Έλενα Χουζούρη: Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του Γιώργου Ιωάννου

Έλενα Χουζούρη: Η Θεσσαλονίκη μέσα από τα μάτια του Γιώργου Ιωάννου

Μελετητές, συγγραφείς, δημοσιογράφοι και φίλοι του σπουδαίου ποιητή και πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου γράφουν για το έργο και την προσωπικότητά του με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από τον θάνατό του (έφυγε από τη ζωή στις 16 Φεβρουαρίου 1985).

Η Έλενα Χουζούρη είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι μια πόλη της μνήμης. Μια πόλη που κατακλύζεται από τις μνήμες της παιδικής, εφηβικής και νεανικής ηλικίας του συγγραφέα, οι οποίες βαδίζουν χέρι με χέρι με τη συλλογική Ιστορία της Θεσσαλονίκης, από τον μεσοπόλεμο έως την Κατοχή, την Απελευθέρωση και τον Εμφύλιο.

Ο Ιωάννου θέλει να διασώσει, να ανυψώσει, να μυθοποιήσει τη δική του Θεσσαλονίκη. Και ποια είναι αυτή; Είναι, κατά πρώτο λόγο, η Θεσσαλονίκη των προσφύγων, αυτών που θα εγκαταλείψουν άρον άρον τις προγονικές εστίες τους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, θα πλημμυρίσουν τη βορεινή πολιτεία και θα κατοικήσουν, με όποιο τρόπο μπορούν, στις πέριξ των τειχών περιοχές, στα σοκάκια με τα παλιά καλντερίμια τής, προ του 1922 τουρ κ ο κατοικημένης Πάνω Πόλης ή στις μακρινές από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, νέες και πρόχειρα στημένες προσφυγικές συνοικίες, όπως η Τούμπα, η Καλαμαριά, η Ραμόνα, η Νέα Μενεμένη και άλλες.

Ο Ιωάννου μέσα από τις μνήμες της δικής του οικογένειας θα διασώσει τις μνήμες και των άλλων προσφύγων. Το αίσθημα του ξένου, του ξεριζωμένου, θα διαποτίσει και τον ίδιο. Από κοντά έρχεται και ο λαϊκός κόσμος στον οποίο ανήκει και ο ίδιος και τον οποίο γνωρίζει πολύ καλά – ο πατέρας του είναι μηχανοδηγός στους ελληνικούς σιδηροδρόμους και κατοικούν σε λαϊκή γειτονιά της Πάνω Πόλης ή πέριξ της Παλιάς Οβριακής. Εκτιμάει και προτιμά τους λαϊκούς, παιδεμένους ανθρώπους. «Εγώ γράφω για τους προλετάριους» θα δηλώσει σε μια συνέντευξή του, θεωρώντας και τον εαυτό του προλετάριο. Αυτοί είναι οι δικοί του άγιοι και θα τους ακολουθεί στις συνοικίες της Πάνω Πόλης, στα λαϊκά σινεμά, στην πλατεία «Αγίου Βαρδαρίου» και στους πέριξ αυτής δρόμους, στα συνοικιακά καφενεία, τα δημόσια λουτρά, στο λιμάνι, στον Παλιό Σταθμό, στο Σέιχ Σου, στους χώρους του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου.

Θα είναι μαζί τους και θα νιώσει τον υψιπετή σφυγμό τους την ημέρα της απελευθέρωσης της γενέθλιας πόλης του από τους Γερμανούς ναζί, όταν όλες μαζί οι λαϊκές, προσφυγικές, συνοικίες, ανατολικές και δυτικές, Αρετσού, Καλαμαριά, Νέα Κρήνη, Τούμπα, Τριανδρία, Αγιος Παύλος, Συκιές, Νεάπολη, Σταυρούπολη, Νέα Μενεμένη, Ραμόνα, Επτάλοφος, κατέφθαναν σπαρταρώντας από ενθουσιασμό, με τρομπέτες, παντιέρες, λάβαρα και χωνιά, «Τούμπα – Στάλινγκραντ», φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν. Και από κοντά είναι και οι Εβραίοι της πόλης του που θα ξεκληριστούν με το Ολοκαύτωμα, οι γείτονές του, ο μικρός φίλος του, Ινο, και αμέσως θα ακολουθήσει το διαγούμισμα που θα κάνουν οι άλλοι –οι λεγόμενοι χριστιανοί– γείτονες. Ο Ιωάννου θα είναι ο πρώτος που θα γράψει χωρίς φόβο και με θάρρος για το ξεκλήρισμα των Θεσσαλονικέων Εβραίων.

Τα τοπόσημα και η ιστορία της πόλης του θα χαραχτούν στο σώμα του. Κάθε μέρος του σώματός του θα αντιστοιχεί και σε ένα τοπόσημό της και με αυτά τα σημάδια της επάνω του θα αφηγηθεί τις ιστορίες που άφησε πίσω του. «Μαζί σαπίζουμε, Νύμφη του Θερμαϊκού» γράφει. «Είσαι η Νύμφη και είμαι Νυμφίος. Και είσαι η γενέτειρά μου. Εσύ, βέβαια, κάποτε θα ξανανιώσεις, όταν όλα αυτά τα μπετά ξαναγίνουνε έτσι κι αλλιώς χώματα. Και στον καιρό της νέας δόξας σου, της νέας αναγέννησής σου, αν είσαι μάνα, ή ανά, ή μάικω, ή μάντρε, εμάς Μπαγιάτιδες και Γιουνάνιδες, Αποικιστές και Αποίκους, που όμως φέρνουμε τις ουλές και τα σφραγίσματά σου, μη μας πατικώσεις μες στην ανωνυμία και τη λησμονιά, όπως τόσο καλά ξέρεις, αλλά να μας ξαναθυμηθείς, να μας πεις υιούς σου και να μας εξυψώσεις» (απόσπασμα από «Το δικό μας αίμα»).

Documento Newsletter