«Να μαθευτεί επιτέλους η ιστορική αλήθεια για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου». Αυτός είναι ο σκοπός που ταξιδεύει και «παίζει» η «Μπάντα», το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ του δημοσιογράφου Νίκου Ασλανίδη.
Συνέπεσε να προβληθεί πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο στο 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και να βραβευτεί με τα βραβεία κοινού και ΕΡΤ φέτος, που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την Γενοκτονία. Οι αποκαλύψεις «τράβηξαν» και το ενδιαφέρον ακτιβιστών της Άγκυρας, αλλά τελικά το λεγόμενο «βαθύ κράτος» πριν από λίγες μέρες μπλόκαρε την προβολή της εξηντατετράλεπτης ταινίας στην Τουρκία.
Με αφορμή την 19η Μαΐου, Ημέρα Μνήμης για την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού ο δημιουργός της «Μπάντας» μίλησε στο ΑΠΕ- ΜΠΕ για τα αποκαλυπτικά στοιχεία του ντοκιμαντέρ: «Η “Μπάντα” παρουσιάζει την αληθινή ιστορία της φιλαρμονικής ορχήστρας της Κερασούντας του Πόντου. Η ορχήστρα αυτή αποτελείτο από 13 Έλληνες και τρεις Τούρκους. Επιστρατεύτηκε βίαια από τον σφαγέα των Ελλήνων του Πόντου, τον Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος έσφαζε τους Έλληνες στην κυριολεξία μετά μουσικής… Δηλαδή έμπαινε στα χωριά με την μπάντα να παίζει τουρκικά εμβατήρια και αυτός με τους τσέτες, έσφαζε τους άμαχους Έλληνες… Στο τέλος έσφαξε και όλους τους μουσικούς της ορχήστρας για να μην μαρτυρήσουν τα εγκλήματά του. Σώθηκε ως εκ θαύματος μόνο ένας, ο οποίος και αποκάλυψε τα εγκλήματα του Τοπάλ Οσμάν. Συνολικά ο Τοπάλ Οσμάν με τους τσέτες του δολοφόνησε περισσότερους από 70.000 Έλληνες! Δυστυχώς αυτή η ιστορία ήταν άγνωστη γι αυτό πολλοί που είδαν το ντοκιμαντέρ το χαρακτηρίζουν αποκαλυπτικό».
«Εκατό χρόνια μετά ποιος “ακούει” αυτήν την Μπάντα; Και εσείς ποιος θέλετε να την ακούσει περισσότερο;» είναι το πρώτο ερώτημα προς τον κ.Ασλανίδη: «Νομίζω οι αποδέκτες είναι εντός και εκτός Ελλάδος. Στην Ελλάδα πρέπει να την ακούσουν οι κυβερνώντες και να βάλουν επιτέλους την ιστορία των Ελλήνων του Πόντου στα σχολικά βιβλία. Στην Τουρκία πρέπει να την ακούσουν οι γείτονές μας και να ζητήσουν συγνώμη για τη Γενοκτονία όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Όσο δεν αναγνωρίζουν τις γενοκτονίες που διέπραξαν, θα συνεχίζουν την ίδια τακτική, όπως είδαμε να συμβαίνει στην Κύπρο, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και την Τένεδο, στο Κουρδιστάν, στη Συρία… Πρέπει κάποια στιγμή οι γείτονές μας να συμφιλιωθούν με την ιστορική αλήθεια».
Το ντοκιμαντέρ λέει ο κ.Ασλανίδης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, «ασχολείται μόνο με την ιστορία του μοναδικού ανθρώπου που επέζησε από τη φιλαρμονική της Κερασούντας. Είναι μια ιστορία από έναν άνθρωπο που έζησε δίπλα στον Τοπάλ Οσμάν με το πιστόλι στον κρόταφο… Είδε όλες τις σφαγές, τις ληστείες, τους βιασμούς και περιγράφει τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησε. Εγώ σε αυτήν την ιστορία δεν πρόσθεσα ούτε μία λέξη. Ήθελα το ντοκιμαντέρ να αποτελέσει έναν αδιάψευστο μάρτυρα της γενοκτονίας και να αποστομώσει όλους όσους την αμφισβητούν εντός και εκτός των συνόρων».
Γιατί τελικά δεν επιτράπηκε η προβολή του στην Τουρκία; Τι συνέβη; «Η αλήθεια είναι ότι χάρηκα μόλις έμαθα ότι μια ομάδα ακτιβιστών θα προβάλει την “Μπάντα” στην πρωτεύουσα της Τουρκίας. Μάλιστα έβγαλαν αφίσες σε κεντρικά σημεία της Άγκυρας και μόλις το βαθύ κράτος κατάλαβε ότι αναφέρεται στον Τοπάλ Οσμάν, απαγόρευσε την προβολή… Είναι γνωστό σε όλους ότι ο Τοπάλ Οσμάν, δυο χρόνια μετά τη Γενοκτονία απαγχονίστηκε, έξω από την τουρκική Βουλή, στην Άγκυρα, με εντολή του Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανένας. Προφανώς κάποιοι γείτονες μας όμως δεν θέλουν να μαθευτεί η αλήθεια και προσπαθούν με κάθε τρόπο να μην γίνουν γνωστά τα εγκλήματα της γενοκτονίας. Άδικα όμως προσπαθούν. Στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί τρόποι για να μάθουν οι Τούρκοι την ιστορική αλήθεια. Μπορεί να αργήσουν αλλά κάποτε θα τη μάθουν ότι κι αν κάνει το βαθύ κράτος…»
Ο κ.Ασλανίδης, που είναι και σκηνοθέτης της «Μπάντας», απάντησε πως υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό. «Μέχρι τώρα έχω ταξιδέψει σε περισσότερες από 30 πόλεις και χωριά για προβάλλουμε “Μπάντα| με ελεύθερη είσοδο και στο τέλος του μήνα θα πάμε και Γερμανία. Έχουμε πρόσκληση να πάμε Σουηδία ενώ προβολές θα γίνουν και σε ΗΠΑ, Ρωσία και στην Αυστραλία…» τόνισε.
Όταν τον ρωτήσαμε για το ποια ήταν η «πρώτη σπίθα» που οδήγησε σε αυτό κι αν είχε βοήθεια για τα γυρίσματα, απάντησε ότι «η σπίθα ήταν το βιβλίο που εξέδωσε το 1965 ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο μοναδικός που επέζησε από την ορχήστρα. Μόλις το διάβασα, συγκλονίστηκα στην κυριολεξία και αποφάσισα να κάνω το ντοκιμαντέρ για να το παρουσιάσω στο διεθνες φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν αμεσως και κράτησαν δυο χρόνια… Στο φεστιβάλ ο κόσμος που το είδε συγκλονίστηκε και αυτός γι αυτό και το ψήφισε ως καλύτερο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους. Πήραμε δυο βραβεία και αμεσως μετά άρχισαν οι προσκλήσεις από κάθε γωνιά της Ελλάδας και το εξωτερικό».
Συνολικά πήραν μέρος 80 εθελοντές στα γυρίσματα. Επειδή υπάρχουν δραματοποιημένες σκηνές βοήθησαν ερασιτέχνες ηθοποιοί από θεατρικές ομάδες. «Και άλλοι βοήθησαν πίσω από τις κάμερες και τους ευχαριστώ από καρδιάς. Εάν δεν ήταν οι εθελοντές δεν θα μπορούσα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ. Αυτό όμως δείχνει και την αδυναμία του οργανωμένου ποντιακού χώρου που δεν κατάφερε ούτε στα 100 χρόνια από την Γενοκτονία να ενωθεί και να κάνει κάτι πιο οργανωμένο και επαγγελματικό, μια κινηματογραφική ταινία για παράδειγμα, που σίγουρα θα είχε καλύτερα αποτελέσματα».
Και όσον αφορά τη συνέχεια; «Όλο το 2019 που είναι τα 100 χρόνια από την Γενοκτονία, η « Μπάντα» θα παίζει σε πόλεις και χωριά για να ακουστεί από όλους. Είναι το καλύτερο μνημόσυνο που μπορώ να κάνω για τους προγόνους μου. Νομίζω ότι όλοι οι Έλληνες έχουμε χρέος απέναντι στην ιστορία, να κάνουμε γνωστά τα τραγικά γεγονότα της γενοκτονίας όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε όλο τον πλανήτη. Μόνο τότε θα αναπαυθούν οι ψυχές των αδικοχαμένων Ελλήνων του Πόντου. Φυσικά σε αυτόν τον αγώνα πρέπει να πρωτοστατεί η ελληνική πολιτεία, η οποία με αφορμή τα 100 χρόνια θα έπρεπε να διοργανώσει αντίστοιχες εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα αλλά και στο εξωτερικό για να μαθευτεί επιτέλους η ιστορική αλήθεια».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ