Αγαπητέ Σταύρο, Πριν από μήνες μου είπες ότι συχνά τώρα τελευταία δεν μπορείς να κάνεις ανάκληση. Βλέπεις πρόσωπα, δηλαδή, και δεν μπορείς να θυμηθείς ποια είναι. «Γεράσαμε, φίλε, κι αυτό με διαολίζει» συμπλήρωσες με ελεγχόμενη πικρία.
Ομως δεν έδωσα σημασία. Είχα την αίσθηση ότι αυτό δεν με αγγίζει, παρότι βρίσκομαι κοντά στην ηλικία σου. Βαυκαλιζόμουνα με την ιδέα ότι σε μένα λειτουργεί το άτρωτον της νεότητος. Μέχρι που ένα βράδυ είδα στην τηλεόραση την αγαπημένη Ελεν Μίρεν και δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνομά της…
Προς θεού! Δεν βρισκόμαστε ακόμη στη θέση των γερόντων που αναφέρει ο Καβάφης. Δηλαδή παλιά, φθαρμένα σώματα όπως του γέρου που κάθεται μόνος «στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος», σκυμμένος στο τραπέζι με την εφημερίδα εμπρός του.
Ομως, τι τα θες; Είναι αδύνατο να ξεφύγεις από αυτήν τη βασανιστική αλογόμυγα, την ιδέα των γηρατειών. Εχει δίκιο ο Γούντι Αλεν που είπε κάποτε: «Τα γηρατειά μού έχουν γίνει εμμονή. Το γεγονός ότι μεγαλώνεις μαζί με τον φόβο του θανάτου έρχεται απρόσκλητα στη ζωή σου».
Υπάρχει κάτι χειρότερο, βέβαια, από τον αρχέγονο αυτόν φόβο: να πεθαίνεις ξάφνου ένα πρωί λησμονημένος στο γηροκομείο, χτυπημένος από τον καύσωνα ή τον διαβολικό ιό που μας ταλανίζει (ρεκόρ στη Γαλλία από θανάτους ηλικιωμένων το 2003 με τις μεγάλες ζέστες, όπως και τώρα με την επιδημία).
Κι εκείνο που συνέβη στην Ισπανία πού το πας; Βγήκαν στον δρόμο οι κάτοικοι μιας κωμόπολης για να εμποδίσουν την εγκατάσταση ηλικιωμένων στα μέρη τους. Φοβήθηκαν ότι οι γέροι θα σπείρουν τον κορονοϊό. Φαντάσου την πίκρα και τη θλίψη των γερόντων βλέποντας αυτές τις αντιδράσεις.
Ομως δεν σου γράφω για να σου κάνω την καρδιά περιβόλι. Κάθε άλλο. Σου έχω εδώ παραδείγματα και λόγια σοφά πολύπειρων ανθρώπων, γερόντων που χαίρονται τα χρόνια τους και δεν μαραζώνουν στο περιθώριο ακίνητοι και συννεφιασμένοι, παραδομένοι στις μαύρες σκέψεις τους.
Πρώτος, ο Εντγκάρ Μορέν. Που σε βαθιά γεράματα συνεχίζει διαυγής και χαλκέντερος να γράφει, να ονειρεύεται μια άλλη κοινωνία και να είναι αισιόδοξος. Ενα κράμα παραδοσιακών αξιών και αριστερού ριζοσπαστισμού η ταυτότητά του. Φωτεινό παράδειγμα, φίλε μου.
Αμ ο άλλος; Ο Κενζαμπούρο Οε; Οχι μόνο δεν αντιμετωπίζει παθητικά το μόρσιμον ήμαρ ο Γιαπωνέζος νομπελίστας, αλλά ξιφουλκεί εναντίον του κατεστημένου, των πολεμοκάπηλων και των εκδικητικών πολέμων. Ακου τι λέει αξιοποιώντας μια σκέψη του Τόμας Ελιοτ:
«Πιστεύω πως δεν πρέπει να περιμένουμε από έναν γέρο άνθρωπο σοφία, αλλά αντιθέτως τρέλα απέναντι στον κοινό νου, ένα είδος ασέβειας απέναντι στο κατεστημένο». Αυτά από τον υπέργηρο Ιάπωνα. Αλλά για το τέλος σου ’χω το καλύτερο, Σταύρο.
Για τους «Γερόντους» του Γιάννη Ρίτσου, λέω. Ηταν «λιγνοί χοντροκόκκαλοι μ’ άσπρα μουστάκια», εκεί, στη Μακρόνησο, όπου «ο θάνατος έκοβε βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα». Για κείνους, λοιπόν, τους γέροντες που έσφυζαν από ζωή και δεν λογάριαζαν τον θάνατο:
«Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη/ ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη/ κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους/ που δεν σηκώνει τ’ άδικο/ Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο/ στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα/ σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας/ με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα/ Δε μιλάνε»…