Η Πατρίσια Χάισμιθ και το μυθιστορηματικό alter ego της, ο Τομ Ρίπλεϊ, έχουν πιο πολλά κοινά στοιχεία από όσα φαντάζεται κανείς.
Ηταν (σχεδόν) τόσο ταλαντούχα όσο ο Τομ Ρίπλεϊ, ο πιο γνωστός αντιήρωάς της, που έχει στοιχειώσει όχι μόνο τις σελίδες των μυθιστορημάτων της αλλά και τη μεγάλη οθόνη. Η διάσημη Αμερικανίδα συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ και το μυθιστορηματικό alter ego της, που υπέγραφε ως Τομ Π. Ρίπλεϊ από το αρχικό του ονόματός της, ήρθαν για ακόμη μια φορά στο προσκήνιο με τη σειρά «Ρίπλεϊ» που προβάλλεται στην πλατφόρμα Netflix.
Η δεξιοτέχνης του ψυχολογικού θρίλερ και του αμερικανικού νουάρ είχε υπαινιχθεί πολλές φορές ότι έμοιαζε με τον serial killer ήρωά της, ο οποίος παραμένει διαχρονικά δημοφιλής παρά τα ειδεχθή εγκλήματά του. Γι’ αυτό εξάλλου δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί και έγραψε πέντε βιβλία με πρωταγωνιστή τον αμετανόητα εγκληματικό και ψυχοπαθή Ρίπλεϊ από το 1955 μέχρι το 1991, λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό της το 1995. H δημιουργός του Ρίπλεϊ ερωτεύτηκε τον χαρισματικό Τομ τόσο πολύ ώστε έκανε τα πάντα για να τον αγαπήσει και το κοινό της.
Η παιδική ηλικία της Χάισμιθ ήταν προβληματική, όπως και του Τομ. Γεννήθηκε στο Τέξας το 1921 και πολύ μικρή μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα και τον πατριό της. Οι γονείς της είχαν χωρίσει λίγες μέρες προτού γεννηθεί. Στην εφηβεία η μητέρα της τη στέλνει πίσω στο Τέξας και στη γιαγιά της. Η νεαρή Πατρίσια βιώνει μια τόσο ισχυρή αίσθηση εγκατάλειψης που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει. Στη δημιουργία της σχέσης αγάπης και μίσους, λατρείας και απέχθειας ανάμεσα σε μητέρα και κόρη σημαντικό ρόλο έπαιξε, όπως έχει εξομολογηθεί η ίδια, η αποκάλυψη της μητέρας της ότι είχε καταναλώσει νέφτι στην εγκυμοσύνη προκειμένου να την ξεφορτωθεί.
Οποια κι αν είναι η αλήθεια για τα παιδικά και εφηβικά χρόνια της Χάισμιθ, μάλλον δεν διαφέρουν και πολύ από του Τομ, ο οποίος είχε υποστεί πολλές μορφές κακοποίησης ως παιδί. Ισως γι’ αυτό υπέφεραν και οι δυο από την ίδια έλλειψη αυτοεκτίμησης αλλά και την ίδια ανάγκη προσκόλλησης στο αμερικανικό όνειρο. Τόσο ο ήρωας όσο και η συγγραφέας ήξεραν να κρύβουν καλά τον φόβο και τον θυμό τους πίσω από τις μεγάλες προσδοκίες τους και την εμμονή τους να εκδικηθούν όλους όσοι θεωρούσαν ότι τους πρόδωσαν, τους εγκατέλειψαν ή τους τιμώρησαν. Οπως έχει πει η συγγραφέας: «Κανένα μυθιστόρημα δεν ήταν πιο εύκολο για μένα να το γράψω. Είχα πάντα την αίσθηση ότι το έγραφε ο ίδιος ο Ρίπλεϊ κι εγώ απλώς το δακτυλογραφούσα». Εξάλλου ο ήρωάς της δεν γεννήθηκε εξ ολοκλήρου στο μυαλό της. Τον είδε απ’ το μπαλκόνι της όταν είχε επισκεφτεί το Ποζιτάνο το 1952. Ηταν ένας μοναχικός νεαρός με σορτς, σανδάλια και μια πετσέτα στον λαιμό, κάπως απόμακρος και προβληματισμένος. Οπως ακριβώς ο Ρίπλεϊ που παρακολουθούσε από μακριά το μελλοντικό θύμα του, τον πλούσιο και ανέμελο Ντίκι Γκρίνλιφ στο μυθιστόρημα.
Η Χάισμιθ υπήρξε ακραία προσωπικότητα, με λίγους φίλους και περισσότερους εχθρούς, τους οποίους δημιουργούσε μόνη της. Αλκοολική, προσβλητική και ειρωνική, πάλευε με τους δαίμονες και τη σεξουαλικότητά της, που έφτανε στα όρια της σεξομανίας, κυρίως με γυναίκες, τις οποίες εκμεταλλευόταν συναισθηματικά χωρίς τύψεις. Είναι γνωστό ότι είχε πολλές σεξουαλικές επαφές ακόμη και την ίδια μέρα, όπως είναι επίσης γνωστό ότι της άρεσε να προκαλεί με την κοινωνική συμπεριφορά της. Οπως τότε που έφτασε σε ένα επίσημο δείπνο με τριάντα σαλιγκάρια στην τσάντα της, τα οποία απελευθέρωσε πάνω στο λινό τραπεζομάντηλο. Ή όπως τότε που έφτασε στο σημείο να πει ότι δυστυχώς στο Ολοκαύτωμα έγινε μισή δουλειά γιατί δεν εξολοθρεύτηκαν όλοι οι Εβραίοι… Σίγουρα δεν ήταν εύκολο να είσαι ευφυής και ταλαντούχα ομοφυλόφιλη γυναίκα στη μεταπολεμική συντηρητική και πατριαρχική Αμερική. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να εξηγήσει τον αντισημιτισμό και τον μισογυνισμό της ούτε την οριακή συμπεριφορά της που άγγιζε το γκροτέσκο ούτε βέβαια την άγρια χαρά που αντλούσε φέρνοντας εχθρούς και φίλους σε δύσκολη θέση.
Ενας (τηλεοπτικός) ήρωας που διχάζει
Διχασμένο είναι το κοινό και οι κριτικοί για την τελευταία μεταφορά του μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ, τη μίνι τηλεοπτική σειρά «Ρίπλεϊ», που προβάλλεται από την πλατφόρμα Netflix. Αλλοι μιλούν για ένα ασπρόμαυρο αριστούργημα («Guardian», «Times»), άλλοι θεωρούν παντελώς λάθος την επιλογή του πρωταγωνιστή Αντριου Σκοτ («Variety») ή μιλούν συγκαταβατικά για μια αξιοπρεπή προσαρμογή («Ιndependent»). Η αλήθεια είναι ότι η σειρά, αν και διαθέτει υπέροχη φωτογραφία και ενδιαφέρουσες λήψεις, στερείται γοητείας. Οχι γιατί οι ηθοποιοί, το σενάριο ή η σκηνοθεσία του Στίβεν Ζέιλιαν δεν κάνουν τα πάντα για να εντυπωσιάσουν το κοινό, αλλά ακριβώς γι’ αυτό. Η υπερπροσπάθεια φαίνεται σε μια φιλόδοξη σειρά που μοιάζει στοιχειωμένη από τις ταινίες που έχουν προηγηθεί, κυρίως εκείνης του Αντονι Μινγκέλα με τον τόσο ανθρώπινο, αυθόρμητο και ορμητικό με όλη τη δύναμη της νιότης του Τομ Ρίπλεϊ/ Ματ Ντέιμον, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του. Ο βραβευμένος Ιρλανδός ηθοποιός Αντριου Σκοτ δεν διαθέτει τίποτε από τα παραπάνω, όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας του (είναι 47 ετών), αλλά εξαιτίας της ώριμης και ψυχρής ματιάς του που σκιάζει ακόμη και τις πιο στιλπνές αντανακλάσεις του εμβληματικού ιταλικού τόπου του δράματος. Γιατί αυτή ακριβώς η ψυχολογική αντίθεση φωτός και σκιάς, ήλιου και σκοταδιού είναι που κάνει τόσο το μυθιστόρημα όσο και την ταινία του Μινγκέλα αριστουργήματα. Αν την αφαιρέσεις, δεν μένει παρά ένα εγκεφαλικό δημιούργημα, τέλειο αλλά άψυχο, κομψό αλλά τεχνητό, φτιαγμένο με διαβήτη και όχι με σάρκα και αίμα.
Οι κινηματογραφικοί Ρίπλεϊ
Ο αντιήρωας της Πατρίσια Χάισμιθ δεν είναι μόνο ένας από τους πιο ιντριγκαδόρικους χαρακτήρες που έχουν υπάρξει ποτέ στον χώρο της λογοτεχνίας αλλά και ένας ιδανικός κινηματογραφικός πρωταγωνιστής που έχει μεταφερθεί ήδη πέντε φορές στο σινεμά. Αφήνουμε στην άκρη την υποτονική απόπειρα της Λιλιάνα Καβάνι το 2002 με το «Παιχνίδι του Ρίπλεϊ» και τον Τζον Μάλκοβιτς στον κεντρικό ρόλο, το οποίο εστιάζει στην ψυχαναλυτική μελέτη του περιθωριακού και ψυχολογικά ασταθούς δολοφόνου ή την άστοχη του Ρότζερ Σπότισγουντ («Ο Ρίπλεϊ κάτω απ’ το χώμα») το 2005 με τον Μπάρι Πέπερ ως παγιδευμένο Ρίπλεϊ να επιχειρεί να καλύψει κάπως ατσούμπαλα τα ίχνη του, για να εστιάσουμε στα τρία πρόσωπα του σκοτεινού ήρωα της Χάισμιθ που ξεχώρισαν στη μεγάλη οθόνη. Το ερώτημα για το ποιος από τους Αλέν Ντελόν, Ντένις Χόπερ και Ματ Ντέιμον είναι ο πιο πειστικός Ρίπλεϊ παραμένει.
«Γυμνοί στον ήλιο»
(1960, Αλέν Ντελόν)
Ο Ρενέ Κλεμάν, πρώτος από όλους, διακρίνει στη λογοτεχνική φλέβα του αντιήρωα της Χάισμιθ τα ψήγματα ενός δυνατού κινηματογραφικού χαρακτήρα. Η κατά πολλούς καλύτερη κινηματογραφική διασκευή του «Ταλαντούχου κυρίου Ρίπλεϊ» συνδέει την αμφισημία μιας ολόκληρης εποχής (τα 60s της αμφισβήτησης) με την ακαταμάχητη ερωτική καλοκαιρινή αύρα: η φωτογραφία του Ανρί Ντεκέ και η μουσική του Νίνο Ρότα αναδεικνύουν μια ηλιόλουστη και σαγηνευτική Ιταλία που κυριολεκτικά θαμπώνει το βλέμμα. Το σενάριο του Κλεμάν μένει αρκετά πιστό στην πρωτότυπη ιστορία. Ο τυχοδιώκτης Τομ Ρίπλεϊ ταξιδεύει από το Σαν Φρανσίσκο στην Ιταλία κατ’ εντολή του πατέρα του Φίλιπ Γκρίνλιφ προκειμένου να πείσει τον άσωτο και κακομαθημένο γιο του δεύτερου να επιστρέψει σπίτι του. Ο Τομ γίνεται φίλος με τον Φίλιπ και μαζί με την αρραβωνιαστικιά του δεύτερου Μαρτζ (Μορίς Ρονέ και Μαρί Λαφορέ αντίστοιχα στους ρόλους) περνούν ξένοιαστες διακοπές μαζί τους στη νότια Ιταλία, ξεχνώντας για λίγο την αποστολή του. Βάζοντας στο κέντρο του κάδρου του δύο αντρικούς χαρακτήρες που ανταγωνίζονται σε πολλαπλά επίπεδα, ο Κλεμάν εστιάζει στην αινιγματική φιγούρα και στον ερωτισμό του Ρίπλεϊ, προσδίδοντας στο φιλμ έναν εύθραυστο αλλά και επικίνδυνο αισθησιασμό. Ο Κλεμάν δίνοντας στον Ντελόν τον πρώτο σημαντικό ρόλο της καριέρας του (ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο είναι ο ρόλος που θα ακολουθεί τον Γάλλο σταρ για καιρό) του χαρίζει ταυτόχρονα το διαβατήριο για μια αξιοθαύμαστη διεθνή καριέρα.
«Ενας Αμερικανός φίλος»
(1977, Ντένις Χόπερ)
Εχοντας κερδίσει την εκτίμηση της κριτικής χάρη στα αριστοτεχνικά υπαρξιακά δράματά του («Η αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», «Στο πέρασμα του χρόνου», «Η Αλίκη στις πόλεις»), ο Βιμ Βέντερς αναλαμβάνει να μεταφέρει στο σινεμά το γραμμένο τα 1974 μυθιστόρημα της Χάισμιθ «Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ». Η αγάπη του Γερμανού για το αμερικανικό νουάρ καθιστά το φιλμ του «μια ματιά χωρίς νοσταλγία πάνω στο αμερικανικό σινεμά», σύμφωνα με δήλωση του ίδιου. Εδώ ο Τομ Ρίπλεϊ (Ντένις Χόπερ) ζει κάνοντας κομπίνες χάρη στους ψεύτικους πίνακες που σχεδιάζει ξεπεσμένος ζωγράφος (ο σκηνοθέτης Νίκολας Ρέι στον ρόλο), τους οποίους πουλάει στη γερμανική αγορά. Οταν όμως ένας κορνιζοποιός (Μπρούνο Γκανς) που πάσχει από λευχαιμία αντιλαμβάνεται την απάτη του ο Ρίπλεϊ βάζει σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο. Ο Χόπερ είναι ένας στυγνός, εμμονικός (το έναυσμα για την καταστροφή του κορνιζοποιού δεν είναι η ανακάλυψη της κομπίνας αλλά ένα προσωπικό ζήτημα) και ανυποχώρητος Ρίπλεϊ, που δεν κρύβει τη διαστροφή του. Στο μεθοδικά δομημένο θρίλερ του (ομοιότητες με την χιτσκοκική τεχνική τού «Ο άγνωστος του εξπρές» που επίσης βασιζόταν σε μυθιστόρημα της Χάισμιθ) ο Βέντερς φτιάχνει έναν Ρίπλεϊ απόλυτα μεφιστοφελικό, που ζει και αναπνέει γύρω από την ορμή του θανάτου. Ο Χόπερ αγκαλιάζει με θέρμη το μακάβριο παιχνίδι του ήρωά του με τον χρόνο, φτιάχνοντας έναν ανεπανάληπτο και απέραντα μηδενιστή Ρίπλεϊ.
«Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ»
(1999, Ματ Ντέιμον)
Η διάθεση να επανασυστήσει το εμβληματικό μυθιστόρημα της Χάισμιθ που γράφτηκε το 1955 και κυρίως η σύγκριση με την κλασική ταινία του Κλεμάν δεν απέτρεψαν τον Αντονι Μινγκέλα από το να δημιουργήσει έναν πιο ανθρώπινο Ρίπλεϊ. Ο φτωχός και δίχως προσωπική γοητεία τυχοδιώκτης του Ματ Ντέιμον βρίσκεται μακριά από την εξωπραγματική ομορφιά του Ντελόν, αφήνοντας μάλιστα ελεύθερο πεδίο δράσης στον Τζουντ Λο που ως κακομαθημένος Ντίκι κλέβει συχνά την παράσταση (ειδικά όταν τραγουδά το «Tu vuò fà l’americano»). Ο σκηνοθέτης του «Αγγλου ασθενή» ποντάρει στο γερό δέσιμο –και ενίοτε στην ομοιότητα– των δύο βασικών χαρακτήρων προκειμένου να αφηγηθεί την προσωπική ιστορία του Ρίπλεϊ. Ενός χαρακτήρα που δεν έχει ακόμη συνείδηση της πραγματικής του ταυτότητας και σχεδόν από κάποια τερτίπια της τύχης αρχίζει να χτίζει την ανήθικη καριέρα του πάνω στην απάτη της πλαστογραφίας (που με τη σειρά της βασίζεται στο ταλέντο του στον μιμητισμό) και στο απεχθές έγκλημα. Ο Μινγκέλα ποντάρει τα μάλα στην κρυπτοομοφυλοφιλική πλευρά του ήρωά του και τη γοητεία του ηλιόλουστου ιταλικού τοπίου. Η Καμπανία και η Ρώμη των 50s μοιάζουν με μέρη όπου κάθε αμαρτία μπορεί να εκδηλωθεί ελεύθερα χωρίς υποψία τιμωρίας. Εκεί ακριβώς ποντάρει κι ο φτωχός Τομ για να μπορέσει να ξεφύγει από την προδιαγραμμένη μοίρα του.