπτικιά». Το καλύτερο ρούχο είναι η ντροπή, μόνο που ορισμένοι δεν το έχουν καν προβάρει, αφού ποτέ δεν το αγόρασαν ούτε με click away.
Ο αυριανισμός, ο κιτρινισμός και όλες οι παραφυάδες της κακής δημοσιογραφίας έχουν υπερβεί πλέον τα εσκαμμένα. Οταν με το καλό λήξει η καραντίνα, να μαζευτούν σε μια μεγάλη πλατεία οι πολίτες που υπερασπίζονται την πολυφωνία και τη σοβαρότητα και να κάνουν ξανά τα βαφτίσια των ΜΜΕ δίνοντάς τους το όνομα Μ(εταδημοκρατικός) Μ(ιντιακός) Ο(λοκληρωτισμός).
H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης