Την ενοχή της φυγόδικης ανακρίτριας, πρωταγωνίστριας στο πρώτο παραδικαστικό, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος πρότεινε η εισαγγελέας.
Πρώτο παραδικαστικό κύκλωμα: μια υπόθεση που συγκλόνισε τη Δικαιοσύνη όταν αποκαλύφτηκε στα τέλη του μακρινού 2004 και ταρακούνησε μια εφησυχασμένη κοινωνία που ήταν ακόμη μεθυσμένη από το θαύμα των Ολυμπιακών Αγώνων, τη φρενίτιδα του Euro και την ανεμελιά της εποχής των παχιών αγελάδων. Ηχογραφημένες συνομιλίες και ρεπορτάζ κατέδειξαν μια σημαντική υπόθεση διαφθοράς στους κόλπους της Δικαιοσύνης, όπου δικαστές μέσα από κύκλωμα διασυνδέσεων που περιλάμβανε δικηγόρους και άτομα της εκκλησίας καθόριζαν την έκβαση δικών με το κατάλληλο χρηματικό αντίτιμο. Αυτό προέκυπτε από το κατηγορητήριο μιας ογκωδέστατης δικογραφίας χιλιάδων σελίδων.
Σήμερα, με τη φούσκα της οικονομικής ευμάρειας να έχει σκάσει εδώ και χρόνια στα χέρια μιας σαστισμένης κοινωνίας, η υπόθεση του πρώτου παραδικαστικού ζωντανεύει ξανά στις δικαστικές αίθουσες. Μοναδική κατηγορούμενη πλέον η Τόνια Ηλία, καθώς τα σκέλη των δικογραφιών για τους φερόμενους ως συνεργούς της έχουν κριθεί εδώ και χρόνια.
Η πρώην ανακρίτρια, που είχε αναδειχθεί σε ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της υπόθεσης και για την οποία ήδη η εισαγγελέας της έδρας έχει προτείνει την ενοχή για ξέπλυμα μαύρου χρήματος, δεν κάθεται στο σκαμνί. Δεν βρίσκεται καν στην Ελλάδα. Παρίσταται διά του συνηγόρου της. Κι αυτό διότι από το 2005 φυγοδικεί.
Δηλώνει αθώα
Διέφυγε στο εξωτερικό και συνελήφθη τον Μάιο του 2011 από τις βρετανικές αρχές. Δηλώνει μέχρι και σήμερα αθώα, θύμα συμπαιγνίας που στήθηκε εναντίον της. Φοβήθηκε για τη ζωή της και γι’ αυτό δραπέτευσε. Φοβάται ακόμη, όπως δηλώνει, ότι δεν θα τύγχανε δίκαιης δίκης. Η ζωή της θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλωστε η ίδια επέλεξε να συστήνεται ως Γαλλίδα με το όνομα Antonia Jarmin. Κυκλοφορούσε και εργαζόταν ως καθηγήτρια αγγλικών και γαλλικών στη Βρετανία, ενώ έκανε μεροκάματα και ως μπέιμπι σίτερ.
Οι Βρετανοί την ταυτοποίησαν και με πέντε ευρωπαϊκά εντάλματα που εκκρεμούσαν σε βάρος της την προφυλάκισαν. Αποφυλακίστηκε τον Δεκέμβριο του 2012 με περιοριστικούς όρους και φορώντας βραχιολάκι. Η έκδοσή της στην Ελλάδα πέρασε από συμπληγάδες. Τελικά η απόφαση περί έκδοσής της πάρθηκε από δικαστήριο στο Γουέστμινστερ του Λονδίνου.
Η «πανέξυπνη» Ηλία, όπως τη χαρακτηρίζουν πρόσωπα του στενού της περιβάλλοντος, άσκησε έφεση ενώ εκμεταλλευόμενη νόμο στην Ελλάδα κατάφερε, παρότι καταζητούμενη, να εξαγοράσει ποινές σε υποθέσεις της που δεν είχαν τελεσιδικήσει μέχρι τότε. Ετσι ακυρώθηκαν τέσσερα από τα πέντε εντάλματα έκδοσης.
Κατάφερε να καθυστερήσει μέχρι και σήμερα την επιστροφή της στην Ελλάδα ζητώντας πολιτικό άσυλο από τις βρετανικές αρχές. Η έκδοσή της είχε διαταχθεί το 2015, το 2016 και δύο φορές το 2017. Δεν γύρισε ποτέ όμως. Το αίτημα για τη χορήγηση ασύλου απορρίφθηκε, με την Ηλία να προσφεύγει εναντίον της απόφασης. Η διαδικασία χορήγησης ασύλου θα ολοκληρωθεί, όπως ειπώθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθήνας, στα τέλη Φεβρουαρίου με την εκδίκαση της έφεσής της.
«Χειριστικός άνθρωπος»
Ολα αυτά τη στιγμή που η πλειονότητα των υπόλοιπων πρωταγωνιστών του σκανδάλου έχει αθωωθεί στο εφετείο, αν και σε πρώτο βαθμό είχαν επιβληθεί σε ορισμένους πολυετείς καταδίκες. Ετσι στο ακροατήριο εξετάζεται σήμερα μόνο η εμπλοκή της Τ. Ηλία στο λεγόμενο «πρώτο παραδικαστικό». Μια δίκη που ξεκίνησε πρακτικά στις 10 Δεκεμβρίου 2019, αν και για πρώτη φορά εισάχθηκε το 2016. Η πρώην ανακρίτρια χρησιμοποίησε κάθε ένδικο μέσο για να αναβάλει πολλές φορές τη δίκη. Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι την ξέρουν τη χαρακτηρίζουν «βαθιά χειριστικό άνθρωπο».
Ο πρώην συνήγορός της δήλωσε κώλυμα να την εκπροσωπήσει ώστε να καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισής της. Αν και είχε ειπωθεί στο ακροατήριο ότι η κατηγορούμενη είχε και άλλη συνήγορο, αυτή δεν φάνηκε ποτέ «λόγω χρημάτων». Εφόσον έμεινε χωρίς υπεράσπιση, το δικαστήριο αναγκάστηκε να διορίσει νέο συνήγορο. Και άλλη αναβολή. Και άλλη καθυστέρηση. Η Ηλία άδραξε την ευκαιρία που της έδινε ο νόμος και ανακάλεσε τον πρώτο συνήγορο. Ακολούθησε δεύτερος, τον οποίο ανακάλεσε λίγες δικασίμους μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, τον Δεκέμβριο του 2019. Η πρώην ανακρίτρια κατηγορείται μεταξύ άλλων για παράβαση καθήκοντος, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, σύσταση συμμορίας και απάτη.
Ανθρωπος κοινωνικός και έξω καρδιά αλλά επιπόλαιος
Τουλάχιστον δεκαέξι μάρτυρες κλήθηκαν να καταθέσουν όσα γνωρίζουν για την πολυπλόκαμη υπόθεση. Λιγότεροι τελικά το έπραξαν. Μεταξύ αυτών, ο γνωστός αρχιμανδριτης Ιάκωβος Γιοσάκης ο οποίος ενεπλάκη ως πρωταγωνιστής και στα δύο παραδικαστικά κυκλώματα. Παραμένει κατηγορούμενος στο λεγόμενο «μεγάλο παραδικαστικό» με τους περισσότερους από εκατό εμπλεκόμενους. Εκτός του Γιοσάκη, κατέθεσαν η αδερφή του Μαρία, η αδερφή της Τόνιας Ηλία, Ευαγγελία, και αρκετοί δικηγόροι, κάποτε συγκατηγορούμενοι της πρώην ανακρίτριας.
Η πλειονότητα των μαρτύρων έχτισε το προφίλ ενός ανθρώπου κοινωνικού και έξω καρδιά που όμως ήταν παρορμητικός και επιπόλαιος. Ενός ανθρώπου της Δικαιοσύνης που είδε τον κόσμο του ξαφνικά να κόβεται στα δύο για έναν… έρωτα. Ενός θύματος πλεκτάνης που απλώς έπαιρνε φιλικά δάνεια για να αντεπεξέλθει στα υπέρογκα χρέη του. Χρέη που είχαν δημιουργηθεί, όπως κατατέθηκε, από την ελπίδα της Τόνιας για… διεθνή καριέρα αλλά και από τα πολυέξοδα νοσήλια ενός άρρωστου πατέρα που τελικά κατέληξε. Ο Γιοσάκης μάλιστα τη χαρακτήρισε «φερέγγυο άτομο, σαν το ευαγγέλιο του Χριστού».
Σύμφωνα με την Ευαγ. Ηλία, και τα δύο σπίτια της κατηγορουμένης έχουν πλειστηριαστεί και δεν έχει περιουσία πια. Στη Βρετανία, όπως είπε, λαμβάνει επίδομα ενοικίου και απορίας. «Αν είχα πάρει χρήματα, θα έκανα στην Αγγλία μπέιμπι σίτινγκ; Τόσο βλάκας θα ήμουν;» κατέθεσε η αδερφή της μεταφέροντας ακριβώς τα λόγια της Τόνιας.
Μόνο ένας μάρτυρας, ο βασικός της υπόθεσης και τότε, ο άνθρωπος που κατέγραψε τις πολύκροτες συνομιλίες του πρώτου παραδικαστικού (ποτέ δεν συμπεριλήφθηκαν στην ογκώδη δικογραφία αν και την εποχή εκείνη ο νόμος το επέτρεπε), ήταν αποκαλυπτικός. Ανέφερε ότι πήγαινε με άτομα στην τράπεζα που έβαζαν χρήματα σε λογαριασμούς της Ηλία, ενώ είπε ότι άλλα δίνονταν σε μετρητά. Μίλησε για φακέλους και τσάντες. Κατέθεσε πως έπαιρνε τα εξτρέ των τραπεζικών συναλλαγών και τα πήγαινε εν είδει αποδείξεων στον δημοσιογράφο Στέλιο Βορίνα που αποκάλυψε πρώτος την υπόθεση.
«Με έπαιρνε τηλέφωνο (σ.σ.: η Ηλία) και με ρώταγε «τι έγινε; Τακτοποίησες το θέμα;» […] Μου είχε πει ότι ήταν τρεις κατηγορούμενοι. Μάνα, πατέρας και παιδί. Θα αφήσω δυο ελεύθερους, ο ένας θα πάει δύο μήνες μέσα. Συνεννοήσου και πες του το (σ.σ.: σε κατηγορούμενο). Της είπα (σ.σ.: στην Ηλία) ότι συμφωνεί. Μπήκε δύο μήνες και βγήκε. Τα χρήματα αυτά, 30.000 ευρώ, δόθηκαν… Μου είχε πει η Ηλία: “Θα πας στο ΝΙΜΤΣ να βρεις τον τάδε γιατρό να σου δώσει χαρτί ότι έχει καρκίνο (σ.σ.: ο κατηγορούμενος)”. Πήγα, τον βρήκα και το έφερα. Μου είχε πει η Ηλία ότι ο γιατρός ήθελε χρήματα. Σύνολο ήταν 30.000 ευρώ. Με επιφύλαξη τα λέω γιατί δεν θυμάμαι ύστερα από τόσα χρόνια. Βρήκα τη μάνα. Πήγαμε με την τσάντα σε άλλο δικηγορικό γραφείο. Δεν έπιανα τα χρήματα εγώ. Και την τσάντα θα περνούσε να την πάρει η Ηλία. Δεν ήξερε και ο δικηγόρος κάτι. Σε φάκελο ήταν».
Την τσάντα αυτή, χωρίς να γνωρίζει ο ίδιος τι είχε μέσα, όντως την πήρε η Ηλία, σύμφωνα με τη μαρτυρία του εν λόγω δικηγόρου. Οπως είπε, της την παρέδωσε ο ίδιος γιατί εκείνη τη βραδιά δεν έβρισκε να παρκάρει.
Από την ακροαματική διαδικασία δεν έλειψαν και οι εντάσεις, με τον τωρινό συνήγορο της κατηγορουμένης Σταύρο Γεωργίου να φτάνει στο σημείο να ζητά μέχρι και την εξαίρεση της έδρας. Η δίκη έτρεχε στην Ελλάδα, με την Ηλία να «παρακολουθεί» μέσω συνηγόρων και της αδερφής της από τη Βρετανία.
Πρόταση ενοχής
Μετά πολλών «βασάνων», νομικών τερτιπιών και καθυστερήσεων, πολλών μαρτυριών του τύπου «δεν θυμάμαι, πάνε χρόνια» κ.λπ. φτάσαμε στην εισαγγελική πρόταση. Αυτή βρίσκει ένοχη την Τ. Ηλία μόνο για το κακούργημα του ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες προτάθηκε η αθώωσή της και για λόγους παραγραφής (παύση της ποινικής δίωξης).
Η εισαγγελέας κατέρριψε το βασικό επιχείρημα της υπερασπιστικής γραμμής περί αμετάκλητης αθώωση ςτων άλλοτε συγκατηγορουμένων της στη μεγάλη δίκη για το πρώτο παραδικαστικό κύκλωμα που ολοκληρώθηκε με την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Με απλά λόγια, η μεριά της Τ. Ηλία ισχυρίζεται ότι εφόσον οι συγκατηγορούμενο ί της–κατά περίπτωση–αθωώθηκαν για το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας δικαστή, δεν προκύπτει πλέον η δωροδοκία, άρα δεν υπάρχει και αδίκημα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της εισαγγελέα, αυτό δεν αποτελεί οιονεί δεδικασμένο καθώς δεν εκδικάζονται τα συγκεκριμένα πρόσωπα στην παρούσα δίκη αλλά μόνο η Τ. Ηλία.
Οπως πρόσθεσε η εισαγγελέας, δεν εκδικάζεται η πράξη του ξεπλύματος μαύρου χρήματος με βασικό έγκλημα που τελέστηκε από αυτούς, αλλά κατηγορούμενη είναι η πρώην ανακρίτρια για παθητική δωροδοκία. Ετσι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις. Μάλιστα έκανε μνεία στην προσπάθεια της υπεράσπισης να καταστήσει αναξιόπιστο τον βασικό μάρτυρα κατηγορίας και να προσδώσει μεγάλη αξιοπιστία σε άτομα που εκ θέσεως ως συγκατηγορούμενο ί της σε άλλες δίκες είχαν μειωμένη αξιοπιστία.
Πάντα σύμφωνα με την εισαγγελέα, από τα έγγραφα και την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε ότι έχουν κατατεθεί χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς της Τ. Ηλία, τα οποία «ουδόλως αποδείχθηκε ότι είχαν νομιμοφανή υπόσταση. Πρόθεση ήταν να αποδειχθεί ότι ήταν εν συνόλω τους δάνεια έστω και άτυπης μορφής».
«Το τελευταίο έχει προκύψει μόνο από καταθέσεις μαρτύρων, μερικοί εξ αυτών ήταν συγκατηγορούμενοι με την κ. Ηλία σε προηγούμενη δίκη» ανέφερε η εισαγγελέας, ενώ κατέληξε: «Δεν γινόταν να αποδειχθεί ακόμη και για τα πρόσωπα που της δάνειζαν αν δεν ήταν τα χρήματα προϊόν παθητικής δωροδοκίας δικαστή που λάμβανε αμοιβές για να εκδώσει αποφάσεις ή να χειριστεί υποθέσεις έναντι αμοιβής».
«Φερέγγυο άτομο σαν το ευαγγέλιο του Χριστού»
Ο αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Γιοσάκης, προσεγμένος, σοβαρός, φορώντας το ράσο του και έναν πολύ μεγάλο χρυσό σταυρό στον λαιμό, έδειξε από την πρώτη στιγμή της κατάθεσής του βαθύτατη γνώση (και νομική) για την υπόθεση. Αλλωστε πέρασε και ένα 18άμηνο προφυλακισμένος γι’ αυτήν. «Για μένα η κ. Ηλία ήταν φερέγγυο άτομο. Τον κάθε δικαστή τον έβλεπα σαν το ευαγγέλιο του Χριστού στην εκκλησία, ήταν ex officio φερέγγυος» είπε χωρίς να κρύβει τις καλές του σχέσεις και με «πολλούς άλλους δικαστές» που έβλεπε το ίδιο. Ισχυρίστηκε, όπως σε όλα τα δικαστήρια, ότι δάνειζε χρήματα στην κατηγορουμένη τα οποία, αν και αργούσε κάποιες φορές, του τα επέστρεφε πάντα.