Η Ταϋγέτη Μπασούρη διεκδικούσε τον τίτλο της «πιο άσχημης του ελληνικού κινηματογράφου».
Είναι 1993 ή ’94, τριάντα χρόνια πίσω. Μόλις έχω σχολάσει από την πρωινή σχολή δημοσιογραφίας και κατηφορίζω προς την πλατεία Βικτωρίας. Είναι ένα ήσυχο μεσημέρι. Από το βάθος της Αριστοτέλους βλέπω να έρχεται μια αλλόκοτη γυναικεία φιγούρα. Είναι έντονα βαμμένη στα μάτια σαν τη Γενοβέφα, φοράει μεγάλα σκουλαρίκια και κρατάει μια λεπτή ομπρέλα. Το ένα της πόδι είναι μπανταρισμένο και φοράει σαγιονάρα. Οσο με πλησιάζει παρατηρώ το βλέμμα της, που μοιάζει απλανές, πέρα απ’ τα επίγεια, ίσως λίγο σνομπ.
Την αναγνωρίζω! Είναι η Ταϋγέτη Μπασούρη, η ηθοποιός που διεκδικούσε τον τίτλο της «πιο άσχημης του ελληνικού κινηματογράφου» μετά τη Γεωργία Βασιλειάδου. Σκέφτομαι τώρα πως αν η Ταϋγέτη είχε γεννηθεί το 1914 (κατ’ άλλους το 1917), θα κόντευε τα ογδόντα. «Τι κάνετε, είστε καλά;» τη ρωτάω ακριβώς τη στιγμή που πέφτουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Με κοιτάζει λίγο, κάνει ένα νεύμα ευγένειας και σκύβει το κεφάλι. Επειτα κάνει μια στροφή και αρχίζει να κατεβαίνει προς την Αχαρνών. Οση ώρα την παρακολουθούσα να χάνεται μέσα σε μαγειρεία και λαϊκά πορνεία θα ορκιζόμουν πως την άκουσα να απαγγέλλει στίχους του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι είχε το θάρρος να περάσει μονάχη της γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα μια θάλασσα πλατιά και φουσκωμένη από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων». Θα μπορούσα σε μια άλλη ζωή να ήμουν ένας απ’ τους πιτσιρικάδες στην «Κάλπικη λίρα» του Τζαβέλλα έξω απ’ το σπίτι του φτωχού ασπριτζή: «Ποιος πέθανε;» θα με ρωτούσε εκείνη, ακριβώς όπως την πέτυχα στη Βικτώρια πολλές δεκαετίες μετά, κι εγώ θα της απαντούσα: «Δεν ξέρεις, κυρά μου; Αυτός που ’ναι μες στην κάσα». Κι αν ήμουν και πιο τυχερός, ίσως πιάναμε την κουβέντα ακούγοντας ιστορίες από τις εξορίες της στο Τρίκερι και στον Αη Στράτη.
Η Ταϋγέτη έπαιξε στο θέατρο από Αριστοφάνη μέχρι Μπρεχτ, υποδύθηκε ουκ ολίγες φορές τη θεία του Βέγγου, ενώ το 1975 εμφανίστηκε ως και στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου σ’ ένα μικρό χαρακτηριστικό ρόλο. Μέχρι σήμερα όποτε διασχίζω την Αριστοτέλους ακόμη νομίζω πως θα ξαναδώ αυτήν τη μοναδική γυναίκα-σκίτσο με την ευγένεια και το ιδιότυπο χιούμορ της. Κι ας έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια από το 2003.