«Εγώ ήμουνα η Αγγελίτσα. Η δεσποινίς Χιωτάκη, εκείνον τον καιρό. Ξέρεις γιατί με λέγανε Αγγελίτσα, ενώ τ’ όνομά μου ήτανε Αγγέλα; Για να με ξεχωρίζουν από μια άλλη τραγουδίστρια, την Αγγελάρα. Το επίθετό μου απ’ τον μπαμπά μου ήταν Μαρωνίτου. Το “Χιωτάκη” ήτανε παρατσούκλι μας. Τον μπαμπά μου τονε λέγανε Δημητρό και τη μάνα μου Ελένη».
Η Αγγελίτσα δεν είναι άλλη από την Αγγέλα Παπάζογλου, την κυραγγέλα, όπως την αποκαλεί ο γιος της Γιώργης Παπάζογλου και αυτό είναι ένα απόσπασμα από την προφορική αφήγησή της όπως υπάρχει στο βιβλίο «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ». Το βιβλίο δηλαδή στο οποίο ο Γιώργης Παπάζογλου καταγράφει τις μνήμες της μητέρας του από τη ζωή στη Σμύρνη, την προσφυγιά και τη ζωή στην Κοκκινιά.
Σπάνια έχουμε την τύχη να διαβάζουμε μαρτυρίες όπως της Αγγέλας Παπάζογλου. Η γλώσσα της και η ματιά της στη ζωή φέρουν έναν ολόκληρο πολιτισμό, ένα σύστημα σκέψης που πλέον δεν υπάρχει ούτε μπορεί να αποδοθεί με τον σημερινό τρόπο. Διαβάζεις και έχεις την αίσθηση ότι βλέπεις, ακούς και μυρίζεις τη Σμύρνη. Η Αγγέλα Παπάζογλου θυμάται τι συζητούσε, τι φορούσε και τι τραγουδούσε ο κόσμος της Ιωνίας, τι συνέβαινε στα σοκάκια, πώς συμπεριφέρονταν οι άντρες στις γυναίκες τους, πώς ζούσαν οι αστοί και πώς οι χαμάληδες, τι πουλούσαν οι έμποροι, πώς ήταν οι γείτονές της («Περνούσε κι ο Σταμάτης. Εκείνος ο κακόμοιρος ήτανε ζαβός. Είχε ένα κεφάλι σαν καζανάκι… Πώς τονε γέννησε άραγε η μάνα του βρε παιδί μου; Μόνο κεφάλι ήτανε… σα τσιμπούρι χορτασμένο… σα κοριός… Τίποτ’ άλλο…). Τίποτε δεν ξεφεύγει από τα μάτια και τα αυτιά της – στα 30 της έχασε εντελώς την όρασή της. Τρία χρόνια έγραφε το βιβλίο της κυραγγέλας ο Γιώργης Παπάζογλου, μέσα από 750 σελίδες σημειώσεων που κρατούσε πρόχειρα οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας.
Μέσα από τα δικά της λόγια μαθαίνουμε για τη σχέση των Ελλήνων της Μικρασίας με τους Τούρκους, τη σχέση των ζεϊμπέκηδων με τον σουλτάνο, τον ρόλο που είχαν οι τσέτες στην Καταστροφή της Σμύρνης. Το βιβλίο αποτελεί επίσης μια σημαντική καταγραφή για το σμυρνέικο τραγούδι, ενώ εξηγεί τι συνέβη στο ρεμπέτικο στο πέρασμα των προσφύγων στον Πειραιά, πώς τα τραγούδια του ρεμπέτη Βαγγέλη Παπάζογλου κάποια στιγμή τα εκμεταλλεύτηκαν άλλοι δημιουργοί και τι αγώνες χρειάστηκε να δώσει η ίδια και ο γιος της για να βρουν το δίκιο τους.
«Τα τραγούδια που έγραψε ο Βαγγέλης κι ήλεγε πώς να ξεφύγωμε από την κακοριζικιά, αυτά ήτανε τα ρεμπέτικα. Δεν υπάρχουνε ρεμπέτικα χασικλίδικα… Δεν υπάρχουνε ρεμπέτικα βρώμικα… δεν υπάρχουνε ρεμπέτικα τση καταστροφής… Τα ρεμπέτικα πρέπει να λένε πώς να ξεφύγωμε απ’ τον θάνατο… πώς να γελάσουμε… πώς να ζήσωμε… να χαρούμε… Αν δεν έχει αυτό το νόημα, δεν είναι ρεμπέτικο. Είναι μοιρολόι…». Ο Βαγγέλης Παπάζογλου σταμάτησε τις ηχογραφήσεις το 1936, την εποχή που η λογοκρισία του Μεταξά έφερε αναταράξεις στο ρεμπέτικο. Τέσσερα χρόνια μετά σταμάτησε να ασχολείται με τη μουσική και πέθανε από φυματίωση την περίοδο της Κατοχής. Με την Αγγέλα παντρεύτηκε το 1924 και λίγα χρόνια μετά της ζήτησε να σταματήσει να τραγουδάει.
Σκληρές είναι οι μνήμες της από τα πρώτα χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά. Για τους Τούρκους οι Σμυρνιοί ήταν Έλληνες, για τους Έλληνες ήταν Τούρκοι. Με παράπονο περιγράφει όλες τις προσβολές και τον αποκλεισμό που έζησαν οι πρόσφυγες. Κι έπειτα ο πόλεμος, η Κατοχή, ο Εμφύλιος. Η αφήγηση της Αγγέλας Παπάζογλου είναι σπαρακτική. Είναι η φωνή μιας γυναίκας που έχασε την πατρίδα της αλλά και η φωνή όσων επειδή κατά τύχη βρίσκονται στο γύρισμα της ιστορίας καταλήγουν κυνηγημένοι, σαν τιμωρημένοι από την ίδια τη ζωή.
- Το βιβλίο «Ονείρατα της άκαυτης και της καμμένης Σμύρνης. Αγγέλα
Παπάζογλου. Τα χαΐρια μας εδώ» εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1983.
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε στην 5η έκδοσή του από τις εκδόσεις
Κουκκίδα – Αιγαίον