Μέσα από το βιβλίο του «Οκτώ μέρες του Μάη» o Γερμανός ιστορικός και δημοσιογράφος Φόλκερ Ούλριχ μάς αποκαλύπτει τις τελευταίες συγκλονιστικές μέρες του πιο απάνθρωπου καθεστώτος που γνώρισε ο κόσμος.
Οι πόλεμοι σπέρνουν θάνατο. Πρώτη και τελευταία φορά στην Ιστορία, όμως, ο θάνατος μετρήθηκε και εκτελέστηκε με τέτοια γεωμετρική ακρίβεια, εμμονή και αποτελεσματικότητα στη ναζιστική Γερμανία. Τις τελευταίες οκτώ μέρες του Τρίτου Ράιχ, από την αυτοκτονία του Χίτλερ στο Βερολίνο στις 30 Απριλίου 1945 έως την υπογραφή τής άνευ όρων παράδοσης των Γερμανών στις 7 και 8 Μαΐου, περιγράφει ο Φόλκερ Ούλριχ με τρόπο αβίαστο και καθηλωτικό, χάρη και στην εξαιρετική μετάφραση της Σίσσυς Παπαδάκη. Ηταν τόσο χαοτική, ασύλληπτη και εκτός χρόνου η πραγματικότητα, εξηγεί ο συγγραφέας, που δεν υπήρχε τρόπος να αφομοιωθεί χωρίς να προκαλέσει κύματα ιλίγγου. Ο φόβος, η σύγχυση, η απορία, η δυσπιστία, η κακουχία, η πείνα, η ανασφάλεια αλλά και η ελπίδα συνθέτουν τον ανθρώπινο καμβά των μοναδικών εκείνων στιγμών. Παρόλο που το τέλος του πολέμου δεν έφτασε την ίδια ώρα σε όλες τις περιοχές του Τρίτου Ράιχ, η διαδικασία της διάλυσης ξεκίνησε ταυτόχρονα και με τον ίδιο γρήγορο ρυθμό. Για πολλούς αυτή η απότομη κατάρρευση έμοιαζε εξωπραγματική, ασύλληπτη. Πώς ήταν δυνατόν το πιο στιβαρό οικοδόμημα να πέσει σαν τραπουλόχαρτο; «Τσιμπιόμαστε κάθε λίγο και λιγάκι να βεβαιωθούμε ότι όλα αυτά δεν ήταν όνειρο», σημειώνει ο Ράινχολντ Μάιερ από τη Βυρτεμβέργη.
Μαρτυρίες, ημερολόγια, αναμνήσεις
Πάμπολλες προσωπικότητες περνούν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου-ημερολογίου. Ο Αϊζενχάουερ, ο Μοντγκόμερι, ο Τσόρτσιλ, ο Στάλιν, ο Ρούσβελτ και ο Τρούμαν, ο Αντενάουερ, ο Βίλι Μπραντ, ο Χέλμουτ Κολ, η Μάρλεν Ντίτριχ, ο Κλάους και η Ερικα Μαν, ο Τζορτζ Οργουελ και η Χάνα Αρεντ. Ο Τόμας Μαν με τον Μπέρτολτ Μπρεχτ από τη μακρινή Καλιφόρνια. Ολο το πάνθεον των πρωταγωνιστών έμοιαζε να ζει με κομμένη την ανάσα την κατάρρευση της παλιάς τάξης του εθνικοσοσιαλισμού και τη δημιουργία της νέας, αυτής που ερχόταν μέσα από τα ερείπια, τις στάχτες και την αιθαλομίχλη. «Παρά την αίσθηση της ακινησίας» περιγράφει ο Ούλριχ, «η κίνηση σε όλο το Τρίτο Ράιχ ήταν τεράστια». Ορδές ανθρώπων περπατούσαν στους δρόμους. Στρατιώτες της Βέρμαχτ, τάγματα SS, πρόσφυγες, αιχμάλωτοι πολέμου, κατάδικοι, εκπατρισμένοι, παρατηρητές των συμμαχικών δυνάμεων. «Νόμιζες πως βρισκόσουν σε μια γιγάντια μυρμηγκοφωλιά» θυμάται ένας Βρετανός διπλωμάτης. Ο συγγραφέας στέκεται ιδιαίτερα στις «πορείες θανάτου» που διέσχιζαν βομβαρδισμένες πόλεις και χωριά. Σκελετωμένοι, άρρωστοι, ρακένδυτοι από στρατόπεδα συγκέντρωσης που εκκενώνονταν προτού φτάσουν οι σύμμαχοι άφηναν την τελευταία τους πνοή στον δρόμο, σε δημόσια θέα. Παρά τις εκκενώσεις, αυτό που αντίκρισαν Ρώσοι, Βρετανοί και Αμερικανοί στρατιώτες κατά την είσοδό τους στα στρατόπεδα περιγράφεται ως το απόλυτο σοκ. «Πολλοί έμπειροι στον πόλεμο τα έχασαν τελείως. Μερικοί ξέσπασαν σε κλάματα. Αλλους τους έπιασε φρενίτιδα και σκότωσαν πολλούς άντρες των SS» γράφει ο Ούλριχ. Αν δεν τους συγκρατούσαν οι επικεφαλής, θα τους σκότωναν όλους.
Επιδημία αυτοκτονιών και βιασμοί
Η είδηση του τέλους του Χίτλερ και η θέα της επέλασης των συμμαχικών δυνάμεων προκάλεσαν ποικίλες αντιδράσεις στους Γερμανούς πολίτες. Πρώτα από όλα τρόμο, ιδίως απέναντι στους Ρώσους, που είχαν υποστεί τα πάνδεινα από τη γερμανική στρατιωτική μηχανή του θανάτου. Η μαζικότητα των βιασμών Γερμανίδων κάθε ηλικίας από Ρώσους φαντάρους ήταν τέτοια που δικαιολογούσε απόλυτα τον φόβο. Μεγάλη μερίδα Γερμανών, μόλις απομαγεμένοι από τη ναζιστική προπαγάνδα και τον φίρερ, έμοιαζαν χαμένοι, αποκομμένοι από την πραγματικότητα. Πολλοί από αυτούς δεν έβρισκαν νόημα, διέξοδο ούτε μέλλον και αυτοκτονούσαν μαζί με τις οικογένειές τους. Τα δηλητήρια, τα όπλα, οι κρεμάλες ήταν σε ημερήσια διάταξη. Αλλά και όσοι διάλεγαν τη ζωή δυσκολεύονταν να αντιμετωπίσουν το χάος και την απόλυτη καταστροφή. Δεν είχαν σπίτι, νερό, ηλεκτρικό, θέρμανση. Δεν είχαν να φάνε, δεν είχαν τίποτε. Η πλειονότητα των Γερμανών ήταν σε άρνηση. Δεν ήθελαν να ξέρουν, δεν ήθελαν να σκέφτονται, προτιμούσαν να ξεμπαζώνουν και να κουβαλούν ξύλα. Στο κάτω κάτω σε τι έφταιξαν; Γιατί να μεταμεληθούν; Αυτοί δεν ήξεραν τίποτε για τις φρικαλεότητες του καθεστώτος…
Τα φορέματα της Μπράουν και η μπανιέρα του Χίτλερ
Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε είναι και η περιγραφή μιας ομάδας ένστολων Ρωσίδων που μπήκαν στο χιτλερικό καταφύγιο στο Βερολίνο στις 2 Μαΐου. Εψαξαν να βρουν τον Χίτλερ και αμέσως μετά το ενδιαφέρον τους στράφηκε σε εκείνη που όλοι ήξεραν ως ερωμένη του. «Πού είναι τα ρούχα;» ρώτησαν. Επειτα από σκληρές μάχες πολλών ετών οι γυναίκες αισθάνονταν ότι δικαιούνταν τα λάφυρα του πολέμου, δηλαδή τα φίνα υφάσματα των φορεμάτων από την γκαρνταρόμπα της Εύας Μπράουν. Αλλά και η Αμερικανίδα φωτογράφος Λι Μίλερ, μαθήτρια του Μαν Ρέι, πόζαρε γυμνή την 1η Μαΐου μες στην μπανιέρα του Χίτλερ και δίπλα στο πορτρέτο του στην κατοικία του στο Μόναχο. Η φωτογραφία της έκανε τον γύρο του κόσμου, όπως και οι φωτογραφίες που τράβηξε η ίδια στα στρατόπεδα του Μπούχενβαλντ και του Νταχάου, καθώς και στα ερείπια της ορεινής κατοικίας του φίρερ στο Ομπερ Σάλτσμπουργκ.
Μάρλεν Ντίτριχ και Τόμας Μαν
Όταν στις 7 Μαΐου η θρυλική Μάρλεν Ντίτριχ επέστρεψε στη Γερμανία με τον αμερικανικό στρατό έμαθε ότι η αδερφή της Λίζελ βρισκόταν στο στρατόπεδο Μπέργκεν-Μπέλζεν, υποθέτοντας ότι ήταν αιχμάλωτη των ναζί. Η έκπληξή της ήταν τεράστια όταν την ανακάλυψε παντρεμένη με τον επιχειρηματία που ψυχαγωγούσε τους αξιωματικούς του στρατοπέδου. Το σπίτι της ήταν τόσο κοντά που ήταν αδύνατο να μη γνώριζε τι γινόταν στο ίδιο στρατόπεδο που είχαν βρει τον θάνατο η Αννα και η Μαργκότ Φρανκ. Για να γλιτώσει τον εξευτελισμό, η Ντίτριχ έδωσε στην αδερφή της χρήματα και όλα τα δικαιώματα των ταινιών της στη Γερμανία, με τον όρο να μην πει ποτέ δημόσια ότι ήταν αδερφή της. Η επιστροφή του Κλάους Μαν, γιου του Τόμας Μαν, ήταν επίσης επεισοδιακή, με ακόμη πιο πικρό τρόπο. Οταν ξαναβρήκε το πατρικό του στο Μόναχο, που η οικογένεια είχε εγκαταλείψει από το 1933, έμαθε ότι οι ναζί το είχαν μετατρέψει σε κέντρο ευγονικής. Στις 10 Μαΐου 1945 ο Τόμας Μαν απευθύνθηκε από ραδιοφώνου στους συμπατριώτες του: «Η Γερμανία απαλλάχθηκε τουλάχιστον από την κατάρα να ονομάζεται χώρα του Χίτλερ. Αν είχε καταφέρει να απαλλαγεί μόνη της νωρίτερα, όταν ακόμη ήταν εφικτό, ή και αργότερα, έστω και την τελευταία στιγμή, αν είχε καταφέρει να γιορτάζει η ίδια, με τις καμπάνες της να χτυπούν δυνατά και τη μουσική του Μπετόβεν να ακούγεται παντού, την απελευθέρωσή της, την επιστροφή της στην ανθρώπινη κοινότητα, αντί το τέλος του χιτλερισμού να σημαίνει και την κατάρρευση της Γερμανίας, προφανώς θα ήταν πολύ καλύτερα».