Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται

Η Σμύρνη, μάνα, καίγεται

Στις 27 Αυγούστου 1922 (8 Σεπτεμβρίου 1922 με το νέο ημερολόγιο) τα τελευταία ελληνικά τμήματα εγκατέλειψαν τη Σμύρνη. Μία εβδομάδα μετά ακολούθησαν η πυρπόληση της πόλης και οι σφαγές του ελληνικού πληθυσμού από τους Τούρκους. Στις αναμνήσεις του Μικρασιάτη Μανώλη Αξιώτη βασίστηκε η Διδώ Σωτηρίου για να γράψει τα «Ματωμένα χώματα» (εκδόσεις

Κέδρος), ένα βιβλίο-μαρτυρία για την εποχή εκείνη. Για τις στιγμές της καταστροφής περιγράφει: «Μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς όρθιοι και ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τουρκικό ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία.[…] Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύννεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ’να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι. […] Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά· ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. […] Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας!».

Ο Στρατής Δούκας κατέγραψε τις δικές του μνήμες από την εποχή εκείνη στην «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» (εκδόσεις Κέδρος). Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 1929 και έμεινε στην αφάνεια για περίπου τρεις δεκαετίες προτού αναγνωριστεί ως μια από τις σημαντικότερες μαρτυρίες για όσα έζησαν

εκείνοι που δεν κατάφεραν να διαφύγουν μετά την καταστροφή. Θεωρείται επίσης ένα από τα σπουδαιότερα έργα της γενιάς του ’30. Γράφει ο Δούκας: «Στην καταστροφή της Σμύρνης, βρέθηκα με τους γονιούς μου στο λιμάνι, στην Πούντα. Μεσ’ απ’ τα χέρια τους με πήρανε. Κι έμεινα στην Τουρκία αιχμάλωτος. Μεσημέρι πιάστηκα μαζί με άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόμα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, όπως ήμαστε ο ένας κολλητά στον άλλο, μπήκε η φρουρά κι άρχισαν να μας χτυπούν, όπου έβρισκαν, με ξύλα, και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάμω, γόνα με γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστημώντας. Εμείς φοβηθήκαμε πως θα μας χαλάσουν όλους. Ενας γραμματικός, που ’χε το γραφείο του πλάι στην πόρτα, μας άκουγε που μιλούσαμε λυπητερά και μας έκανε νόημα να τον πλησιάσουμε: Σαν έρχονται, μας λέει, και σας φωνάζουν, εσείς τραβηχτείτε μέσα. Και το λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τον δώσετε. Από κείνο το βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν απ’ τους θαλάμους. Κι εμείς π’ ακούγαμε πυροβολισμούς, απ’ το Κατιφέ Καλεσί, λέγαμε: “σκοποβολή κάνουνε”».

Documento Newsletter