Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Docville με το Documento τον Απρίλη του 2018.
Σέρνει τη σιδερένια πόρτα της αυλής. Με αγκαλιάζει, με φιλάει και με καλωσορίζει σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Τον συναντώ στο σπίτι του στη Λούτσα που βρίσκεται πάνω στο ύψωμα και έχει θέα μέχρι την Εύβοια. Παντού γαλάζιο και πράσινο. «Εδώ είναι το ησυχαστήριό μου» λέει καθώς μου δείχνει τις τριανταφυλλιές του.
Φωτογραφίες InTime News / Γιάννης Λιάκος – Προσωπικό αρχείο Γ. Φλωρινιώτη
Τον ρωτάω αν τις έχει φυτέψει ο ίδιος. «Ναι, μου αρέσει τόσο να ασχολούμαι με τη γη. Στον πίσω κήπο βάζω ντομάτες και ζαρζαβατικά το καλοκαίρι» απαντά και μετά βίας ακούω τι λέει από τα γαβγίσματα της λευκής σκύλας του που είδε ξένους και ανησύχησε. Μπαίνουμε στο σαλόνι, μου ζητά να καθίσω δίπλα του στον καναπέ με το λεοπάρ ριχτάρι και αρχίζει να μου αφηγείται.
«Ποτέ δεν τραγούδησα καθιστός»
Γεννήθηκα στη Φλώρινα. Εξού και το Φλωρινιώτης. Το πραγματικό μου επώνυμο είναι Αποστολίδης. Έχασα μικρός τον πατέρα μου. Η μητέρα μου δυσκολευόταν να μεγαλώσει μόνη της τρία παιδιά κι έτσι πήγα να ζήσω με τη γιαγιά μου. Λίγο αργότερα με έβαλαν στο ορφανοτροφείο, δεν ρώτησα ποτέ γιατί. Τα άλλα δύο αδέρφια μου τα έδωσαν για υιοθεσία. Στο ορφανοτροφείο ήμουν ο σταρ. Όλο χόρευα και τραγουδούσα. Όμως ήταν δύσκολα. Μας χτυπούσαν συνέχεια κι έτσι κάποια στιγμή έγραψα στη γιαγιά μου ότι αν δεν ερχόταν να με πάρει θα αυτοκτονούσα.
Με πήγαν σε άλλο ορφανοτροφείο για να μάθω μια τέχνη, αλλά τι τέχνη να μάθω, εγώ ήθελα μόνο να τραγουδάω. Στα 13 μου πρωτοτραγούδησα σε μαγαζί. Την επόμενη μέρα πήγα για μάθημα στη σχολή και το έσκασα. Στενοχωριόμουν εκεί. Να φανταστείς, για δυο χρόνια μάθαινα ηλεκτρολόγος και δεν ξέρω να αλλάζω ούτε ασφάλεια. Το μαγαζί που σου λέω, οι Μηλιές, ήταν δίπλα από το σπίτι μου. Ηταν ένα καλοκαιρινό μπουζουξίδικο και γύρω γύρω είχε βράχια και συρματοπλέγματα. Σκαρφάλωνα για να μπορώ να βλέπω και η μάνα μου φώναζε από κάτω.
Κάποια στιγμή της ζήτησα να πιάσει τον επιχειρηματία να του ζητήσει να πω δυο τραγουδάκια. Εκείνος δέχτηκε. Ποτέ δεν τραγούδησα καθιστός, δεν μπορούσα. Στον επιχειρηματία άρεσα αλλά δεν μπορούσε να με πάρει κανονικά στο μαγαζί γιατί ήμουν ανήλικος. Δύο μήνες μετά χτύπησε την πόρτα μας. Είπε στη μάνα μου «ντύσε γρήγορα τον γιο σου και φέρ’ τον στο μαγαζί». Εκείνη τη μέρα την είχαν κοπανήσει οι δύο τραγουδιστές του και βρέθηκε με ένα μαγαζί γεμάτο κόσμο χωρίς τραγουδιστή. Ήταν σε απόγνωση. Μου είπε «θα λες ότι είσαι 16 για να μην έχουμε πρόβλημα». Κι αυτό το κράτησα μέχρι τα πενήντα μου. Πενήντα ήμουν, πενήντα τρία έλεγα.
Από τους ρεμπέτες στα περίστροφα
Από κει άρχισα, έκανα ρεπερτόριο και έφυγα για τη Θεσσαλονίκη. Δεν ήταν εύκολα στην αρχή. Μέχρι να βρω κάπου να τραγουδάω πούλαγα κουλούρια στον δρόμο και αργότερα σπόρια στους κινηματογράφους. Τότε ακόμη στα μαγαζιά με διαφήμιζαν ως «μικρό Γιαννάκη». Ξεκίνησα να δουλεύω σε ένα μαγαζί που στη μαρκίζα με έγραφε έτσι. Μεγάλωνα όμως, 18 χρονών είχα πάει, ακόμη μικρός Γιαννάκης θα ήμουν; Είπα στον επιχειρηματία να αλλάξει το όνομά μου και μου απάντησε ότι ήταν ακριβές τέτοιου τύπου αλλαγές. Ε, τα μάζεψα κι εγώ κι έφυγα. Δύο μέρες μετά ήρθε και με πήρε πίσω στο μαγαζί «έλα» μου λέει «σου έχω μια έκπληξη». Φτάνοντας απ’ έξω είδα με τεράστια φωτεινά γράμματα «Γιάννης Φλωρινιώτης». «Εσύ είσαι αυτός» μου είπε. Κι έτσι μου έμεινε το όνομα.
Το μαγαζί αυτό λεγόταν Ξημερώματα και κάθε 15 μέρες έφερνε κάποιον μεγάλο δάσκαλο του ρεμπέτικου. Είχα τη χαρά και την τιμή να συνεργαστώ με τον Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. Εκείνη την εποχή ήμασταν μαζί με τη Ρίτα Σακελλαρίου. Στο δικό μου πρόγραμμα ήταν και η Μαριώ, που τότε τη λέγανε Μαρία Σταματίου. Η Μαριώ τότε έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε ελαφρολαϊκά και μου έκανε σεκόντο. Στο λαϊκό πρόγραμμα ήταν η Μαριάνθη Κεφαλά, από τα μεγαλύτερα ονόματα της Θεσσαλονίκης στο λαϊκό.
Το 1968 μου έγινε μια πρόταση για το Τορόντο του Καναδά. Μετά πήγα στο Μόντρεαλ και μετά στο Σικάγο. Ο κόσμος με αγάπησε πάρα πολύ, με είχαν σαν παιδί τους, με φιλοξενούσαν στα σπίτια τους, με γυρίζανε σε όλα τα μαγαζιά, στα ωραιότερα ρεστοράν. Τις τελευταίες μέρες που ήταν να φύγω όλοι κλαίγανε και στο Μόντρεαλ και στο Τορόντο και στο Σικάγο. Ξαναδούλεψα στην Αμερική το 1987, που έκατσα επτά μήνες στο Λος Αντζελες. Κάθε μέρα στο μαγαζί που λεγόταν Athenian Gardens ερχόταν ο Αϊκ Τέρνερ, ο πρώην άντρας της Τίνα Τέρνερ. Με τη Σίρλεϊ ΜακΛέιν είχαμε βγει έξω για φαγητό. Στο Λος Αντζελες εκείνη την εποχή έπαιζαν πολλά ναρκωτικά. Ποτέ δεν πήρα, όπως ποτέ δεν έπαιξα τζόγο.
Στην πρώτη φάση που έφυγα από την Ελλάδα, δηλαδή στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μάζευα λεφτά να πάρω ένα σπίτι για να καταφέρω να πάρω μαζί τα αδέρφια μου. Ο κόσμος ήξερε την ιστορία μου και με γέμιζε δώρα. Εστειλα λεφτά στη μάνα μου, αγόρασε ένα σπίτι στον Κορυδαλλό κι έτσι καταφέραμε και μαζευτήκαμε όλοι εδώ. Όταν ήρθα να δουλέψω στην Αθήνα δεν με ήξερε ο κόσμος. Είπα στον εαυτό μου «Φλωρινιώτη, θα το πας από την αρχή και σύντομα θα βρεθείς στο καλύτερο μαγαζί των Αθηνών». Το πρώτο μαγαζί που δούλεψα ήταν στου Ρέντη. Ηταν το πιο άγριο της εποχής, γίνονταν όλο φασαρίες. Οταν πήγαινα για δουλειά έλεγα από μέσα μου «Θεέ μου, κάνε κι απόψε να φύγω ζωντανός». Το χορευτικό στιλ και το εκκεντρικό μου ντύσιμο άρεσε στον κόσμο γενικά, αλλά όχι στους βαρύμαγκες που έρχονταν εκεί. Έτσι άρχισαν να φεύγουν και να έρχονται οικογένειες. Έκανα το μαγαζί εκκλησία.
Ο επιχειρηματίας για τρεις σεζόν με κρατούσε με το περίστροφο στον κρόταφο για να μη φύγω. Μια φορά που έφυγα και πήγα να δουλέψω στην εθνική οδό, ήρθε στην πρεμιέρα μου με το περίστροφο και έκανε φασαρία. Ο επιχειρηματίας που το είχε όμως ήταν αστυνομικός και φίλος του και του είπε: «Άσ’ το το παιδί να δουλέψει τη σεζόν και θα σ’ τον ξαναστείλω την επόμενη». Και όντως ξαναπήγα στου Ρέντη. Την πρώτη φορά που δούλεψα εκεί, το μαγαζί λεγόταν Στελάκης ο Μουστάκας. Τη δεύτερη μετονομάστηκε σε Όνειρο, για ευνόητους λόγους. Μα, το σκέφτεσαι; Να βλέπεις απ’ έξω Στελάκης ο Μουστάκας και να μπαίνεις μέσα και να βλέπεις λαλαλά και στρας; Δεν γίνεται.
Στην Αθήνα δούλεψα ξανά με τη Ρίτα Σακελλαρίου, τον Πάνο Γαβαλά, την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, δηλαδή με όλους τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες της εποχής που λάτρευα. Έφτασα κάποια στιγμή να δουλεύω στη δεκαετία του ’80 στα Δειλινά, που ήταν το μεγαλύτερο μαγαζί της εποχής. Μεταξύ άλλων είχε φέρει ενενήντα χορευτές από το Χόλιγουντ. Όμως εγώ είχα πρόβλημα με τον επιχειρηματία γιατί δεν με άφηνε να μιλάω με τον κόσμο. Εγώ στα μικρά μαγαζιά είχα μάθει να κάθομαι στις παρέες, να μιλάμε, να ακούω τα προβλήματά τους. Στο μεγάλο έπρεπε οι τραγουδιστές να είμαστε κλεισμένοι μέσα στο καμαρίνι μέχρι να βγούμε στην πίστα και μετά να ξαναμπαίνουμε στο καμαρίνι σαν τα πουλάκια στο κλουβί. Με φώναξε μια μέρα και μου είπε: «Κοίτα να δεις, δεν θα ξανακαθίσεις με τον κόσμο, εδώ δεν είναι σκυλάδικο». Έτσι έφυγα από κει και έγινε μεγάλη φασαρία. Πού να σ’ τα λέω. Είπα τη Γιώτα Παναγιώτα.
Πολλές ζημιές γίνανε στις μεγάλες μου δόξες. Τα πρώτα τραπέζια έκαναν από ένα εκατομμύριο δραχμές λογαριασμό. Σαμπάνιες και λουλούδια να δεις! Βεβαίως, δεν ήταν εύκολο να χορεύουμε με τα λουλούδια στην πίστα, γιατί γλιστρούσαμε και πέφταμε κάτω. Με τα πιάτα είχα μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί τα πόδια μου ήταν μονίμως πληγωμένα. Άσε που χρειαζόμουν συνέχεια καινούργια παπούτσια. Τα πρώτα πιάτα ήταν από πορσελάνη, μετά λανσάρανε τα γύψινα, που όμως όταν σπάγανε βγάζανε αυτήν τη σκόνη που δεν μπορούσες να ανασάνεις.
Πειράζει που είναι φίρμα; Όχι, δεν πειράζει
Τον πρώτο μου δίσκο τον έκανα στο Σικάγο. Περιλάμβανε επιτυχίες του ’70, το «Κι εσύ θα φύγεις», την «Αγωνία», το «Ντιρλαντά». Η κανονική μου δισκογραφία ξεκίνησε το 1977 με τον Κώστα Ψυχογιό. Τότε έκανα το «Τώρα θέλω… τώρα» που έγινε χρυσός και αργότερα τη «Γιορτή αγάπης» που έγινε πλατινένιος και είχε μέσα το «Πειράζει που είμαι φίρμα». Χαμός έγινε τότε με αυτό το τραγούδι. Εγώ δεν το ήθελα στην αρχή. Όταν μου το έδωσε ο Ψυχογιός του είπα: «Έλα, βρε Κώστα μου, τι τραγούδι είναι αυτό; Γράψε μου κάνα καψούρικο σαν αυτά που έγραψες στη Ρίτα και στον Καφάση». Εν τω μεταξύ μου έγραψε αυτά τα τραγούδια τα μπιτάτα γιατί όταν έκανα τον πρώτο δίσκο μου ζήτησε να αλλάξω ντύσιμο για να ταιριάζει με τα τραγούδια του. Του είπα τότε: «Θα την κάνω τη θυσία, αλλά με πληγώνεις πολύ. Άμα δεν φοράω αυτά τα ρούχα δεν θα έχω ενέργεια». Πέρασαν δέκα μέρες κι εγώ έλεγα τα τραγούδια του φορώντας κάτι σκούρα ρούχα κι έκλαιγα από μέσα μου. Εν τω μεταξύ ο κόσμος επειδή με είχε συνηθίσει στο άλλο στιλ πήγαινε στον Ψυχογιό και του έλεγε: «ωραία τα τραγούδια που έδωσες στον Φλωρινιώτη αλλά τον έχεις βγάλει σαν καλόγερο, εμείς θέλαμε να τον δούμε να αστράφτει, να μπαίνουμε μέσα και να τον χαζεύουμε». Με έπιασε τότε ο Κώστας και μου είπε: «Ξαναβάλε τα ρούχα σου και στον άλλο δίσκο θα σου γράψω τραγούδια χορευτικά».
Όταν έκανα τον πρώτο δίσκο ήθελα κορίτσια όμορφα με ωραίες φωνές που να μπορούν να με συνοδεύουν στα σεκόντα. Μας είπε κάποιος για τις αδερφές Γαρμπή που μόλις είχαν ξεκινήσει. Τις είδαμε με τον Ψυχογιό και μας άρεσαν πάρα πολύ. Πήρα άλλες δυο κοπέλες τότε, την Κωνσταντίνου και την Τουμανίδου και κάναμε σόου – και η Ελένη Φιλίνη είχε περάσει από την ομάδα. Εκείνη την εποχή με πήρε τηλέφωνο ένας κουμπάρος μου και μου ζήτησε να πάρω κοντά μου έναν νεαρό, τον Βασίλη Λέκκα. Τρεις σεζόν τον είχα μαζί μου, σαν παιδί μου τον είχα. Μετά τον σύστησα στον Χατζιδάκι όταν μου έκανε την εκπομπή και τελικά τον πήρε κοντά του κι έκανε καριέρα.
Παρότι έλεγα τραγούδια του Χατζιδάκι στην Αμερική, δεν είχε τύχει να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον γνώρισα το 1980 όταν ήρθε στη Νέα Αθηναία μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν θαμώνας. Του ζήτησε ένα βράδυ να έρθει μαζί της στο μαγαζί, γιατί δεν της άρεσε που κάποιοι έλεγαν «πάμε στον Φλωρινιώτη να γελάσουμε». Ηρθε λοιπόν ο Χατζιδάκις, με άκουσε και ήρθε στο καμαρίνι και μου είπε: «Είσαι πολύ μεγάλος τραγουδιστής, άσ’ τους να λένε. Θα ’ρθεις να σου κάνω μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα». Και με έβαλε και τραγούδησα με τσέμπαλο, με κλασική κιθάρα, με σκέτο νταούλι χωρίς εφέ για να φανεί η φωνή μου. Έγινε μεγάλος ντόρος. Δεν μας τη συγχώρησαν ποτέ αυτή την εκπομπή. Δυο χρόνια έκαναν ουρά οι δημοσιογράφοι έξω από το καμαρίνι μου για να μου πάρουν συνέντευξη. Έπειτα από αυτό σε όσους έλεγαν ότι δεν είμαι καλός τραγουδιστής απαντούσα: «Πηγαίνετε να ρωτήσετε τον Χατζιδάκι».
Στη συνέχεια έκανα τον δίσκο με τη μελοποιημένη ποίηση. Δεν τον ήθελε καμία εταιρεία γιατί τον θεωρούσαν αντιεμπορικό κι έτσι έκανα εγώ την παραγωγή. Μετά έκανα έναν δίσκο με ποντιακά –η καταγωγή μου είναι από το Καρς– στη μνήμη του πατέρα μου, που έπαιζε λύρα και τραγουδούσε. Ακολούθησαν άλλοι δύο με ποντιακά. Ο τρίτος, το «Ποντιακό ξεφάντωμα», έσκισε. Σε τρεις μήνες πούλησε 50.000 αντίτυπα. Ήμουν ο πρώτος που πήρε χρυσό ποντιακό, χρόνια προτού πάρει ο Καζαντζίδης. Ακολούθησαν τα ποντιακά βιντεοκλίπ και οι ταινίες που μιλούσαμε ποντιακά, που έγιναν ανάρπαστες. Ακόμη και σήμερα όταν πηγαίνω στα παζάρια, οι Πόντιοι με αγκαλιάζουν και μου χαρίζουν την πραμάτεια τους. «Πάρ’ τα», μου λένε, «εμείς σε βλέπαμε στη Ρωσία και κλαίγαμε».
Δεν είχα ποτέ μάνατζερ. Διάφοροι που με είχαν πλησιάσει για να γίνουν μάνατζέρ μου μου έλεγαν «Εσύ θα κάθεσαι σπίτι κι εμείς θα τρέχουμε για τα πάντα, αλλά δεν θα ντύνεσαι έτσι, δεν θα λες τέτοιου είδους τραγούδια. Και με τον κόσμο δεν θα έχεις παρτίδες, θα έχεις επαφή μόνο με διανοούμενους». Κι εγώ απαντούσα: «άμα τα κάνω αυτά δεν θα είμαι ο εαυτός μου». Το εντυπωσιακό ντύσιμο μου άρεσε από μικρό παιδί. Όπου έβλεπα κάτι να αστράφτει έτρεχα να δω τι είναι. Μια μέρα μας πήγαν στην εκκλησία και είδα τον δεσπότη με τα πετράδια που άστραφταν στο καλυμμαύχι. Είπα τότε «δεσπότης θα γίνω». Δεν το έκανα για να εντυπωσιάσω, τα φοράω γιατί μου αρέσουν. Έχω πάνω από εκατό κοστούμια. Τα πιο πολλά σχέδια είναι δικά μου.
Όσο εύκολα γελάω, έτσι και κλαίω. Αλλά κλαίω μόνο για τους άλλους, όχι για τα δικά μου προβλήματα. Όταν δεν έχω τι να κάνω σπίτι βάζω και βλέπω στο YouTube τα επεισόδια του «Πάμε πακέτο» και λιώνω στο κλάμα. Και όταν τελειώνουν τα ξαναβλέπω από την αρχή. Ποιο είναι το σημαντικότερο ελάττωμά μου; Ότι ποτέ δεν λέω όχι. Σε ό,τι μου λένε λέω ναι, αν και την έχω πατήσει πολλές φορές. Είπα πολλές φορές ότι θα αλλάξω χαρακτήρα, αλλά δεν μπορώ, δεν το ’χω. Δεν βαριέσαι. Δόξα τω Θεώ, όλα καλά.
Διαβάστε επίσης:
Γιάννης Φλωρινιώτης: «Πολλές ζημιές γίνανε στις μεγάλες μου δόξες»