Το χοτ (ντογκ) σποτ της Μιχαλακοπούλου, η ανθρωπογεωγραφία και τα ευτράπελα της νύχτας.
Ανεβαίνοντας τη Μιχαλακοπούλου προς Ζωγράφου, λίγο μετά το ξενοδοχείο Χίλτον –συγκεκριμένα στον αριθμό 38, στον χώρο του υπαίθριου πάρκινγκ–, βρίσκεται από το 1989 η Καντίνα της Μιχαλακοπούλου. Στη βραδινή μας βόλτα συναντήσαμε και μιλήσαμε με τον ιδιοκτήτη της Νάσο Αγουρίδη, μια μοναδική ροκ φυσιογνωμία.
Οι «ειδήμονες» και πώς μετράμε ένα λουκάνικο
Η κουβέντα ξεκίνησε για τον κόσμο της νύχτας τότε και τώρα. «Δεν υπάρχει καμία σχέση – παλιά τα πράγματα ήταν σαφώς καλύτερα. Ο κόσμος ήταν πιο ανέμελος και σίγουρα πιο κουβαρντάς, αφήνοντας πάντα το πουρμπουάρ του. Υπήρχε τελείως διαφορετική σχέση με τους πελάτες• έρχονταν πολλοί μεθυσμένοι που κερνούσαν όλο τον κόσμο και μετά έφευγαν αλλά δεν τους χάναμε. Την επόμενη μέρα πάντα περνούσαν, ζητούσαν συγγνώμη και πλήρωναν τον λογαριασμό τους. Ο κόσμος είχε λεφτά. Θυμάμαι ότι σε πολλούς έπεφταν τα σάντουιτς από το μεθύσι και έπαιρναν άλλο χωρίς να το σκεφτούν. Σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα. Υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας, ειδικά στους νέους. Ερχεται μια παρέα με δέκα πιτσιρικάδες και τρώνε οι μισοί. Το απίστευτο είναι ότι κάνουν και παράπονα, όπως ένας τυπάκος που ρώτησε αν μικρύναμε το λουκάνικο. Η απάντησή μου ήταν “το έχεις μετρήσει;” και άντε να καταλάβει ότι έτσι έρχεται από τον προμηθευτή. Ενας άλλος ζήτησε κοτομπουκιές με μπόλικη σος. Ρωτήσαμε αν εννοεί έξτρα, η οποία χρεώνεται παραπάνω βάσει τιμοκαταλόγου, αλλά η απάντηση παρέμεινε “μπόλικη” και άντε να βγάλεις άκρη».
Το λουκάνικο-τορπίλη και το «χάνει – πληρώνει»
Ομως η νύχτα εκτός από κίνδυνο κρύβει και αρκετό γέλιο. «Δεν θα μιλήσω για το πόσοι δεν μπορούν να βγουν από το αυτοκίνητο εξαιτίας του ποτού, αλλά ένα περιστατικό μου έμεινε αξέχαστο. Φτάνει ένας τύπος τελείως λιώμα και παραγγέλνει ένα χοτντογκ. Οπως το φτιάχνουμε –και αυτό είναι ένα από τα μυστικά μας–, έχει τρεις στρώσεις από σάλτσα, χώρια τα υπόλοιπα συστατικά. Το πιάνει ο τύπος, τρώει την πρώτη δαγκωνιά και το λουκάνικο από τα ζουμιά φεύγει έξω από το ψωμάκι σαν τορπίλη από υποβρύχιο. Ενώ όλοι μας, πελάτες και προσωπικό, έχουμε πέσει κάτω από τα γέλια, ο τύπος κοιτάζει με το θολό του βλέμμα το ψωμάκι αναζητώντας το λουκάνικο, γυρίζει σ’ εμάς, λέει τη μαγική ατάκα “ρε μαλάκα, μας δουλεύεις;” και μας πετάει το ψωμάκι φεύγοντας σαν καράβι σε τρικυμία. Αλλο τρελό και αστείο είναι το στοίχημα “χάνει – πληρώνει”, δηλαδή ποιος θα φάει τα περισσότερα. Το ρεκόρ το έχει ένας γεματούλης ο οποίος κατάφερε και έφαγε οκτώ σάντουιτς».
Μιλώντας για την ανθρωπογεωγραφία του νυχτερινού τοπίου ο Νάσος αναφέρει: «Ευτυχώς πια είναι καλύτερα τα πράγματα, έχει καθαρίσει το τοπίο. Οσοι έχουμε μείνει τηρούμε όλους τους κανόνες υγιεινής, ενώ πιο παλιά υπήρχαν διάφοροι “κομήτες” που έρχονταν και πουλούσαν πράγματα άγνωστης προέλευσης και σε λίγο καιρό απλώς εξαφανίζονταν. Εμείς έχουμε το δικό μας παρασκευαστήριο, ενώ ακολουθούμε πάντα ό,τι προβλέπει ο νόμος. Οι παλιοί μεταξύ μας έχουμε άψογη συνεργασία, καθώς μπορεί να ξεμείνει κάποιος από ψωμάκια ή κάτι άλλο και οι υπόλοιποι φροντίζουμε να βοηθήσουμε».
Κλείσαμε την κουβέντα μας ρωτώντας για το μέλλον της καντίνας. «Είναι δύσκολα τα πράγματα και η κρίση έχει βάλει το χεράκι της βαθιά. Δεν είναι μόνο ο κόσμος που διασκεδάζει με μέτρο και μετά τρώει ακόμη πιο δύσκολα, αλλά υπάρχουν και οι διάφοροι σκοτεινοί τύποι που θέλουν να ελέγχουν τις βραδινές επιχειρήσεις, κλαμπ, μπαρ, ακόμη και περίπτερα και καντίνες, που δύσκολα αφήνουν κάποιον καινούργιο να ξεκινήσει και στη συνέχεια να ορθοποδήσει».