Η Βίκυ Λέανδρος εκθειάζει το ζην

Η Βίκυ Λέανδρος εκθειάζει το ζην
Επί έξι δεκαετίες η Λέανδρος διακόνησε αυτό ακριβώς που, σε πείσμα των χαλεπών καιρών, λέει εύγλωττα ο τίτλος της τελευταίας της περιοδείας και προσφοράς: «Η ζωή είναι ωραία»

Ενα λυτρωτικό ταξίδι στον χρόνο πρόσφερε η αστραφτερή Βίκυ Λέανδρος στον κόσμο που κατέκλυσε το Ηρώδειο για να την απολαύσει στην αποχαιρετιστήρια συναυλία της.

Το να είσαι εξηνταπεντάρης και να αισθάνεσαι ηδύτατη αδημονία για μια συναυλία, μια αδημονία μάλιστα που συνοδεύεται μ’ εκείνο το κάπως αμήχανα οδυνηρό τρακ που νιώθεις πιτσιρικάς πριν από το πρώτο σου ραντεβού με την ευνοούμενη κοπελίτσα με την οποία χόρεψες στο πάρτι του Σαββάτου το «Oh mon amour» του Κριστόφ, είναι μια από τις ωραιότατες αποδείξεις ότι εντός σου η εφηβεία καλά κρατεί, ότι έχεις ακόμη περιθώρια για άδολη αγάπη, για μελωδικές συγκινήσεις, ακόμη και –γιατί όχι;– για έναν τελεσφόρο γεροντοέρωτα.

Την Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου από το πρωί άκουγα άσματα της Βίκυς, σκάλιζα τα δύο πακέτα με 45άρια που κατάφερα να διασώσω από μετακομίσεις, εκκαθαρίσεις και δωρεές σε φίλες. Τρεις ώρες πριν από την έναρξη της αποχαιρετιστήριας συναυλίας του προεφηβικού ινδάλματος και έρωτά μου στο Ηρώδειο συναντήθηκα με την αδελφή μου σ’ ένα καφενείο όπου, για αντιπερισπασμό στην αδημονία και στο τρακ, πίναμε απανωτούς καπουτσίνους, μάλιστα διαβάζοντας το πολυσέλιδο αφιέρωμα του εκλεκτού περιοδικού «Mojo» στο αείζωο ίνδαλμά του, τον μέγιστο Μπομπ Ντίλαν.

Κάτω διάζωμα, κερκίδα Ε, σειρά 18, θέση 17. Το πιο όμορφο χαϊκού του φθινοπώρου. Τα πόδια μου είναι κομμένα. Βγάζω από τον σάκο το συλλεκτικό σημειωματάριο του Alexis Akrithakis «Suitcases», βάζω με κεφαλαία «ΗΡΩΔΕΙΟ / 06.09.2024» και όσο ιερουργεί η Βίκυ, με μια εξαιρετική διεθνή οκταμελή μπάντα, καταγράφω σκέψεις – κάτι που είχα να κάνω από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 όταν έτρεχα στο Λιλά, το Μετροπόλ και το Εκράν για τ’ αριστουργήματα του κινηματογράφου.

Η Βίκυ επί έξι δεκαετίες διακόνησε αυτό ακριβώς που, σε πείσμα των χαλεπών καιρών, λέει εύγλωττα ο τίτλος της τελευταίας της περιοδείας και προσφοράς: «Η ζωή είναι ωραία». Ευγενέστατη, περίκομψη, μελιστάλαχτη, η Λέανδρος προλόγισε τα κομμάτια που συνέθεσαν την αστραφτερή σταδιοδρομία της. Αρχισε με την πρώτη της ηχοση γράφηση, στα δεκατρία της, ένα γερμανικό σκαμπρόζικο παιδικό τραγουδάκι που έλεγε ότι πρέπει να προσέχεις όταν τρως με το μαχαίρι και το πιρούνι!

Συνέχισε με τη «Χαμένη αγάπη» σε στίχους του Νίκου Ελληναίου και μουσική του Mario Panas, που δεν είναι άλλος από τον αιωνόβιο πατέρα της Βίκυς, τον Λέανδρο Παπαθανασίου, γνωστό πλέον ως Λεό Λέανδρος.

Μας ταξίδεψε στον χρόνο με ερμηνείες κομματιών των Bee Gees και του Μισέλ Λεγκράν, τραγούδησε στα ιαπωνικά, μίλησε για τον Ντέμη Ρούσσο και τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, για τις γαστρονομικές της επιδόσεις (έχει εκδώσει στα γερμανικά το βιβλίο συνταγών «Ein Hoch auf das Leben: Meine Küche für Familie und Freunde» (εκδ. Gräfe und Unzer, 2021) – όπου και εδώ, όπως μαρτυρεί ο τίτλος, η Βίκυ εκθειάζει το ζην, καταφάσκει στην ευδαίμονα καθημερινότητα.

Σκέφτομαι ότι μια μουσική φράτης Βίκυς είναι ένα είδος ηχητικής μαντλέν, καθώς και ένα χαμόγελο της Μπέτυς Λιβανού είναι ένα είδος οπτικής μαντλέν, καθώς λειτουργούν, όπως στον Μαρσέλ Προυστ, ως καταλύτες απελευθερωτικής κατακλυσμιαίας έλευσης στον νου αναμνήσεων παραχωμένων κάτω από πολλά στρώματα εγκεφαλικών κυττάρων. Ενα τραγούδι κι άλλο ένα κι ένα τρίτο και το κατάμεστο Ηρώδειο απαλλάσσεται από σκοτούρες κι έγνοιες και μέριμνες, γυρίζει στα χρόνια της αθωότητας, απενοχοποιείται, θυμάται το πρώτο καρδιοχτύπι, την καρό πλισέ φουστίτσα, την άψογη χωρίστρα, το Vicks για τη μύτη, το γλυκερό βερμούτ, τα σαρανταπεντάρια δισκάκια, το πρώτο τσιγάρο στα κρυφά.

Μας μίλησε η Βίκυ για τη φιλία της με τον αείμνηστο Ζακ Μπρελ και μας πρόσφερε μια σπαραγμένη και σπαρακτική ερμηνεία του «Ne me quitte pas», ωθώντας με να αποφανθώ νοερώς ότι διατηρεί την κρυστάλλινη φωνή της, όπως και η Τζόαν Μπαέζ, αλλά (ω Θεοί, αμαρτάνω!) υπερβαίνει τη σπουδαία Αμερικανίδα ως προς την ψυχοερμηνευτική της γκάμα. Τα σίγμα και τα ταυ της πάνε καρφί στο σεντούκι με τα τιμαλφή της προεφηβικής τρυφερότητας.

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μια ανθοδέσμη ασμάτων της πρώτης νιότης της Βίκυς, τότε που τραγουδούσε φορώντας μπλε ψαράδικο παντελόνι και λευκό πουκάμισο δεμένο πάνω απ’ τον αφαλό, όπως τη θυμάμαι στα κέντρα αναψυχής οικογενειών αξιωματικών, τα περιλάλητα ΚΑΟΑ. Στο τέλος ξυπολύθηκε και κατέβηκε στον κόσμο που την αποθέωσε, έμπλεος θαυμασμού και κυρίως ευγνωμοσύνης για το λυτρωτικό ταξίδι στον χρόνο.

Ναι, ήρθαν, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά, να μας πάρουν τα μυαλά η Τζόπλιν και η Μπαέζ, η Νίκο και η Μελανί και αργότερα η Σούζι και η Λίντια Λαντς και η Πάτι Σμιθ, αλλά εκείνα τα πρώτα τραγούδια της Βίκυς, τότε που πίναμε ταμ-ταμ και βάζαμε κέρματα στα τζουκμπόξ και λέγαμε σαμπρέλες τα σωσίβια και τρώγαμε σταφιδόψωμα και ερωτευόμαστε συνεσταλμένα και γλυκά δεν θα πάψουν να επανέρχονται στην ψυχονοητική μας σκευή και να μας ξετρελαίνουν.

Face Control

Αυτήν τη φορά διπλή φωτογραφία, καθότι δίδυμη φιλία από την εφηβεία, στον Βόλο ήμασταν γείτονες με τη Βάση Μπέκα, ακούγαμε Βίκυ και Κριστόφ, Pink Floyd και Moody Blues στην αλησμόνητη ντισκοτέκ Sanitarium, μαζί αρχίσαμε να διαβάζουμε τα πόκετ των κλασικών του μαρξισμού από τις εκδ. Θεμέλιο, αρχές μεταπολίτευσης, βλέπεις, να καπνίζουμε στη ζούλα, να απολαμβάνουμε αλκοόλ στα κρυφά, να συγκινιόμαστε από την ποίηση του Κακναβάτου και του Λειβαδίτη και της Τζόις Μανσούρ, να αποδρούμε στις Αλυκές, να κάνουμε όνειρα που, ευτυχώς, κάποια έγιναν ένυλα, απέκτησαν μορφή και τώρα υπογραμμίζω στη σ. 49 του βιβλίου της «Πορτοκάλια» τη θαυμάσια φράση: «Ελεγα ότι περπατάς ανάμεσα σε γυαλιστερές λαμαρίνες αυτοκινήτων αλλά δεν συνδιαλέγεσαι με τις κόρνες».

Documento Newsletter