Στέκει στου δρόμου κάποια άκρη μοναχός
θαρρείς και κρύβει τη ντροπή του στο σκοτάδι
Όμως τι φταίει αν γεννήθηκε φτωχός
Τι φταίει αυτός αν της ζωής είναι ρημάδι
Αλήτη δίχως αγάπη με δίχως μάνα και δίχως σπίτι
Αλήτη μες στη μανία του βορρά μικρό σπουργίτι
Αλήτη
Δεν θα μπορούσε κάποιος εύκολα να σκεφτεί ότι αυτό το τραγούδι σε μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα και στίχους του Αλέκου Καγιάντα εξέφραζε απολύτως τον τρόπο που ένιωθε ο Αλέξανδρος Ιόλας. Τι σχέση μπορεί να είχε ο πολίτης του κόσμου που διέδωσε το έργο του Ρενέ Μαγκρίτ, του Μαξ Ερνστ και του Άντι Γουόρχολ, ο συνομιλητής του Καβάφη, ο φίλος του Σικελιανού και του Παλαμά με κάποιον που ένιωθε «της ζωής ρημάδι»;
Η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα στο βιβλίο της «Ο θείος μου Αλέξανδρος Ιόλας – Ο άνθρωπος πίσω από τον μύθο» (Εκδόσεις Μίνωας) γράφει για τη ζωή του παρουσιάζοντας στοιχεία άγνωστα ή ελάχιστα γνωστά στο ευρύ κοινό. Παρότι δεν είναι εύκολη η καταγραφή της ζωής κάποιου όταν ο συγγραφέας συνδέεται συναισθηματικά μαζί του, πόσω μάλλον όταν προέρχεται από την ίδια οικογένεια, η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα επιχειρεί να ρίξει φως στη ζωή του θείου της χωρίς να προσπαθεί να αποδείξει ότι επρόκειτο για άνθρωπο χωρίς ελαττώματα, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Αντιθέτως, η ισορροπημένη προσέγγιση είναι το μεγάλο ατού της αφήγησης που ρέει σαν το νερό – η συγγραφέας είναι ψυχολόγος, ιδιότητα που τη βοήθησε να κρατήσει τις σωστές συναισθηματικές αποστάσεις.
Ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 26 Μαρτίου 1908 και βαφτίστηκε Κωνσταντίνος Κουτσούδης, ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μιας ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας του με καταγωγή από τη Χίο βρέθηκε στην Αίγυπτο στα 16 του αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού. Αυτό τον επαγγελματικό δρόμο αρνήθηκε να ακολουθήσει ο Κωνσταντίνος, ξεκινώντας έτσι τη δύσκολη σχέση με τον πατέρα του. Όσο πιο κοντά βρισκόταν στον σεξουαλικό προσανατολισμό του, τόσο δύσκολα ένιωθε η οικογένειά του για εκείνον. Σε νεαρή ηλικία έφυγε από την Αίγυπτο, έγινε χορευτής και διέπρεψε στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Σύντομα ήρθε η στιγμή που επανεφευρίσκοντας την προσωπικότητά του άλλαξε και το όνομά του.
Κύρια χαρακτηριστικά του ήταν το πάθος για ό,τι έκανε (ο ίδιος πίστευε ότι αυτή είναι η μόνη συνταγή επιτυχίας), η οξυδέρκεια, η κοινωνικότητα και η προσαρμοστικότητα. Όταν στα 37 του ολοκλήρωσε τη σταδιοδρομία του στον χορό, αποφάσισε να ασχοληθεί με το εμπόριο τέχνης. Ωστόσο σιχαινόταν να τον χαρακτηρίζουν έμπορο τέχνης, θεωρούσε ότι ήταν υποτιμητικό σε σχέση με αυτό που έκανε. «Δεν πουλάω έργα. Κάνω τους ανθρώπους να ερωτευτούν τους πίνακες που εγώ αγαπώ» έλεγε.
Ο Ιόλας ζούσε με πάθος. Δεν τον ενδιέφερε να γίνει πλούσιος, δεν σεβόταν το χρήμα. Το αντιμετώπιζε σαν αναγκαίο κακό για να αποκτήσει πρόσβαση στην τέχνη και να γίνει ο ενδιάμεσος ώστε τα έργα να φτάσουν στον τελικό παραλήπτη. Όσοι τον γνώριζαν λένε και γράφουν για εκείνον ότι ήταν ευγενικός, χωρίς κακή πρόθεση, χωρίς μικροπρέπεια ο οποίος ωστόσο έπαιρνε μεγάλα ρίσκα που τον έβαζαν σε μεγάλους μπελάδες – δεν σκεφτόταν σαν επιχειρηματίας αλλά σαν καλλιτέχνης.
Ο Ιόλας βρισκόταν σε διαρκή κίνηση ακολουθώντας τη συμβουλή «αύξου αεί» του Άγγελου Σικελιανού – απεχθανόταν τις αργίες, τις θεωρούσε χαμένο χρόνο. Με έδρα του τη Νέα Υόρκη δραστηριοποιήθηκε ως γκαλερίστας στο Παρίσι, το Μιλάνο, στη Γενεύη, τη Μαδρίτη και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα όχι μόνο λόγω των οικονομικών ανοιγμάτων που είχε κάνει αλλά και εξαιτίας δημοσιευμάτων που τον ήθελαν εμπλεκόμενο σε κύκλωμα αρχαιοκαπηλίας καθώς και σε σεξουαλικά όργια με ανηλίκους. Το όνομά του στη χώρα μας έγινε ευρέως γνωστό κυρίως μετά θάνατον (πέθανε προσβεβλημένος από AIDS) μέσα από τα ρεπορτάζ που αφορούσαν την τύχη του σπιτιού του στην Αγία Παρασκευή, την περίφημη βίλα Ιόλα – ο ίδιος θύμωνε όταν το σπίτι του αναφερόταν σαν βίλα, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι βίλες υπάρχουν στην Κηφισιά και όχι στην Αγία Παρασκευή.
Η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα στο βιβλίο της δεν καταγράφει μόνο τις αναμνήσεις της από τον θείο της, αλλά παραθέτει έγραφα από επίσημες πηγές, δημοσιεύματα, μέρος της αλληλογραφίας του Ιόλα, καθώς και κείμενα γραμμένα από ανθρώπους που τον γνώρισαν, πραγματοποιώντας την υπόσχεση που του είχε δώσει το 1978, όταν της είχε ζητήσει να γράψει τη βιογραφία του. Όπως η ίδια σημειώνει ένας από τους λόγους που έγραψε την ιστορία της ζωής του ήταν γιατί «λόγια και μαρτυρίες χωρίς ντοκουμέντα, κοσμούν συχνά, ακόμα και σήμερα, διάφορα έντυπα, ενώ ανυπόστατοι ισχυρισμοί αναπαράγονται ανεξέλεγκτα και με μεγάλη ευκολία, συντηρώντας εις το διηνεκές φαιδρές φαντασιοπληξίες».