Η στρατηγική μας απέναντι στην Τουρκία

Η στρατηγική μας απέναντι στην Τουρκία

Η Τουρκία έχει μια σταθερή, αναθεωρητική στρατηγική απέναντι στη χώρα μας, η οποία συνδυάζεται με τη συνολική προσπάθειά της να αναδειχτεί σε περιφερειακή δύναμη, ναυτική δύναμη της Μεσογείου, παράγοντα της τελικής λύσης στη Συρία και τη Λιβύη και πρωταθλήτρια του παγκόσμιου ισλαμιστικού κινήματος, ιδίως του σουνιτισμού. 

Προωθεί αυτήν τη στρατηγική το τελευταίο διάστημα με ένα κρεσέντο επιθετικών κινήσεων, όπως η σύναψη του παράνομου συμφώνου Τουρκίας – Σάρατζ και ο πολλαπλασιασμός των παραβιάσεων του εναέριου χώρου μας με ποιοτικά αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά, για πρώτη φορά πάνω από τον Εβρο και τα μεγάλα μας νησιά. Το θέμα δεν είναι λοιπόν η στρατηγική της Τουρκίας, αλλά το κενό στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, κατεξοχήν στα ελληνοτουρκικά.

Η πρόσφατη απόφαση μετατροπής της Αγια-Σοφιάς σε τζαμί δεν αποτελεί διμερή διαφορά. Αποτελεί προκλητική και προσβλητική απόφαση όχι μόνο για εμάς τους Ελληνες και τους απανταχού χριστιανούς αλλά και για το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, την οποία θα πρέπει να κινητοποιήσουμε αποφασιστικά σε όλα τα επίπεδα. Για να είναι αποτελεσματική η κυβέρνηση σε αυτή την εθνική προσπάθεια πρέπει να ξεπεράσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις και παλινωδίες. Οσοι αντιμετωπίζουν με όρους σύγκρουσης πολιτισμών το μεγάλο αυτό θέμα ουσιαστικά υπηρετούν τη φιλοδοξία του προέδρου Ερντογάν να εμφανιστεί ως πρωταθλητής του όλου ισλάμ απέναντι στη Δύση. Να μη μας διαφεύγει δε ότι η απόφαση αυτή, όπως προανέφερα, έρχεται σε συνδυασμό και με τη συνεχώς αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα σε όλα τα μέτωπα. Αυτή δεν αντιμετωπίζεται απλώς με τη «διπλωματία της ενημέρωσης» των εταίρων μας στη βάση μιας ενεργητικής στρατηγικής που αυτήν τη στιγμή απουσιάζει.

Αυτό το κενό στρατηγικής βλάπτει τα συμφέροντα της χώρας, αντίθετα με την ενεργητική εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ που προωθούσε ταυτόχρονα μια θετική ατζέντα διαλόγου με στόχο την επίλυση του κυπριακού και των ελληνοτουρκικών αλλά και την ενεργή απάντηση απέναντι στις παραβιάσεις της διεθνούς νομιμότητας. Θετικό είναι ότι η κυβέρνηση με μεγάλη καθυστέρηση έρχεται να υιοθετήσει μέρος των προτάσεών μας, όπως για παράδειγμα η

πρόταση για προληπτικές κυρώσεις με ουσιαστικό περιεχόμενο, σε συνέχεια της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2019, την τελευταία φορά που εκπροσώπησε τη χώρα ο Αλέξης Τσίπρας. Θυμίζω τις δεκάδες δηλώσεις στελεχών και βουλευτών της ΝΔ κατά της χρήσης κυρώσεων ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές. Πάντως και τώρα αυτό γίνεται με παλινωδίες και αντιφάσεις, ακριβώς γιατί ο κ. Μητσοτάκης τελεί υπό ένα καθεστώς ιδιότυπης ομηρίας από την ακροδεξιά του πτέρυγα. Θα κρατούσε μυστική τη συνάντηση του Βερολίνου με την Τουρκία αν δεν είχε προηγηθεί η προειδοποίηση του κ. Σαμαρά ότι «δεν συζητάμε με πειρατές»;

Πρέπει άμεσα να επιστρέψουμε σε παρόμοια ενεργητική αλλά και πολυδιάστατη πολιτική. Να επεκτείνουμε άμεσα τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο και να ολοκληρώσουμε τη διαπραγμάτευση για οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο και την Αλβανία. Να παίξουμε αποφασιστικά το χαρτί της Ευρώπης. Η Ελλάδα πρέπει να επιδιώξει κατά τη γερμανική προεδρία άμεση συμμετοχή της χώρας μας στον ευρωτουρκικό διάλογο ώστε να γίνουν οι κόκκινες γραμμές μας κόκκινες γραμμές της Ευρώπης. Να ξεκινήσει πάλι ο ελληνοτουρκικός διάλογος

με όρους διεθνούς δικαίου και με τη δική μας ατζέντα, όχι αυτή που ενδεχομένως επιχειρήσουν να επιβάλουν άλλοι. Να ζητήσει να αποφασιστούν συμπληρωματικές κυρώσεις απέναντι σε νέα εργαλειοποίηση του προσφυγικού/μεταναστευτικού ή σε έμπρακτη αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας μας, αλλά και να δώσει κίνητρα στην Τουρκία να εγκαταλείψει την επιθετική της στάση, για παράδειγμα θέτοντας στο τραπέζι και τα θέματα τελωνειακής ένωσης με αυτή και την επανεγκατάσταση προσφύγων από την Τουρκία στην ΕΕ.

Συνεπώς η πολιτική μας απέναντι στη γείτονα πρέπει να είναι διττή: αφενός να ασκείται με κάθε μέσο πίεσης για την ανατροπή των παράνομων μεθοδεύσεών της, ιδανικά προτού εκδηλωθούν, αφετέρου να αποκατασταθεί η δυνατότητα διαλόγου μαζί της με πρώτο βήμα την εφαρμογή συγκροτημένων ΜΟΕ και την αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας και με στόχο την επανεκκίνηση διερευνητικών επαφών και τη Χάγη. Και όλα αυτά με συνείδηση του γεγονότος ότι η εξωτερική πολιτική της χώρας μας οφείλει να έχει δύο πάγιους πυλώνες βασισμένους στο διεθνές δίκαιο: την προάσπιση της κυριαρχίας μας και την ειρηνική επίλυση διαφορών με τους γείτονες.

*Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, συνταγματολόγος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και δικηγόρος

Ετικέτες

Documento Newsletter