Με αφορμή την πρώτη της ποιητική συλλογή η δημοφιλής ηθοποιός Σοφία Φιλιππίδου μιλάει για τις προτάσεις της που απορρίπτονται για πέμπτη συνεχόμενη χρονιά από το ΥΠΠΟ, καθώς και για τις πλέον παρωχημένες νόρμες της τηλεοπτικής κωμωδίας.
Συνάντησα τη Σοφία Φιλιππίδου γι’ αυτήν τη δημόσια συνομιλία γνωρίζοντας εκ των προτέρων πόσο αληθινή και ανεπιτήδευτη είναι πάντα στις συνεντεύξεις της. Αφορμή ήταν τα «Σαράντα ποιήματά» της που μόλις κυκλοφόρησαν από την Οδό Πανός του Γιώργου Χρονά και που τη συνδέουν με τη μεγάλη ποίηση, στην οποία πάντα ανήκε από την παιδική της ηλικία. Μια ηθοποιός πολύ αγαπημένη όσο και καταχωρημένη ερήμην της –από τους επιτήδειους, όπως δηλώνει– στις «κωμικο-άσχημες» περσόνες. Απέναντί μου ωστόσο εγώ είχα μια γυναίκα κάθε άλλο παρά άσχημη, αλλά αντιθέτως όμορφη μες στην ωριμότητά της, γλυκύτατη και ευγενέστατη. Στην κουβέντα μας, εκτός των ποιημάτων της, αναφερθήκαμε ακόμη στη μοναδική τραγωδία της οικογένειάς της, στις συνεχείς απορρίψεις των αιτήσεών της για επιχορήγηση από το ΥΠΠΟ, όπως και στις ευρύτερες καλλιτεχνικές αγωνίες της.
Ανάρτησα ένα ποίημά σας χωρίς να γράψω το όνομά σας και κάποιος άφησε το εξής σχόλιο: «Κατερίνα Γώγου;». Αλήθεια, σας έχει επηρεάσει η Γώγου;
Την Κατερίνα την έβλεπα στα Εξάρχεια, όπως και στη Θεσσαλονίκη καμιά φορά. Πρόκειται για σύμπτωση, αφού ειδικά η Γώγου δεν με επηρέασε. Δηλώνω επηρεασμένη αορίστως από τη μεγάλη ποίηση, αυτό το μεγάλο δέντρο στο οποίο κατάφερα να μπολιαστώ και να γίνω κι εγώ ένα μικρό κλαδάκι του. Εγραφα από μικρή πρωτόλεια ποίηση, έσκιζα τα ποιήματά μου και πέρασα από διάφορες αμφισβητήσεις, προσπαθώντας μάλλον να κάνω ποίηση τον εαυτό μου με τον τρόπο ζωής μου.
Υπάρχει ποιητικός τρόπος ζωής;
Βέβαια υπάρχει. Ο δικός μου τρόπος είναι η επαφή μου αρχικά με το θέατρο, η παρατήρηση, η καλή σχέση με τη φύση, η φαντασία, η ευαισθησία και η αυτογνωσία, ειδικά όταν άρχισα να κατανοώ τι είναι αυτό που παθαίνω και γιατί δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους στον χώρο μου. Πάντα έλεγα τι δεν κάνω εγώ σωστά, δεν ξεκινούσα δηλαδή απ’ τους άλλους.
Μήπως είστε ενοχικό άτομο;
Οχι, προσπαθώ απλώς να τα κάνω όλα καλά κατά το «καλό παιδί», με συνέπεια. Ούτε στην περίπτωση της μάνας μου μετά τον θάνατό της είχα ενοχές. Προσπαθώ να είμαι καλή στη δουλειά, ευγενική, αποφεύγοντας λάθη που θα με οδηγήσουν σε ενοχές… Κάνω βέβαια άλλα πολλά λάθη.
Μου είχατε πει παλαιότερα πως αφότου έφυγε η μητέρα σας νιώσατε να σας αποδέχεται εκ των υστέρων.
Η μαμά μου μου είπε «σ’ αγαπώ» από τηλεφώνου προτού πεθάνει, δεν ήταν καλή στο να επικοινωνήσει την αγάπη της, δεν ήξερε από χάδια και φιλιά, δεν τα είχαμε αυτά στο σπίτι μας.
«Σαράντα ποιήματα» ονομάστηκε η πρώτη σας ποιητική συλλογή. Που θα πει ότι μπορεί να ήταν 1.040 ποιήματα, απ’ τα οποία πετάχτηκαν τα χίλια;
Δεν πήρα αυτούσια ποιήματα από το παρελθόν και δεν ταλαιπωρήθηκα καθόλου με εκδοτικούς οίκους. Ζήτησα ευγενικά από τον Γιώργο Χρονά να εκδώσει τα ποιήματά μου και μου απάντησε: «Σε δέκα μέρες θα βγουν». Σαν να ήξερε ενστικτωδώς… σαν να ήταν ενημερωμένος, με απάλλαξε απ’ τα τρεξίματα. Ο τίτλος «Σαράντα ποιήματα» εμπεριέχει κάτι από τα σαράντα παλικάρια, κάτι από τα σαράντα των νεκρών μας… τα σαράντα κύματα… ένα μύθο… μια ίντριγκα τέλος πάντων. Οταν τα παρέδωσα δημοσίευσα ακόμη ένα ποίημα στο Facebook. Μου είπε τότε ο Χρονάς: «Μα τι κάνεις; Εκδίδεις και συνεχίζεις να γράφεις; Δώσε μου το κι αυτό να κάνουμε ένα εκδοτικό τρικ, να λέμε σαράντα και να είναι 41 τα ποιήματα» (γέλια).
Αν υποθέσουμε ότι οι λέξεις είναι επίπονες, είναι πιο ελεύθερη διαδικασία απ’ το να κάνεις θέατρο και να χτυπάς πόρτες για επιχορηγήσεις;
Ακριβώς! Είναι βάσανο το ποίημα, αλλά το πιο απελευθερωτικό απ’ όλα. Η ελευθερία μού λείπει. Κανείς δεν νιώθει νομίζω ελεύθερος κι ας είναι δημοκρατικό το πολίτευμά μας που πρεσβεύει την ελευθερία.
Εσείς νιώθετε ανελεύθερη;
Τώρα τελευταία νιώθω καλύτερα γιατί κατάφερα να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις. Περιορίστηκα σε ένα μικρό χώρο για να είμαι πιο ελεύθερη. Είναι ο πέμπτος χρόνος, ξέρετε, που κόβομαι από το ΥΠΠΟ και απορρίπτονται οι προτάσεις μου. Κάνω πενήντα χρόνια θέατρο και ειλικρινά νιώθω κάτι τιμωρητικό απέναντι στην προσωπικότητά μου. Το χαστούκι που έφαγα στο δημοτικό γιατί σταμάτησα στον 15ο στίχο του «Υμνου εις την ελευθερία» του Σολωμού, ενώ κανένα άλλο παιδί δεν είχε μάθει το ποίημα. Σαν να με τιμωρούν ακόμη επειδή είμαι επιμελής, χαρισματική, έντιμη, με πείρα και γνώση. Ξέρω καλά ότι αξίζω μια επιχορήγηση με ένα αστείο ποσό –10.000 ευρώ– εκεί που πάντα βάζω λεφτά απ’ την τσέπη μου. Ειλικρινά χρειάζεται δημοσιογραφική έρευνα για να καταλάβουμε τι έχουν μαζί μου, αλλά και γιατί τόσοι άνθρωποι δεν παίρνουν θέση γι’ αυτό το θέμα. Είναι αδικία, αγένεια και προσβολή.
Οσο αυτοί με κόβουν, στο μεταξύ, τόσο εγώ εφευρίσκω καινούργια μονοπάτια για να υπάρξω. Εφτασα να παρουσιάζω τις δουλειές μου στον χώρο μου με ελεύθερη είσοδο, έγραψα τα τρία βιβλία μου, έβγαλα τα ποιήματά μου, δηλαδή όσο αυτοί με στριμώχνουν τόσο καλύτερη γίνομαι. Η δουλειά τους όμως δεν είναι να κάνουν εμένα καλύτερη, αλλά να κοιτάξουν αυτά που κάνω χρόνια τώρα και να μου δώσουν επιχορήγηση, τιμητική κιόλας. Το λέω με αυτοπεποίθηση διότι πηγαίνω και βλέπω όλων τις δουλειές, ακόμη κι αν αυτοί δεν έρχονται στις δικές μου. Ποτέ δεν είχα αυτό το «ποιος είμαι εγώ και ποιος είσαι εσύ», πηγαίνω και βλέπω τους συναδέλφους μου. Θέλω να συνομιλούμε με τις δουλειές μας όλοι. Επομένως, υπεύθυνες που με κόβουν είναι οι επιτροπές του ΥΠΠΟ και τη μεγαλύτερη ευθύνη την έχει η ίδια η υπουργός. Εμαθα πρόσφατα ότι κάποιοι που κάνουν αιτήσεις συνομιλούν με υπαλλήλους του ΥΠΠΟ κάθε μέρα. Προσωπικά δεν ξέρω κανέναν. Κάνω την αίτησή μου και τίποτε άλλο. Πενήντα μέτρα είναι το υπουργείο απ’ το σπίτι μου και δεν πέρασα ποτέ να ρωτήσω μην έκανα κανένα λάθος. Κι αυτοί, όμως, ποτέ δεν μου είπαν: «Κ. Φιλιππίδου, αυτό έπρεπε να το κάνετε έτσι».
Και χωρίς να ανήκετε σε κάποιο κόμμα.
Ο πατέρας μου, ποιος ξέρει τι έπαθε με τα κόμματα –ποτέ δεν μας το είπε–, μας συμβούλεψε: «Παιδιά μου, το καλό που σας θέλω να μη γραφτείτε ποτέ σε κόμμα». Στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης προσωπικά κατάλαβα την πολιτική μου θέση με τη διάσπαση τότε ΚΚΕ Εξωτερικού και Εσωτερικού. Πάντα είμαι με τη δικαιοσύνη και τους αδύναμους, έχω μια επαναστατική διάθεση, μόνο που δεν ξέρω πού γίνεται η επανάσταση για να μπω κι εγώ μέσα.
Εγώ βλέπω ότι διατηρείτε ατόφια την παιδικότητά σας.
Ευτυχώς, αυτήν δεν τη θυσίασα για τίποτε. Στην τηλεόραση το ’90 είχαν την άποψη ότι το κωμικό είναι κάτι άσχημο. Προσωπικά πιστεύω ότι το κωμικό σπάει το σχήμα, τη μορφή, και γίνεται ά-σχημο από τη φύση του πάθους του. Οταν κάποιος άνθρωπος ή ζώο πάσχει, όπως στα κόμικς, κάτι παθαίνει… χαλάει το σχήμα του. Αυτό είναι τέχνη και δύσκολη μάλιστα, δεν είναι επιφανειακή μουντζούρα, χαζά καμώματα και μούτες… Δέχτηκα κακοποίηση και μπούλινγκ… κακό φωτισμό, σκιές κ.λπ. γιατί δυστυχώς κάποιοι αναζητούσαν το άσχημο κατά τα γούστα του λαϊφστάιλ για να γελάει πιο πολύ ο κόσμος.
Βαριά κουβέντα αυτή. Δεν είναι μόνο το σχήμα, όμως, αλλά και η μεταφορά του λόγου, του σεναρίου. Ποια άλλη θα έκανε όπως εσείς τον χαρακτήρα στο «Το κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο»;
Εκεί περάσαμε στην «κακιά» ή μάλλον την «ασχημοκακιά». Νομίζω όμως πως ξέφυγα από την τυποποίηση, που είναι η παγίδα των ηθοποιών, και πέρασα την αλήθεια ενός χαρακτήρα που πάσχει. Ολα είναι θέμα αλήθειας και αυθεντικότητας κι αυτή είναι η δική μου προσέγγιση στους ρόλους, όπως όταν κάποιος πέφτει στον δρόμο και στραπατσάρεται άθελά του. Το κακό είναι πως όταν λέω αλήθειες στη ζωή μου κάποιοι γελάνε με την «αθωότητα» ή την «αφέλεια» της αλήθειας μου… κι αυτό ας το προσέξουν εκείνοι…
Απ’ όσα μου λέτε συμπεραίνω πως δεν περάσατε πολύ καλά στις δουλειές που σας έκαναν ευρέως γνωστή.
Οχι βέβαια, γιατί πήγα να χάσω το νόημα της τέχνης μου. Οι δουλειές αυτές κούρασαν το σώμα και την ψυχή μου και χωρίς να είμαι η υψηλά αμειβόμενη στην τηλεόραση. Δεν γκρινιάζω βέβαια, αφού δεν μ’ ενδιαφέρει και καθόλου το οικονομικό θέμα και αφού βρήκα τον δρόμο μου. Είμαι καλά και επιτέλους απέκτησα σχετική ελευθερία στον χώρο μου.
Δεν παλεύετε εσείς με το τέρας της κατάθλιψης;
Ευτυχώς, όχι! Προσωπικά δεν πέρασα τραγωδίες στη ζωή μου, σε αντίθεση με τον πατέρα μου λόγου χάρη, που όταν ήταν πέντε χρονών οι Τούρκοι σφάξανε τον μπαμπά του. Ορφανός πρόσφυγας ήταν ο πατέρας μου. Ο παππούς μου στη Μικρασιατική Καταστροφή έφυγε προς το σπίτι για να πάρει κάτι ακόμη και δεν επέστρεψε ποτέ για να μπει στο καράβι. Οι συγγενείς είπαν αργότερα πως βρήκαν μόνο το κεφάλι του. Στο σπίτι μας δεν λέγαμε «ο παππούς» αλλά «το κεφάλι του παππού». Αυτή η εικόνα με σημάδεψε και αυτή η περιπέτεια είναι η τραγωδία της οικογένειάς μου. Κατά τα άλλα, αυτά που περνάμε τώρα με τα καλλιτεχνικά είναι μάλλον αστειότητες. Παρ’ όλα αυτά, δεν με εκφράζει το τρέχον καλλιτεχνικό σύστημα. Δεν με θέλουν μία, δεν τους θέλω εκατό. Κάνω αιτήσεις πιο πολύ για να εκτίθενται αυτοί που με απορρίπτουν.
Το δικό σας ποιητικό βάσανο ποιο είναι τελικά;
Κάτι απροσδιόριστο: να γίνω κάτι, να φτάσω κάπου… Δεν έχει πρόσωπο το βάσανό μου πέραν της καλλιτεχνικής ανησυχίας να υπάρχω καλλιτεχνικά. Είμαι φιλόδοξο άτομο και ανταγωνιστικό με την καλή έννοια. Θέλω να απαντώ σ’ αυτούς που θαυμάζω αλλά και σ ‘αυτούς που με πειράζουν παίζοντας με τις λέξεις.
Ποιο ποίημα σας αγαπάτε λίγο πιο πολύ απ’ τ’ άλλα;
Ισως αυτό που ξεχώρισε για μένα ο Αχιλλέας Κυριακίδης και τον ευχαριστώ, το «Ελευσις». Μιλάω μέσα για τη γέννηση ενός δικού μου ποιήματος. Εκανα εικόνα τον ποιητή με τον τρόπο που αυτός εμπνέεται και δημιουργεί.
Μου αρέσει που αγαπάτε τη ζωή και το δείχνετε στα social media: ανεβάζετε τα γατάκια σας, ένα ωραίο φαγητό που φτιάξατε, τα λουλούδια σας…
Δεν επιδίωξα να φτιάξω το μυστηριώδες πρόσωπο μιας καλλιτέχνιδας που περιφέρει την πνευματική της κούραση γιατί είναι βαθυστόχαστη. Είμαι ένας απλός άνθρωπος που αγαπά τη ζωή και που πάντα έχει χρόνο να διαβάζει, να σκέφτεται και να ασκεί με χαρά την τέχνη της.
Μιλήστε μου λίγο για τα φετινά σας σεμινάρια.
Το σεμινάριό μου φέτος γίνεται με βάση τον Μπέκετ και το θέατρο του παραλόγου, όλη την απελπισία αυτής της γενιάς με την αγωνία του «τίποτε». Θα δουλέψουμε πάνω στις «Ευτυχισμένες μέρες» και στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» με ανάγνωση κειμένου και δραματουργία. Υπάρχουν δύο τμήματα: ένα για ηθοποιούς κι ένα γι’ αυτούς που αγαπάνε το θέατρο και έχουν μια καλλιτεχνική αγωνία.
Τα σεμινάρια είναι τρίμηνα, με κόστος εκατό ευρώ τον μήνα. Στο μεταξύ με τη δύναμη που πήρα απ’ τα ποιήματά μου άρχισα με αυτοπεποίθηση να γράφω το πρώτο μου θεατρικό. Επιθυμώ να δημιουργήσω μια ομάδα νέων ηθοποιών και με το καινούργιο μου έργο να βρεθώ σε χωροχρονική «συνεννόηση» με τον Μπέκετ.
Περιμένετε κάτι εσείς απ’ αυτή την κοινωνία κατά την μπεκετική αναμονή;
Μεγάλη χαρά θα παίρναμε όλοι νομίζω αν πηγαίναμε σε μια εκ βαθέων κάθαρση. Αυτό προσδοκώ σαν δικαίωση όλων μας. Μιλάω για πολιτικό ξεκαθάρισμα ώστε οι άνθρωποι να φύγουμε από τα δεσμά της φυλακής μιας σκληρής και άγονης καθημερινότητας. Εχω τη γνώση βέβαια ότι αυτό είναι μια αριστοφανική ουτοπία.
INFO
Τα «Σαράντα ποιήματα» της Σοφίας Φιλιππίδου μόλις κυκλοφόρησαν από την Οδό Πανός του Γιώργου Χρονά