Ο Τζον Χιούστον ήταν ένας σπουδαίος σκηνοθέτης. Ένας αντισυμβατικός άνθρωπος, με αιρετικές απόψεις, γνωστός για τη σκληράδα του, την πίστη του στο ποτό και στους φίλους του, άπιστος στις γυναίκες, αν και τις λάτρευε, και πολλές φορές με εμμονές που δημιουργούσαν προβλήματα στις σχέσεις του, ακόμη και στη δουλειά του. Μία απ’ αυτές τις εμμονές του ήταν και να κυνηγήσει και να σκοτώσει έναν ελέφαντα στην Αφρική.
Αυτή η εμμονή του, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, βρίσκεται πίσω από μία από τις καλύτερες ταινίες της μακράς σταδιοδρομίας του στον κινηματογράφο, την περίφημη “Βασίλισσα της Αφρικής”, που χάρισε το μοναδικό Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στον θρυλικό Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και που γύρισε κάτω από πρωτόγνωρες συνθήκες για τους ηθοποιούς και το συνεργείο, αλλά και πολλά προβλήματα με τους υπεύθυνους παραγωγής, αφού τους έφτασε στα όριά τους, με την αναβολή των γυρισμάτων, για να βρεθεί απέναντι από έναν ελέφαντα.
Με αφορμή τα 70 χρόνια από την πρεμιέρα της απολαυστικής περιπέτειας χαρακτήρων, η οποία το 1994 κατετάγη στην 17η θέση ως μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, είναι ευκαιρία να φωτίσουμε μία από τις γοητευτικότερες ιστορίες που αναπτύχθηκε πίσω από τις κάμερες και τα φώτα. Να θυμηθούμε πώς κατάφερε μέσα σε ένα χάος ο δημιουργός του σημαντικότερου φιλμ νουάρ της ιστορίας, “Το Γεράκι της Μάλτας”, να γυρίσει ένα πραγματικά εξαιρετικό, πλέον κλασικό, φιλμ.
Η δύσκολη Μπέτι Ντέιβις και η τύχη του Μπόγκαρτ
Η ιστορία, που μοιάζει με παραμύθι, ξεκινά στις αρχές του 1950 όταν ο Χιούστον πραγματοποιεί το όνειρό του, να συνδυάσει τη σκηνοθεσία με το σαφάρι στις ζούγκλες της Αφρικής, της ηπείρου που αγαπούσε και εκτίμησε ακόμη περισσότερο στη συνέχεια της ζωής του. Αλλά, για μια στιγμή, υπάρχει και μια ιστορία που πάει αρκετά χρόνια πίσω, πριν πάρει το “οκέι” ο Χιούστον. Κι αυτό γιατί η Warner από το 1938 ήθελε να μεταφέρει στην οθόνη το μυθιστόρημα του Σ.Σ.Φόρεστερ και μάλιστα με τον Ντέιβιντ Νίβεν και την Μπέτι Ντέιβις, η οποία αρνήθηκε γιατί δεν πίστευε στην επιτυχία της ταινίας.
Ο Τζακ Γουόρνερ προσπάθησε και πάλι το 1947 να πείσει την Ντέιβις -αυτή τη φορά με συμπρωταγωνιστή της τον Τζέιμς Μέισον- αλλά εκείνη την εποχή η σταρ είχε μείνει έγκυος. Τελικά τα δικαιώματα του βιβλίου πέρασαν στον φημισμένο παραγωγό Σαμ Σπίγκελ, επιλέχθηκε για πρωταγωνιστής ο Μπόγκαρτ, έχοντας δίπλα του την Κάθριν Χέπμπορν, αφού απέτυχε να πάρει το ρόλο που ήθελε η σύζυγος του Μπόγκι, Λορίν Μπακόλ. Και δικαίως, αφού, η Μπακόλ ήταν πολύ νέα και ιδιαιτέρως καυτή για να υποδυθεί μία γεροντοκόρη ιεραπόστολο. Πάντως, συνόδεψε τον Μπόγκαρτ στην Αφρική κι έγινε στενή φίλη με την Χέπμπορν.
Η περιπέτεια των γυρισμάτων
Επιστρέφοντας στις περιπέτειες των γυρισμάτων, σύμφωνα με το βιβλίο του συν-σεναριογράφου της ταινίας Πίτερ Βέρτελ “Άσπρος Κυνηγός, Μαύρη Καρδιά”, που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Κλιντ Ίστγουντ, ο Χιούστον ήθελε να εντάξει τους ηθοποιούς στο φυσικό περιβάλλον της ζούγκλας κι αυτό τους ταλαιπώρησε αφάνταστα. Σχεδόν όλοι αρρώστησαν, μόνο Μπόγκαρτ έμεινε ανέπαφος- και σε αυτό βοήθησε, όπως έλεγε ο ίδιος, η γενναία κατανάλωση αλκοόλ. Άλλωστε, οι θρυλικές οινοποσίες Χιούστον- Μπόγκαρτ ήταν και ο λόγος τσακωμών με την Χέπμπορν, η οποία είχε το γνωστό πρόβλημα αλκοολισμού με τον αγαπημένο -για πάντα- σύντροφό της Σπένσερ Τρέισι.
Αλλά, δεν ήταν μόνο οι αρρώστιες -η Χέπμπορν είχε πάντα δίπλα της έναν κουβά για τους εμετούς της- ήταν και οι καταιγίδες, τα θηρία, οι φυλές με λέπρα… Και βεβαίως από κοντά οι φυγές του Χιούστον στη ζούγκλα για να κυνηγήσει. Αυτές, όμως, απασχολούσαν κυρίως τους παραγωγούς, που έβλεπαν το κόστος της παραγωγής να αυξάνεται επικίνδυνα. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την αγριότητα, υπήρξε και η πιο τρυφερή στιγμή στη ζωή του Χιούστον, όταν ένα βράδυ, ένας ξυπόλητος ιθαγενής του έφερε ένα τηλεγράφημα, με το πιο ευχάριστο νέο: Είχε γεννηθεί η κόρη του Αντζέλικα.
Το στόρι και η λογοκρισία
Το στόρι της ταινίας στηριζόταν κυρίως σε δύο πρόσωπα, τον ιδιοκτήτη μίας μεγάλης σαπιόβαρκας, της “Βασίλισσας της Αφρικής”, τον Τσάρλι, έναν τυχοδιώκτη Καναδό, έναν πότη και μία Αγγλίδα ιεραπόστολο, μία αποφασιστική γεροντοκόρη, την Ρόουζ. Δύο πρόσωπα, που αναγκαστικά πρέπει να συνυπάρξουν, μέσα σε μία βάρκα. Να ξεφύγουν τόσο από τους Γερμανούς διώκτες τους, καθώς μαίνεται ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά και να επιζήσουν από την άγρια ζούγκλα, τα επιθετικά κουνούπια, τα επικίνδυνα κύματα του ποταμού Ρουίκι στο Κογκό και άλλα πολλά που θα τους φέρουν κοντά. Πολύ κοντά. Η γυναικεία φύση κυριαρχεί στο ατίθασο αρσενικό. Η αποφασιστικότητά της και η γενναιότητά της θα μαλακώσουν τον άξεστο τυχοδιώκτη, που θα αρχίσει να ελκύεται από την προσωπικότητά της. Όμως και η ιεραπόστολος, γρήγορα θα αφήσει πίσω της την άτεγκτη συμπεριφορά της, θα γλυκάνει και στο τέλος θα πέσει στην αγκαλιά του. Μπορεί σήμερα να φαίνεται αδιανόητο, αλλά το γραφείο λογοκρισίας θεώρησε σκανδαλώδη τη σχέση του πρωταγωνιστικού ζευγαριού, καθώς συνυπάρχουν ολομόναχοι πάνω στη βάρκα, χωρίς να είναι παντρεμένοι!
Ο κωμικός Μπόγκαρτ
Ο Χιούστον, σοφά επέλεξε να τονίσει την κωμική πλευρά της ιστορίας, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις μελοδραματικές προσθήκες του συγγραφέα. Ακόμη και το φινάλε, με το “χάπι εντ” που επέλεξε, είναι συμβατό με το πνεύμα του φιλμ, καθώς δεν μπορεί μία τόσο διασκεδαστική περιπέτεια να τελειώνει με το ζευγάρι κρεμασμένο στο κατάρτι ενός γερμανικού πολεμικού πλοίου. Ο Μπόγκαρτ, αποδεικνύει και την κωμική πλευρά του -από τις σπάνιες φορές- και κερδίζει ένα δύσκολο στοίχημα απέναντι στους λάτρεις του, που τον έχουν μάθει διαφορετικά. Μπορεί να μην είχε κερδίσει ένα Όσκαρ για κάποια από τις αριστουργηματικές-σήμα κατατεθέν, ερμηνείες του στις κλασικές ταινίες “Καζαμπλάνκα”, “Το Γεράκι της Μάλτας”, “Έπεσαν Σκληρά”, “Σκοτεινή Διάβαση”, “Ο Μεγάλος Ύπνος”, “Στη Βοή της Καταιγίδας”, αλλά το κατάφερε τελικά με έναν κωμικό ρόλο.
Επιτέλους Όσκαρ
Η ταινία προτάθηκε και για τα Όσκαρ Σκηνοθεσίας, Α’ Γυναικείου Ρόλου και Διασκευασμένου Σεναρίου, αλλά τελικά θα μείνει με αυτό που είχε και τη μεγαλύτερη σημασία, του Α’ Ανδρικού Ρόλου στον Μπόγκαρτ. Ένα Όσκαρ που γιορτάστηκε μακριά από τη ζούγκλα της Αφρικής, χωρίς ιδιαίτερους πανηγυρισμούς, από έναν σπουδαίο άντρα, τη Λορίν Μπακόλ, τον αγαπημένο του φίλο Σπένσερ Τρέισι και άλλους δυνατούς πότες. Ο “νομάδας σκηνοθέτης” Χιούστον, όπως τον είχαν χαρακτηρίσει τη δεκαετία του ‘50, έλειπε. Ετοίμαζε το “”Μουλέν Ρουζ” και τα έπινε στο Παρίσι με τον Χοσέ Φερέρ και την άτακτη Ζα Ζα Γκαμπόρ…
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ