Η ταινία ξεκινά σαν νεφελώδης εφιάλτης. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ένας καταξιωμένος αλλά και κουρασμένος από τη ζωή του δημοσιογράφος ονόματι Ντέιβιντ Λοκ (ο Τζακ Νίκολσον στην εποχή της απόλυτης δόξας του ανέλαβε ένα ρόλο που τον σημάδεψε για πάντα) περιπλανιέται στην υποσαχάρια Αφρική. Αποστολή του είναι να γυρίσει ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ για λογαριασμό της βρετανικής τηλεόρασης με θέμα τους αντάρτες του τοπικού απελευθερωτικού μετώπου. Σε μια απόπειρα να αλλάξει ζωή θα οικειοποιηθεί την ταυτότητα ενός νεκρού άντρα, του μυστηριώδους Ντέιβιντ Ρόμπερτσον, που έμενε στο διπλανό δωμάτιο στο ξενοδοχείο που τον φιλοξενούσε. Ομως το παρελθόν του Λοκ (ο σαραντάρης άντρας είναι παντρεμένος και έχει ένα θετό παιδί) αλλά και του νεκρού Ρόμπερτσον τον ακολουθούν συνεχώς, αναγκάζοντάς τον να διαφεύγει από χώρα σε χώρα και από πόλη σε πόλη. Με τη βοήθεια μιας νεαρής φοιτήτριας (Μαρία Σνάιντερ) φτάνει στη νότια Ισπανία και διασχίζει την ερημιά της Ανδαλουσίας προκειμένου να συναντήσει το πεπρωμένο του.
Η κινεζική… απογοήτευση
Η δεκαετία του 1970 δεν είχε μπει καθόλου καλά για τον Αντονιόνι. Το «Zabriskie Point» ήταν η δεύτερη ταινία που έκανε με τον παραγωγό Κάρλο Πόντι μετά το «Blow up». Ομως ενώ το ταξίδι του στη Βρετανία στέφθηκε με απόλυτη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία (Χρυσός Φοίνικας και δύο οσκαρικές υποψηφιότητες για το «Blow up» το 1967), η αμερικανική περιπέτεια που γύρισε στην Καλιφόρνια και την Κοιλάδα του Θανάτου απέτυχε στα ταμεία. Τα πράγματα χειροτέρευσαν με το «Chung Kuo: Κίνα», ένα τετράωρο ντοκιμαντέρ με θέμα την καθημερινότητα των απλών κατοίκων στη σύγχρονη Κίνα. Ο Αντονιόνι πήρε το 1972 άδεια από την κινεζική κυβέρνηση να γυρίσει το φιλμ, όμως η ίδια κυβέρνηση μετά την ολοκλήρωσή του το χαρακτήρισε «αντεπαναστατικό» και «υπονομευτικό», απαγορεύοντας την κυκλοφορία του. Απογοητευμένος ο σκηνοθέτης επέστρεψε στην Ευρώπη για να γυρίσει την τρίτη του ταινία σε παραγωγή Κάρλο Πόντι. Στα πρώτα γυρίσματα το κλίμα δεν ήταν και τόσο καλό, με τη Μαρία Σνάιντερ να παρατηρεί την απογοήτευση που ένιωθε ο Ιταλός σκηνοθέτης από τις προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες του.
Ζήτημα ταυτότητας
Η πλοκή του έργου βασίζεται σε μια φαινομενικά απλή ιστορία του Μαρκ Πέπλοου (ο βραβευμένος με Οσκαρ σεναριογράφος του «Τελευταίου αυτοκράτορα»), με τον Αντονιόνι και τον θεωρητικό Πίτερ Ουόλεν να συνυπογράφουν το σενάριο ενώ ο σκηνοθέτης ανέλαβε και το τελικό μοντάζ. Σε πρώτο επίπεδο η ταινία αποτελεί ένα τυπικό road trip. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του έργου παρακολουθούμε τον Τζακ Νίκολσον να περιπλανιέται από τις ερήμους της βόρειας Αφρικής ως το Λονδίνο και από το Μόναχο ως τη Βαρκελώνη. Σε ολόκληρο το δεύτερο μέρος ο ήρωας διασχίζει τη νότια Ισπανία, φτάνοντας μέχρι το Γιβραλτάρ.
Το ζήτημα της ταυτότητας δεν είναι νέο στον κινηματογράφο. Ειδικά το εύρημα της αλλαγής ταυτότητας το συναντάμε συχνά σε ταινίες αστυνομικές ή μυστηρίου. Φυσικά, ο Αντονιόνι δεν είχε στον νου του να κάνει κάτι τόσο τετριμμένο ή σύνηθες. Μέσα από την αγωνιώδη προσπάθεια του ήρωά του να ξεφύγει από το προσωπικό και επαγγελματικό του αδιέξοδο ο Αντονιόνι τονίζει την ευεργετική δύναμη του να το σκας ακόμη και από τον ίδιο σου τον εαυτό. Ο Ρολάν Μπαρτ σε επιστολή που έστειλε στον σκηνοθέτη στέκεται στην αξία ενός έργου που «μεταφέρει την κρίση νοήματος στην καρδιά των προσώπων» και στο γεγονός πως η ιστορία του ήρωα «διατρέχεται από μια σταθερή, επώδυνη όσο και απαιτητική κριτική αυτής της διατύπωσης, του νοήματος που ονομάζουμε πεπρωμένο».
Ενας μοντερνιστής
Ομως το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» είναι κυρίως η περιπέτεια του βλέμματος. Του θεατή αλλά και των χαρακτήρων του φιλμ προς ένα αλληγορικό τοπίο ερήμωσης και αβάσταχτης μοναξιάς. Ο Αντονιόνι υπήρξε πρωτοπόρος του μοντερνισμού στο σινεμά, εισάγοντας δραματουργικές και υφολογικές καινοτομίες, κυρίως ως προς τη διαχείριση των χώρων και της κίνησης σωμάτων και κάμερας εντός αυτών. Αν δείτε το φιλμ, αποκλείεται να μην παρατηρήσετε το ράθυμο, κουρασμένο περπάτημα του Νίκολσον. Ο Αμερικανός σταρ, σύμβολο ενός λαμπερού κόσμου μεν, με έντονες σκιές δε, μεταμορφώνεται στον ιδανικό πομπό μιας εντελώς προσωπικής επιλογής του σκηνοθέτη για το πλάνο σεκάνς και αποδραματοποίησης της δράσης. Με το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» ο Αντονιόνι ολοκληρώνει την προσωπική του κατάθεση στην κινηματογραφική γλώσσα με εικαστικά ανυπέρβλητα και μεγαλειώδη μονοπλάνα που περιέχουν φλας μπακ, voice over κ.ο.κ. Η τελική κατάληξη αυτής της συναρπαστικής περιπλάνησης έχει τη μορφή ενός μυθικού πλάνου. Στα επτά λεπτά του φινάλε που κατέγραψε ο διευθυντής φωτογραφίας Λουτσιάνο Τόβολι ξετυλίγεται το πιο γνωστό μονοπλάνο της ιστορίας του σινεμά. Πρόκειται για ένα τεχνικό όσο και υφολογικό και δραματουργικό επίτευγμα. Στο ξενοδοχείο του ισπανικού χωριού η κάμερα εστιάζει στο ξαπλωμένο κορμί του ήρωα και στη συνέχεια «πετάει» έξω από το παράθυρο προς την απεραντοσύνη του ανοιχτού ορίζοντα, χάρη σε ένα αξεπέραστο, γεμάτο τεχνικές καινοτομίες travelling. Η τεχνική και ιδεολογική σημασία της εν λόγω σκηνής αναλύεται ακόμη και σήμερα στις σχολές κινηματογράφου.
Ο Αντονιόνι με το φιλμ αυτό μιλά και πάλι για τα αγαπημένα του θέματα που δεν έπαψαν στιγμή να τον απασχολούν. Την παρακμή της δυτικής κοινωνίας, την αδυναμία εξέλιξης, το νόημα της ύπαρξης, την αποξένωση σε μια ζωή που όσο πιο τακτοποιημένη δείχνει τόσο πιο βαθιά βουτά στο κενό. Μετά το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» ο Αντονιόνι πειραματίστηκε με το βίντεο στα «Μυστήρια του Ομπερβαλντ» και ήδη χτυπημένος από ένα πρώτο εγκεφαλικό επέστρεψε στην Ιταλία για ένα ακόμη κομψοτέχνημα, την «Ταυτότητα μιας γυναίκας». Για τον Τζακ Νίκολσον το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» είναι η πιο αγαπημένη ταινία που συμμετείχε ποτέ, αγοράζοντας μάλιστα τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του έργου.
Διαχρονικά επιδραστική
Η επίδραση της ταινίας δεν έχει χάσει τίποτε από τη φλόγα και την έντασή της παρότι έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από την πρώτη προβολή. Ο Αντονιόνι κατάφερε να εκφράσει με ανεπανάληπτη ομορφιά το αίσθημα της μελαγχολίας που κυριάρχησε σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1970. Οπως λέει ο Ρόμπερτ Κέλερ: «Θυμάμαι ακόμη την πρώτη φορά που είδα το φιλμ, στο screening room της MGM, πώς επέδρασε στο μυαλό μου. Πώς έχασα τον δρόμο μου για το πάρκινγκ των στούντιο. Για πρώτη φορά ένας κινηματογραφιστής κατόρθωσε να γυρίσει αυτό που δεν κινηματογραφείται, να συλλάβει τη φυσική πραγματικότητα της διαδικασίας του ξεθωριάσματος και της τελικής εξαφάνισης του βλέμματος». Επίσης, ο Χρήστος Βακαλόπουλος είχε γράψει για την ταινία: «Η καταγγελία όμως της αυθεντίας του “δημιουργού” και του ιερού δημιουργήματός του, ακριβώς επειδή αρθρώνεται και αναπτύσσεται μέσα στην ίδια την ταινία (δεν είναι το αποτέλεσμα δηλαδή μιας ακαθόριστης σχέσης της ταινίας με τον θεατή), δεν φετιχοποιείται, δεν προσπαθεί να “καταστρέφει” τον κινηματογράφο γενικά, δεν περιέχει την αυταπάτη της “ανατροπής του θεάματος μέσα απ’ το ίδιο το θέαμα”. Αντίθετα, μια τέτοια καταγγελία, αποφεύγοντας να γίνει το αγαπημένο φετίχ του θεατή, είναι το πρώτο βήμα, η απαραίτητη προϋπόθεση για το χτίσιμο ενός πραγματικά μοντέρνου κινηματογράφου».
Το «Επάγγελμα ρεπόρτερ» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών το 1975, αλλά έφυγε με άδεια χέρια από την Κρουαζέτ καθώς ο Χρυσός Φοίνικας κατέληξε στο ξεχασμένο από όλους σήμερα «Τα χρόνια της φωτιάς» του Αλγερινού Μοχάμεντ Λακχντάρ-Χαμινά. Καμιά πίκρα για τον μοναχικό φιλόσοφο του κινηματογράφου, που είχε συνηθίσει πλέον οι δημιουργίες του να αναγνωρίζονται κατόπιν εορτής. Σήμερα το φιλμ «Επάγγελμα ρεπόρτερ» θεωρείται ένα από τα πλέον επιδραστικά στην ιστορία της έβδομης τέχνης.