Η οικογένεια είναι μια από τις πιο συνηθισμένες θεματικές στη λογοτεχνία. Η ιταλική εκδοχή της ήταν εκείνη που ώθησε τη Βερόνικα Ράιμο να γράψει ένα από τα πιο διασκεδαστικά βιβλία που διαβάσαμε τα τελευταία χρόνια, το «Ας πούμε πως είμαι εγώ» (εκδ. Δώμα, μτφρ. Δήμητρα Δότση). «Όταν σε μια οικογένεια γεννιέται ένας συγγραφέας, λένε πως αυτή η οικογένεια πάει, τελείωσε. Στην πραγματικότητα η οικογένεια θα τα καταφέρει μια χαρά, όπως συνέβαινε πάντα, από καταβολής κόσμου, ενώ αυτός που θα ’χει άσχημα ξεμπερδέματα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, που προσπαθεί να σκοτώσει μανάδες, πατεράδες και αδέρφια, μόνο και μόνο για να τους ξαναβρεί μπροστά του, αμείλικτα ζωντανούς» γράφει η Ράιμο.
Η συγγραφέας (γενν. 1978) ήδη από την πρώτη πρόταση δημιουργεί τη μικρή συνωμοσία που χρειάζεται με τον αναγνώστη. «Ο αδερφός μου πεθαίνει κάμποσες φορές το μήνα», γράφει και σε αιφνιδιάζει. Όχι μόνο έχει αποφασίσει από νωρίς να μην προστατεύσει τους χαρακτήρες της, αλλά επιπλέον παρουσιάζει τις αδυναμίες και τις εμμονές τους μέσα από μεγεθυντικό φακό. Έτσι, η μητέρα της κάθε φορά που η ζωή την απογοητεύει καταλήγει να περνά τις μέρες της στο κρεβάτι μελαγχολώντας, με μόνη παρηγοριά τις εκπομπές του Radio 3. Όταν συνέρχεται πιάνει το τηλέφωνο και ψάχνει τα παιδιά της σε όλα τα πιθανά σημεία ξυπνώντας φίλους και γνωστούς (και πολλούς αγνώστους) μέσα στη νύχτα.
Ο πατέρας της, από την άλλη, έχει τη μανία να βάζει διαχωριστικά στα δωμάτια, χωρίς λόγο. «Πήγαινε στα καλά καθούμενα και έχτιζε έναν τοίχο μες στη μέση. Του άρεσε να προσθέτει τοίχους στα δωμάτια – δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. […] Ήταν σαν να ζούσαμε σε θεατρικό σκηνικό, απ’ όπου τα δωμάτια ήταν μόνο κατ’ όνομα δωμάτια, απλές προσομοιώσεις για χάρη των θεατών». Στην αφήγηση της Ράιμο το ένα παράδοξο συναντά το άλλο δημιουργώντας χιονοστιβάδα σουρεαλιστικών καταστάσεων, με το μειδίαμα του αναγνώστη να καταλήγει σε βροντερό γέλιο.
Το κωμικό είναι ο τρόπος της να φωτίσει τα ανώδυνα μικρά, αλλά και τα μεγάλα, αυτά που είναι τόσο ενοχλητικά και ντροπιαστικά ώστε συνήθως αφήνουμε στη σκιά. Η Ράιμο διατρέχει μια ολόκληρη ζωή από τα παιδικά της χρόνια έως σήμερα. Μιλάει για την εποχή που οι γονείς της δεν άφηναν εκείνη και τον αδερφό της να παίζουν με τα άλλα παιδιά από φόβο μην πάθουν τίποτα (τελικά έγιναν και οι δύο συγγραφείς), τη σχέση με τις φίλες της με τις οποίες χάθηκαν στην πορεία, το πρώτο ερωτικό ξύπνημα που παλεύει να εκφραστεί μέσα σε ένα άκρως ελεγκτικό περιβάλλον, τα μυστικά που αλλάζουν εντελώς το αφήγημα της οικογενειακής ευτυχίας, την απώλεια του πατέρα που έβαλε τη ζωή της σε άλλες ράγες.
Η Ράιμο εξηγεί πως στην ιστορία που αφηγείται η αλήθεια και η φαντασία είναι αδιαχώριστα. Το δηλώνει ήδη μέσα από τον ιταλικό τίτλο του βιβλίου της, «Niente di vero», δηλαδή τίποτα από τη Βέρο (Βερόνικα) αλλά σε μια δεύτερη ανάγνωση «τίποτα αληθινό» («vero» στα ιταλικά είναι το αληθινό, πρόκειται για ένα λογοπαίγνιο που δεν μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά). Τι σημασία έχει όμως αν όσα περιγράφει συνέβησαν πραγματικά; Υπήρξαν σε μυθιστορηματικό χρόνο και αυτό φτάνει.
Διαβάστε επίσης
Χασάν Νασράλα: Η Χεζμπολάχ επιβεβαιώνει τον θάνατό του – Τριήμερο πένθος στη χώρα