Βγήκε στις αίθουσες η συναρπαστική ζωή της Ελληνοεβραίας Τσέλι Γουίλσον, που γλίτωσε το Αουσβιτς και έγινε ιδιοκτήτρια κινηματογράφων πορνό της Νέας Υόρκης στα 60s-70s
Η σκηνοθέτρια και παραγωγός Βάλερυ Κοντάκου δεν είναι άγνωστη στο εγχώριο κινηματογραφόφιλο κοινό. Το 2015 με το ντοκιμαντέρ της «Μάνα» κατέγραψε τη μοναδική διαδρομή των ξεχωριστών καλογριών του Λυρείου Παιδικού Ιδρύματος, το οποίο φρόντιζε εγκαταλειμμένα ή ορφανά παιδιά, ενώ τρία χρόνια μετά έκανε την παραγωγή του ντοκιμαντέρ «Ο τελευταίος παρτιζάνος» με θέμα τη ζωή του Μανώλη Γλέζου.
Με βραβείο στη Θεσσαλονίκη
Το τέταρτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της, «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης», που τιμήθηκε από την Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με το βραβείο της καλύτερης ελληνικής ταινίας, είναι ένα ακόμη πολύπλευρο φιλμ τεκμηρίωσης που στήνεται γύρω από τρεις άξονες της ζωής της Τσέλι Γουίλσον.
Στον πρώτο συναντάμε τις κυριότερες στιγμές στη σχεδόν εξωπραγματική ζωή της μέσω της χρήσης αρχειακού υλικού (προσωπική αλληλογραφία και οικογενειακές φωτογραφίες). Στο δεύτερο παρακολουθούμε την επιρροή ιστορικών γεγονότων στις επιλογές της. Ειδικά στα σημεία όπου αναφέρονται η Κατοχή και το Ολοκαύτωμα κυριαρχεί η συγκίνηση. Τέλος, στον τρίτο άξονα προβάλλεται η αντίληψη της Γουίλσον για την οικογένεια (στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη έβρισκαν καταφύγιο δεκάδες απόκληροι και αναξιοπαθούντες δίπλα στα μέλη της οικογένειάς της), ένα πραγματικό μανιφέστο κοινωνικής ενσωμάτωσης μακριά από μικροαστικές ταμπέλες και ηθικοπλαστικές αγκυλώσεις.
Είναι σχεδόν νομοτέλεια στο σινεμά ένα τόσο απαιτητικό έργο να αναδεικνύεται με ευρηματικές αφηγηματικές πινελιές και με «ανοιχτές» αναγνώσεις-ερμηνείες από την πλευρά του θεατή. Η γεννημένη στη Νέα Υόρκη Κοντάκου, που ζει μεταξύ Αθήνας και Νέας Υόρκης από το 2003, δεν αγιογραφεί την ηρωίδα της. Η χαρισματική και πρωτοπόρα Ελληνοεβραία εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη λίγο προτού οι ναζί αρχίσουν την επιχείρηση εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Κρύβεται με την τετράχρονη κόρη της στην Αθήνα, αλλά το σκάει μόνη της για την Αμερική με μόλις πέντε δεκάρες στην τσέπη, βιώνοντας τον τραγικό αποχωρισμό από το παιδί της. Της έδωσε την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει να την πάρει όταν τελειώσει ο πόλεμος. Χάρη στο εμπορικό της δαιμόνιο έγινε συνέταιρος ενός Ελληνα καντινιέρη ο οποίος της έδωσε την πρώτη της δουλειά (πουλούσε χοτ ντογκ) στο «μεγάλο μήλο» και ξεκίνησε την επιχείρησή της αγοράζοντας παρακμιακά σινεμά που φιλοξένησαν τα πρώτα σοφτ πορνό φιλμ των 60s. Το όνομά της έγινε μύθος για την underground καλλιτεχνική κοινότητα της Νέας Υόρκης. Χρηματοδότησε ταινίες του Αντι Γουόρχολ και έκανε δικές της παραγωγές γύρω από την ανερχόμενη κινηματογραφική βιομηχανία του πορνό της Νέας Υόρκης.
Ηξερε να επιβιώνει και να βγάζει λεφτά
Η Βάλερυ Κοντάκου παρουσιάζει την Τσέλι ως αινιγματική και σκληρή γυναίκα που βρίσκει πάντα τον τρόπο να επιβιώνει, ακόμη κι αν τις περισσότερες φορές αυτό γίνεται με παράνομα μέσα. Εχει ενδιαφέρον ακόμη κι ο τρόπος που λάδωσε τις ισραηλινές αρχές για να γλιτώσει τον αδερφό της από τον στρατό. Ο κινηματογραφικός φακός δεν την κρίνει ούτε στρογγυλεύει την πραγματικότητα: ότι κι αν κάνει (συμφωνίες με τη μαφία, εθισμός στον τζόγο, εκμετάλλευση γυναικών κ.λπ.), γίνεται για την επιβίωση, αδιαφορώντας για τα ιδεολογικά ή ηθικά διλήμματα που θα έβαζαν τους περισσότερους σε αδιέξοδες δοκιμασίες. Η πρωτοπόρα Τσέλι ξέρει να κάνει καλά δύο πράγματα: να επιβιώνει και να βγάζει λεφτά.
Εγκατεστημένη στην 42η Λεωφόρο, γνωστή και ως «The Deuce» (ντόρτια), η Τσέλι ζούσε ακριβώς πάνω από το θρυλικό γκέι πορνοσινεμά Adonis. Με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη και σακούλες σουπερμάρκετ γεμάτες χαρτονομίσματα στοιβαγμένες στη γωνία, ήταν η αδιαμφισβήτητη κεφαλή μιας αντικομφορμιστικής οικογένειας που αποτελούνταν από εκκεντρικούς καλλιτέχνες, φανατικά χαρτόμουτρα, γυναίκες-ερωμένες, τον σύζυγο, τα παιδιά, ακόμη και τα εγγόνια της, που εξιστορούν τις δικές τους απολαυστικές αναμνήσεις από τη ζωή με την τρομερή γιαγιά τους. H «Βασίλισσα της Νέας Υόρκης» δεν είναι απλώς ένα ντοκιμαντέρ όπου η πραγματικότητα ξεπέρασε τα όρια της φαντασίας, αλλά κι ένα ανθρώπινο πορτρέτο μιας εκκεντρικής γυναίκας που ήταν «larger than life», όπως πολύ σωστά ακούγεται σε κάποια σκηνή του φιλμ.*